RSS

Tag Archives: Ο παλιάτσος του δρόμου και η καρδερίνα

Ο παλιάτσος του δρόμου και η καρδερίνα-Το τέλος

Ο παλιάτσος του δρόμου και η καρδερίνα-Το τέλος

Ο Παλιάτσος του δρόμου και η καρδερίνα- Το τέλος

Από τον Χρήστο Επάμ. Κυργιάκη

Παλιάτσος1…συνέχεια

«Όμως, καθώς περνούσε ο καιρός, ο Πέτρος άρχισε τα πάρε-δώσε με τα πλουσιόπαιδα της πόλης. Βλέπεις, στη γειτονιά που μετακόμισε οι γείτονές του δεν ήταν της σειράς. Γειτονιά πλουσίων και δυνατών. Εκεί έμενε ο μεγαλοεργολάβος της πόλης, ο διευθυντής της κλινικής, ο διευθυντής της τράπεζας και όλη η υπόλοιπη αφρόκρεμα της πόλης. Δεν του περίσσευε ούτε λεπτό για μένα. Ξεχνούσε να με ταΐσει και να μου αλλάξει το νερό.

Περνούσαν μέρες χωρίς να μου πει ούτε μία κουβέντα. Κάποτε οι φίλοι του τού πρότειναν να τον βοηθήσουν να γίνει Δήμαρχος γιατί εκτίμησαν πολύ τα προσόντα του, όπως του έλεγαν.»

«Δύσκολες οι φιλίες με τέτοιους ανθρώπους. Πρέπει κι εσύ να στοχεύεις στο χρήμα και τη δύναμη, όπως κι εκείνοι. Σε κάνουν παρέα όσο τους είσαι χρήσιμος. Μετά, σου λένε ¨γεια χαρά¨ και σε πετάνε στην άκρη.»

«Η συμπεριφορά του Πέτρου με πλήγωσε. Δεν είχα διάθεση για τραγούδι. Ούτε μία νότα δεν μπορούσα να βγάλω. Ακόμη κι όταν παντρεύτηκε με την Ελενίτσα, δεν ημέρεψε η ψυχή του. Δεν τον ένοιαζε όμως, δεν καταλάβαινε πόσο με στεναχωρούσε, μέχρι που μια μέρα ήρθε στο σπίτι πολύ θυμωμένος.

Είχε τσακωθεί με τους ¨φίλους¨ του και ερχόμενος στο σπίτι τα’ βαλε και με τη γυναίκα του. Μετά με πλησίασε και με ρώτησε γιατί δεν κελαηδάω. Του είπα πως η συμπεριφορά του μου έκοψε κάθε διάθεση για τραγούδι. Του είπα επίσης ότι οι παρέες του δεν του κάνουν καλό, δεν του ταιριάζουν. Βγήκε έξω από τα ρούχα του. Με πήρε μαζί με το κλουβί έξω από το σπίτι και με πέταξε, στην κυριολεξία, στο δρόμο.»

«Τόσο πολύ άλλαξε; Έγινε τόσο απάνθρωπος; Αχ βρε Πέτρο!», είπε μέσα από τα χείλη του ο παλιάτσος.

«Τι μουρμουρίζεις καλέ μου;»

«Τίποτα Ρινούλα μου, συνέχισε».

«Από το χτύπημα του κλουβιού στο δρόμο, η πόρτα άνοιξε κι εγώ βρέθηκα έξω από το κλουβί, ελεύθερη αλλά ολομόναχη χωρίς να ξέρω τι να κάνω και πού να πάω. Πέρασα το βράδυ σ’ ένα πεύκο με το φόβο μη με βρει καμιά κουκουβάγια και με κάνει κομματάκια. Σαν ξημέρωσε, κατευθύνθηκα προς τη θάλασσα. Έκανα μια στάση στον πεζόδρομο, σε τούτο εδώ το δέντρο, και κοιτώντας κάτω είδα τον πιο γλυκό άνθρωπο του κόσμου να σκορπάει το γέλιο σ’ ένα τσούρμο από πιτσιρίκια που στέκονταν μπροστά του. Τα υπόλοιπα τα ξέρεις νομίζω.»

