RSS

Category Archives: Παραμύθια

Οι «Αθέατες Διαδρομές» στα βιβλιοπωλεία- Παρουσίαση του βιβλίου

Οι «Αθέατες Διαδρομές» στα βιβλιοπωλεία- Παρουσίαση του βιβλίου

Οι «Αθέατες Διαδρομές» ήδη ξεμύτισαν στα ράφια των παρακάτω βιβλιοπωλείων:

ΑΘΗΝΑ

– Εν Αθήναις (Ακαδημίας & Μαυροκορδάτου 9, στη Ζωοδόχο Πηγή)

– Παρ’ ημίν (Χαρ. Τρικούπη 11, Χημείο)

– Πολιτεία (Ασκληπιού 1-3, Ακαδημία)

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

– Ακυβέρνητες Πολιτείες (Αλεξ. Σβώλου 28, πλ. Ναυαρίνου)

ΚΑΡΔΙΤΣΑ

– Ζάχος (Πλαστήρα 8)

Ηλεκτρονικές παραγγελίες μπορούν να γίνουν στο σάιτ του εκδοτικού (παράδοση στην πόρτα σας με κούριερ): http://anoteleia.gr/cat_051.htm

 

Ετικέτες: , , , , ,

Ποιο είναι το νόημα της ζωής τελικά;

Ποιο είναι το νόημα της ζωής τελικά;

Ποιο είναι το νόημα της ζωής τελικά;

Από την Γεωργία-Ειρήνη Βαχλιώτη

Με το ψεύτικο χαμόγελο της προσπαθούσε πάση θυσία να περιορίσει τα δάκρυα της. Τα γαλανά της μάτια πιέζονταν να μην ξεσπάσουν, να μην δείξουν τι πραγματικά ένιωθαν. Προσπαθούσε να επιβάλλει ένα ψεύτικο χαμόγελο στο πρόσωπο της, σάμπως ήταν κάποιος πιεστικός τύραννος. Μέσα της ήξερε καλά πως ήθελε να ουρλιάξει, φαινόταν καλά πίσω από την προστατευτική «μάσκα» που είχε φορέσει. Κρατιόταν με νύχια και με δόντια, μα παρόλο το καταπιεζόμενο χαμόγελο της και τα ψευδώς γελαστά της ματιά, μπορούσες να διακρίνεις, αν κοίταγες λίγο καλύτερα, πως κάτι μέσα της είχε γίνει κομμάτια. Ένα βαθύ αγκάθι είχε μπει στο μυαλό της και στην καρδιά της, που δεν την έκανε απλώς να πονέσει.

Την έκανε να υποκρίνεται, άθελά της, στους ανθρώπους που την αγαπούσαν. Μα δεν ήθελαν να την ρωτήσουν τι έγινε. Θα ένιωθε χειρότερα. Όταν την αγκάλιασα, ένιωσα πως το σώμα της ζητούσε βοήθεια. Σαν κάποιος να μου ψιθυρίζει ότι αυτό που αγκάλιαζα είχε τεράστια ανάγκη την σωματική επαφή εκείνη την στιγμή. Έσφιξε τα αδύναμα χέρια της στα πλευρά μου. Ήταν η αιτία που κυριολεκτικά ανατρίχιασε όλο μου το σώμα. Όταν πήγα να δω τι είχε συμβεί είχα τρομάξει, ήξερα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά μα δεν ήξερα τι συνέβαινε στ’ αλήθεια. Αντίκρισα το βαθύ γαλάζιο των ματιών της και για μια στιγμή απόρησα. Πως δεν είχα προσέξει τα πανέμορφα μάτια της;

Έτρεχαν σαν ποτάμι τα δάκρυα στο πρόσωπο της και το μακιγιάζ της πλέον είχε πάρει την κάτω βόλτα. Άραγε τι ήταν αυτό που την είχε κάνει να νιώθει τόσο ευάλωτη; Κανείς δεν ξέρει τι γίνεται πίσω από τις κλειστές πόρτες, και όταν το μάθει τρομάζει και αναρωτιέται: για πόσα είμαστε ικανοί τελικά; 

Δεν κοιμήθηκα εκείνο το βράδυ. Ξέρεις, έχω εκείνο το χαρακτηριστικό: όταν κάποιος που αγαπάω, σέβομαι και εκτιμώ δεν είναι χαρούμενος και έχει κάποιο πρόβλημα που τον βασανίζει, δεν μπορώ να κοιμηθώ τα βράδια. Καλό ή κακό; Δεν ξέρω. Θα μου πεις, αν ήταν έτσι, δεν θα κοιμόμουν ποτέ – όλοι έχουν πάντα προβλήματα. Όμως, όσο και αν πασχίζω, δεν μπορώ να δαμάσω αυτό το τέρας μέσα μου που προσπαθεί να βρει μια λύση. Ακόμα και αν τις περισσότερες φορές δεν ξέρω πραγματικά το πρόβλημα.