«Τα ξέρω, τα ξέρω. Θυμάσαι που ήθελες ντε και καλά να σε βάλω σε κλουβί;»

«Το θυμάμαι. Ήθελα γιατί έτσι είχα μάθει. Είχα ξεχάσει πώς είναι να μπορώ να πετάω ελεύθερη, είχα ξεχάσει να ισορροπώ στο φύσημα του αέρα. Είχα ξεχάσει πώς είναι να φυσάει αέρας.»

«Είχες ξεχάσει πώς είναι να είσαι ελεύθερη, όπως κι ο Δήμαρχος ξέχασε πώς είναι να ζεις και να φέρεσαι σαν άνθρωπος.»

«Όμως, για πες μου καλέ μου παλιάτσο. Μου φαίνεται πως γνωρίζεσαι με το Δήμαρχο ή κάνω λάθος;»

Ο παλιάτσος προσπάθησε να αποφύγει την απάντηση αλλά η Ρινούλα επέμενε. Στην επιμονή της καρδερίνας να μάθει την αλήθεια η όψη του παλιάτσου άλλαξε. Παρόλο που ήταν πολύχρωμα βαμμένο δεν μπορούσε να κρύψει το θυμό και, κυρίως, τη στενοχώρια που ένιωθε. Κάποια στιγμή, το μέρος του προσώπου του κάτω από τα μάτια άρχισε να ξεβάφει.

Η μικρή καρδιρίνα πήγε και στάθηκε στα πόδια του.

«Πες μου καλέ μου, τι σου τρώει τα σωθικά;» του είπε γλυκά.

«Είναι μεγάλη ιστορία, δε θέλω να τη θυμάμαι», απάντησε εκείνος.

«Σε παρακαλώ, βγάλτο από μέσα σου».

«Εντάξει, εντάξει θα σου πω», της είπε ο παλιάτσος και συνέχισε.

«Σαν ήμουν νέος, φοιτητής ακόμη, είχα έναν φίλο, αδερφό θα έλεγα. Όλες τις φουρτούνες τις περνάγαμε μαζί και τα όνειρά μας ήταν κοινά. Όνειρα όμορφα και μεγάλα. Να πολεμήσουμε τ’ άδικο, να κάνουμε την πόλη όμορφη κι ανθρώπινη, μαζί με τους κατοίκους της, κόντρα σε όποιον έβλεπε την πόλη σαν τσιφλίκι του».

«Κι ο Δήμαρχος τη σχέση έχει;»

«Ο Πέτρος, ο Δήμαρχος ήταν ο φίλος μου».

Η καρδερίνα, στα τελευταία λόγια του παλιάτσου φούσκωσε τα φτερά της όπως όταν προσπαθεί να προστατευτεί το χειμώνα από το χιονιά. Βρήκε όμως τη δύναμη να ανέβει στον ώμο του αγαπημένου της φίλου.

«Έλα, συνέχισε μη σε παίρνει από κάτω» παρότρυνε τον παλιάτσο.

«Όσο περνούσε ο καιρός, ο Πέτρος άρχισε να αλλάζει. Τελειώνοντας τις σπουδές έπιασε δουλειά στον μεγαλοεργολάβο της πόλης και σιγά-σιγά άρχισε να βάζει νερό στο κρασί του. Άρχισε να μιλάει για μάταιους αγώνες χωρίς νόημα και αποτέλεσμα, για εφηβικά όνειρα που δεν πρόκειται να πραγματοποιηθούν και διάφορα τέτοια. Βλέπεις, δεν άντεξε σε όσα του έταξε ο μεγαλοεργολάβος. Τον προόριζε για Δήμαρχο ώστε να μπορεί να κάνει όμορφα και ωραία τις δουλειές του. Όποτε προσπαθούσα να του μιλήσω και να του θυμίσω τις προηγούμενες αξίες του και τα οράματά του, θύμωνε και μετά με ειρωνευόταν. Με αποκαλούσε αφελή και ονειροπόλο κι έλεγε πως έπρεπε πια να μεγαλώσω και να σοβαρευτώ».

«Όμως εσύ καλέ μου δεν άλλαξες κι ούτε θ’ αλλάξεις ποτέ. Θα παραμείνεις ονειροπόλος, έτσι δεν είναι;»

«Η αλήθεια είναι ότι με προβλημάτισαν πολύ τα όσα μου είπε ο Πέτρος, σε σημείο που αναρωτιόμουν μήπως και είχε δίκιο. Ξέρεις κάτι Ρινούλα. Κάποια στιγμή θέλησα ν’ αλλάξω αλλά δεν μπόρεσα. Ένιωσα ότι θα πρόδινα όλους όσους με γνώριζαν μα πιο πολύ ντρεπόμουν στο συχωρεμένο τον παππού μου. Βλέπεις εκείνος δεν συμβιβάστηκε ποτέ. Προτίμησε να δώσει τη ζωή του όταν ήταν να υπερασπιστεί το δίκιο. Έτσι, οι δρόμοι μας χώρισαν. Όμως, είχα ακόμη την ελπίδα ότι τα πράγματα θα γίνονταν όπως παλιά, μέχρι…»

«…Μέχρι;»

«Μέχρι που ήρθε η οριστική ρήξη, το τελειωτικό χτύπημα».

«Δηλαδή;»

«Άστο Ρινούλα μου, θα στα πω μια άλλη φορά. Πέρασε κι η ώρα».

«Παλιάτσο μου, τώρα θα τα πεις όπως έκανα κι εγώ»

Ο παλιάτσος έστριψε τσιγάρο, πήρε δυο βαθιές ρουφηξιές και συνέχισε σχεδόν δακρυσμένος.

«Με την Ελενίτσα αγαπιόμασταν. Κάναμε όνειρα να ζήσουμε μαζί. Ένα σπίτι με αυλή και πολλά παιδιά».

Η καρδερίνα, ακούγοντας το όνομα «Ελενίτσα», ξαναφούσκωσε τα φτερά της και ευχήθηκε να μην είναι αυτό που σκέφτηκε. Ο παλιάτσος γύρισε το κεφάλι του και την είδε.

«Ακριβώς αυτό που σκέφτηκες έγινε μικρή μου», της είπε και συνέχισε.

«Οι γονείς της, φτωχοί άνθρωποι, ήθελαν το καλύτερο για κείνη. Δε λέω, κι ο Πέτρος την αγαπούσε μα την έπνιξε την αγάπη του σαν είδε ότι εκείνη αγάπησε εμένα. Όμως αργότερα, προτίμησε να αγοράσει αυτό που δεν μπόρεσε να αποκτήσει με αγάπη. Η Ελενίτσα, έπεσε να πεθάνει. Το ίδιο κι εγώ όταν το’ μαθα. Μετά σκέφτηκα πως θα ήταν καλύτερο για κείνη να παντρευόταν τον Πέτρο κι εξαφανίστηκα από τη ζωή της».

«Λάθος σου».

«Έχεις δίκιο. Λάθος μου μεγάλο».

«Έπρεπε να μείνεις και να παλέψεις, όχι να το βάλεις στα πόδια».

«Δεν είχα κουράγιο. Η απογοήτευση με θόλωσε. Όμως, σε παρακαλώ μικρή μου, δεν μπορώ να συνεχίσω άλλο», έκλεισε κάπως απότομα την κουβέντα ο παλιάτσος.

Η νύχτα ήταν εφιαλτική και για τους δύο. Ο παλιάτσος και η μικρή του φίλη δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν το μυαλό τους από το παρελθόν που ξαναζωντάνεψε την προηγούμενη μέρα τόσο απότομα.