Ίσως το νόημα της ζωής να είναι τελικά όλα αυτά που σε κάνουν να νιώθεις ζωντανός και ανθρώπινος. Αυτή η αγκαλιά που θα δώσεις σε αυτόν που αγαπάς όταν πραγματικά την έχει ανάγκη, όταν σου φωνάζει έμμεσα ότι τώρα σε χρειάζεται περισσότερο από ποτέ. Ίσως εκείνο το συμβάν μου έδωσε, χωρίς να το καταλάβω, την απάντηση στο ερώτημα εκείνης της βραδιάς: «Ποιο είναι το νόημα της ζωής τελικά;»

 

Ετικέτες: , , ,

Τέλεια ατελής

Τέλεια ατελής

Τέλεια ατελής

Από την Γεωργία-Ειρήνη Βαχλιώτη

Κάποτε είχα πάει στο σπίτι μιας φίλης μου για μια εργασία. Είχαμε κάτσει στο σαλόνι και είχαμε ξεκινήσει να βρίσκουμε πληροφορίες για το θέμα που μας είχε ανατεθεί από την φιλόλογό μας. Κάποια λεπτά αργότερα είχε έρθει ο μπαμπάς της στο σπίτι και θυμήθηκα τότε ότι η συμμαθήτριά μου μού είχε αναφέρει κάποιες φορές πόσο αυστηρός ήταν ο πατέρας της – και ομολογώ είχα τρομάξει κάπως.

Μόλις το τελειώσαμε, γεμάτη ανυπομονησία, είχε πάρει την εργασία μας και είχε πάει στην κουζίνα όπου βρισκόταν ο πατέρας της, για να του δείξει την δουλειά που είχαμε κάνει. Εκείνος, αφού κοίταξε εμένα, είπε πως δεν ήταν και τέλειο και θα μπορούσαμε να είχαμε προσπαθήσει περισσότερο. Αυτή η φράση μου φάνηκε πολύ περίεργη, και η αλήθεια είναι πως με είχε βάλει σε σκέψεις για αρκετές ημέρες.

«Δεν είναι και τέλειο». Τι εννοεί δεν είναι τέλειο; Τι είναι τέλειο; Ποιος είναι τέλειος για να τον δω και να πω αν η εργασία μας του μοιάζει ή όχι; Και πώς είχε την ευκαιρία εκείνος ο μπαμπάς να αντικρίσει κάτι τέλειο; Όλα αυτά με βασάνιζαν και μπορούσα να πω πως κάποια βράδια ο ύπνος δεν με έπαιρνε για πολύ ώρα. Δεν είχα ξανά ερωτηθεί ποτέ στην ζωή μου τι είναι τέλειο και τι όχι.

Έτσι, προσπάθησα να βρω βοήθεια στο διαδίκτυο, την πηγή όλων των πληροφοριών. Έψαξα στο λεξικό την λέξη «τέλειος» και το αποτέλεσμα ήταν «αυτός που έχει φτάσει την τελειότητα και δεν έχει κανένα ελάττωμα». Απόρησα. Όλη μου την ζωή άκουγα από ενήλικες να χρησιμοποιούν την δικαιολογία «εντάξει όλοι έχουν ελαττώματα» κάθε φορά που έκαναν κάποιο λάθος, τις περισσότερες φορές για να αποφύγουν τις συνέπειες. Και τώρα μαθαίνω πως υπάρχει κάποιος που δεν έχει κανένα ελάττωμα; Όχι, όχι. Κάτι άλλο συμβαίνει εδώ, δεν μπορεί, είπα.

Έτσι αποφάσισα να ρωτήσω κάποιον «μεγάλο» τι είναι τέλειο. Την επόμενη ημέρα είχα βγει μια βόλτα και είχα πάει με έναν φίλο μου σε μια πλατεία. Τότε, είδα έναν άντρα, του οποίου την ηλικία πρόδιδαν τα μακριά του άσπρα μούσια και οι ρυτίδες στο πρόσωπο, να ταΐζει τα περιστέρια με το λιγοστό ψωμί που είχε στις χούφτες του. Μου φάνηκε ο κατάλληλος άνθρωπος να ρωτήσω αν ήξερε τι ήταν τέλειο, και αν το είχε δει για να μου το περιγράψει. Με κοίταγε για αρκετή ώρα και για αυτό είχα πάρει θάρρος.

«Συγγνώμη κύριε, μήπως ξέρετε εσείς τι είναι τέλειο;» τον ρώτησα με χαμηλόφωνη φωνή, περιμένοντας με αγωνία την αντίδρασή του.

«Τέλειο