Την επόμενη Κυριακή ο παλιάτσος βρισκόταν πάλι στη θέση του διασκεδάζοντας μια ομάδα παιδιών και η καρδερίνα τον συντρόφευε με το γλυκό της κελάηδισμα. Μέχρι που εμφανίστηκε ο ίδιος αντιπαθής αστυνομικός να συνοδεύει αυτή τη φορά τον ίδιο το Δήμαρχο αυτοπροσώπως.

«Μου είπαν ότι ζήτησες να σου ανακοινώσω ο ίδιος ότι είσαι παράνομος και πρέπει να φύγεις. Εκτός αν πληρώσεις για το πόστο που κρατάς στον πεζόδρομο. Αν αρνηθείς τότε θα συλληφθείς», είπε με φωνή γεμάτη θυμό και μίσος ο Δήμαρχος.

«Μεγάλη μου τιμή, να έρχεται ο ίδιος ο Δήμαρχος να με συλλάβει», απάντησε με πίκρα και μια δόση ειρωνείας ο παλιάτσος.

«Δεν μπορείς εσύ να είσαι εξαίρεση και να αποφεύγεις να πληρώνεις ότι σου αναλογεί όπως όλοι οι συμπολίτες σου».

«Μάλλον με μπερδεύεις με τους κολλητούς σου Δήμαρχε», απάντησε δυνατά ο παλιάτσος.

Το σκηνικό δεν πέρασε απαρατήρητο από τους περαστικούς και κυρίως από τα παιδιά.

«Ο Δήμαρχος ζητάει λεφτά από τον παλιάτσο μας αλλιώς θα τον διώξει», ακούστηκε μια παιδική φωνή και αμέσως μετά η φωνή της μητέρας του που έλεγε στον μικρό: «Μην ανακατεύεσαι Γιωργάκη».

«Ο Δήμαρχος είναι κακός», ακούστηκε από την άλλη πλευρά.

Ένα πιτσιρίκι, ήταν δεν ήταν έξι χρονών, προχώρησε και στάθηκε με σφιγμένη τη γροθίτσα του μπροστά στο Δήμαρχο. Άνοιξε τη γροθιά του και άφησε να πέσει μπροστά στα πόδια του Δημάρχου το κέρμα που κρατούσε.

«Κύριε Δήμαρχε, ορίστε. Σας δίνω εγώ χρήματα», είπε το παιδί κοιτώντας το Δήμαρχο ίσια στα μάτια.

Πολύ σύντομα δεκάδες μικρά παιδιά βρέθηκαν μπροστά στο Δήμαρχο. Το καθένα του πετούσε κι από ένα κέρμα.

«Τι κοιτάς;» του είπε ένας παππούς που συνόδευε τον εγγονό του. «Αν είχες λίγη τσίπα θα έπρεπε να είχες ήδη εξαφανιστεί. Μπρος, μάζεψε τον παρά σου. Η οφειλή του παλιάτσου πληρώθηκε από τα παιδιά. Σύρε στο σπίτι σου και κλάψε γιατί εσένα δεν θα σε αγαπήσουν και δεν θα σε υπερασπιστούν ποτέ τούτα τα παιδιά», του είπε ο γέροντας.

Ο Δήμαρχος με δυσκολία έπαιρνε ανάσα. Χωρίς να πει κουβέντα έγνεψε στον αστυνομικό και απομακρύνθηκαν κι οι δύο σχεδόν τρέχοντας.

Ο κόσμος που είχε μαζευτεί ξέσπασε σε χειροκροτήματα ενώ τα παιδιά ξεφώνιζαν και χαχάνιζαν από τη χαρά τους.

Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο του παλιάτσου καθώς ψιθύρισε: «Αχ βρε Πέτρο, πώς κατρακύλησες τόσο;»

Η καρδερίνα πέταξε και στάθηκε στον ώμο του.

«Γι αυτό θα σ’ αγαπάω και θα σου κελαηδάω μέχρι να πεθάνω, καλέ μου», του είπε με όλη τη γλύκα του κόσμου.

Ο Δήμαρχος δεν τόλμησε να ξαναπεράσει από τον πεζόδρομο. Ανακοινώθηκε ότι θα απουσίαζε από την πόλη για μεγάλο χρονικό διάστημα για κάποιες σημαντικές υποθέσεις.

Κάποιοι είπαν ότι παραιτήθηκε αλλά οι κολλητοί του το κρατούσαν κρυφό και προσπαθούσαν να τον μεταπείσουν.

Λέγεται πως μια μέρα, μια γυναίκα πέρασε άφησε ένα τριαντάφυλλο στον παλιάτσο και έφυγε τρέχοντας. Εκείνος είδε μόνο τα μαλλιά της να ανεμίζουν.

Σταμάτησε την παράστασή του καθώς το ανέμισμα αυτό του ήταν γνώριμο. Ζήτησε συγνώμη από τους μικρούς του θεατές και κάθισε στο παγκάκι καθώς ο βήχας ήταν τόσο έντονος που του έκοψε την ανάσα…

Η μικρή του φίλη, η Ρινούλα του τον συντρόφεψε στο τελευταίο του ταξίδι με το πιο όμορφο κελάηδισμα που έκανε ποτέ καρδερίνα σε τούτο τον κόσμο.

Τέλος

 

Ετικέτες: , , ,

Ο παλιάτσος του δρόμου και η καρδερίνα-Μέρος 2ο

Ο παλιάτσος του δρόμου και η καρδερίνα-Μέρος 2ο

Ο παλιάτσος του δρόμου και η καρδερίνα-Μέρος 2ο

Δείτε εδώ το 1ο μέρος 

…συνέχεια

Παλιάτσος1

ΜΕΡΟΣ 2ο

Έτσι οι δρόμοι των δύο νεαρών φίλων χωρίστηκαν οριστικά. Ο παλιάτσος μας έπεσε να πεθάνει από τη στενοχώρια του. Τότε ήταν που απέκτησε και το άσθμα. Προτίμησε να γίνει ο παλιάτσος για τα παιδιά.

Ο Δήμαρχος, διάλεξε να γίνει ο «παλιάτσος» των δυνατών της πόλης.

Όταν, λοιπόν, έφτασε η οικογένεια του Δημάρχου μπροστά στον παλιάτσο, ο μικρός του γιος στύλωσε τα ποδαράκια του και κάρφωσε το βλέμμα του στον ώμο του παλιάτσου.

«Έλα μικρέ, προχώρα. Τι έπαθες;», τον ρώτησε ο Δήμαρχος.

«Κοίτα μπαμπά, κοίτα.», είπε ο μικρός.

«Τι να κοιτάξω;»

«Πάνω στον ώμο του παλιάτσου κάθεται μια καρδερίνα.»

Ο Δήμαρχος κοίταξε πιο προσεκτικά και το πρόσωπό του κοκκίνισε. Λες και είδε κανένα τέρας.

Η καρδερίνα στη θέα του Δημάρχου ταράχτηκε.

«Παλιάτσο μου, κρύψε με. Κρύψε με στην τσέπη σου σε παρακαλώ. Γρήγορα.»

«Τι έπαθες Ρινούλα μου; Μη φοβάσαι. Δεν θ’ αφήσω κανέναν να σε πειράξει.»

Ο παλιάτσος σταμάτησε την παράστασή του, έπιασε με προσοχή τη μικρή καρδερίνα και την έκρυψε στην τσέπη του σακακιού του. Σήκωσε το κεφάλι του με θυμό και η ματιά του συνάντησε τη ματιά του Δημάρχου. Ο θυμός του έγινε στενοχώρια και μετά θλίψη. Θυμήθηκε το φόβο της καρδερίνας και γέμισε πάλι με θυμό που σύντομα έγινε οργή. Ένιωθε τα πνευμόνια του να προσπαθούν να μην ξεσπάσουν σε βήχα και την καρδιά του να πάλλεται έτοιμη να σπάσει.

Ο Δήμαρχος, αφού κοντοστάθηκε για μερικά λεπτά κοιτώντας στο πουθενά, άρπαξε απότομα το μικρό του γιο και κάνοντας νόημα στη σύζυγό του απομακρύνθηκε από τον πεζόδρομο.

Μέσα σε λίγη ώρα, η αστυνομία της πόλης εμφανίστηκε μπροστά στον παλιάτσο ο οποίος κρατούσε στη χούφτα του τη μικρή καρδερίνα, προσπαθώντας να την πείσει πως δεν υπάρχει πια λόγος να φοβάται.

Ο επικεφαλής αστυνομικός απευθυνόμενος με έντονο ύφος στον παλιάτσο του είπε:

«Έχεις άδεια για να κάνεις αυτή τη δουλειά εδώ στον πεζόδρομο;»

«Άδεια; Για ποιο λόγο; Για να διασκεδάζω τα παιδιά;», ρώτησε απατώντας ήρεμα ο παλιάτσος.

«Βγάζεις χρήματα όμως διασκεδάζοντας τα παιδιά. Έτσι δεν είναι;»

«Δεν έχω εισιτήριο. Δεν υποχρεώνω κανέναν να με πληρώσει. Όμως, ναι βγάζω. Ίσα-ίσα για να πληρώνω το δωμάτιο που μένω και το φαΐ που τρώμε εγώ και η Ρινούλα. Μην ψάχνεις σε μένα αστυνόμε για κρυμμένα πλούτη».

«Είσαι και παντρεμένος ε; Που λες, είναι παράνομο αυτό που κάνεις γιατί δεν έχεις άδεια».

«Μπορεί να είμαι παράνομος με τους νόμους που υπηρετείς εσύ, αλλά εγώ δεν αισθάνομαι καθόλου έτσι. Έχω εκατοντάδες άδειες να σου δείξω.»

«Γι δείξε μου!»

«Δες πίσω σου πόσα παιδικά μάτια σε κοιτάνε! Αυτές είναι οι δικές μου άδειες.»

Ο αστυνομικός γύρισε πίσω του και μόλις τότε διαπίστωσε τον κόσμο που είχε μαζευτεί και είχε κάνει ένα ημικύκλιο.

«Είσαι κακός. Ν’ αφήσεις τον παλιάτσο ήσυχο και να φύγεις», του φώναξε ένα παιδάκι.

Μετά ακολούθησε κι άλλο και σιγά-σιγά οι παιδικές διαμαρτυρίες μαζί με αυτές πολλών γονιών έκαναν την κατάσταση ανυπόφορη για τον αστυνομικό και τους δύο υφισταμένους του.

«Αύριο να μην είσαι εδώ χωρίς άδεια. Μ’ άκουσες;», είπε γεμάτος νεύρα ο αστυνομικός και έκανε να αποχωρήσει.
«Αύριο θα είμαι πάλι εδώ. Μ’ άκουσες; Και πες στο Δήμαρχο πως αν έχει τα κότσια να έρθει εκείνος να με διώξει. Εσύ αστυνόμε δεν έχεις παιδιά;»

«Φυσικά και έχω. Έχω και τ’ αγαπάω πάρα πολύ.»

«Σ’ αυτό είστε ίδιοι με το Δήμαρχο. Αγαπάτε μόνο τα δικά σας παιδιά όπως αγαπάτε τις περιουσίες σας. Σαν κτήματα τα βλέπετε. Να του το πεις κι αυτό του Δημάρχου», είπε ο παλιάτσος και συνέχισε προσπαθώντας να τελειώσει την παράστασή του που με όλα αυτά έμεινε στη μέση.

Αφού τελείωσε το νούμερό του, έβγαλε από τη μεγάλη τσέπη του παντελονιού του ένα γεμάτο σακούλι με καραμέλες.

«Παιδιά, κάτι μου λέει ότι θα βρέξει σε λίγο», απευθύνθηκε ο παλιάτσος στα παιδιά πετώντας συγχρόνως ψηλά τις καραμέλες για να πέφτουν σα βροχή πάνω τους.

Ύστερα, φρόντισε το φαγητό και το νερό της Ρινούλας σε μία άκρη στο διπλανό παγκάκι κι έκατσε να στρίψει τσιγάρο.

«Για πες μου τώρα μικρούλα μου, γιατί τρόμαξες τόσο σαν είδες το Δήμαρχο; Τι ήταν αυτό που σε φόβισε τόσο;», ρώτησε γλυκά ο παλιάτσος τη μικρή καρδερίνα.

Η καρδερίνα, στο άκουσμα του Δημάρχου φούσκωσε τα φτερά της, όπως τα φουσκώνει όταν κρυώνει με τους δυνατούς βοριάδες και κούρνιασε στα πόδια του παλιάτσου.

«Μα τι είναι τέλος πάντων αυτό που συμβαίνει; Γιατί φοβάσαι να μου μιλήσεις;» παρακάλεσε ο παλιάτσος για μια ακόμη φορά τη μικρή του καρδερίνα.

«Θυμάσαι όταν με βρήκες, εδώ σ’ αυτό το παγκάκι, μισολιπόθυμη και φοβισμένη;»

«Φυσικά και θυμάμαι. Ήσουν διψασμένη και ταλαιπωρημένη που δεν μπορούσες ούτε τα φτερά σου να κουνήσεις. Σε ρώτησα τι σου είχε συμβεί αλλά δε μου απάντησες ούτε τότε ούτε κάποια άλλη από τις τόσες φορές που σε ρώτησα. Σταμάτησα, λοιπόν, κι εγώ να σε ρωτάω.»

«Πριν από κάμποσα χρόνια, ένας νεαρός πέρασε από το μαγαζί του μπάρμπα Νίκου. Του ζήτησε μια καρδερίνα για να του κάνει συντροφιά. Ήταν λυπημένος γιατί τσακώθηκε με τον καλύτερό του φίλο. Ο μπάρμπα Νίκος διάλεξε εμένα. Μ’ έβαλε σ’ ένα όμορφο κλουβάκι και μ’ έδωσε στον Πέτρο. Έτσι ήταν τ’ όνομά του νεαρού. Με φρόντιζε και μ’ αγαπούσε κι εγώ, κελαηδώντας προσπαθούσα να του διώχνω τη στενοχώρια και να τον κάνω χαρούμενο».

«Πέτρο είπες; Έτσι λένε και το Δήμαρχο!»

«Κι εσύ παλιάτσο μου πώς ξέρεις το όνομα του Δημάρχου;»

«Ρινούλα, μην αλλάζεις θέμα. Για συνέχισε.»

συνεχίζεται…

 

Ετικέτες: , , , , ,

 
απέραντο γαλάζιο

"το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή..."

blog it

QUAERE VERUM:ΑΝΑΖΗΤΗΣΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ

aioroumenesskepseis

The greatest WordPress.com site in all the land!

dpa2007

Just another WordPress.com site

Blogs Of The Day

Just another WordPress.com weblog

Kyrgiakischristos's Blog

πεζογραφία-σχολιασμός επικαιρότητας-σάτιρα και πολλά άλλα

Βιο...λογισμοί

Βιολογία | Εκπαίδευση | Υγεία

fysikhlykeiou

Ασκήσεις-Προβλήματα-Διαγωνίσματα-Μεθοδολογία φυσικής λυκείου και πανελληνίων εξετάσεων και ...πολλά άλλα

WordPress.com

WordPress.com is the best place for your personal blog or business site.

Αρέσει σε %d bloggers: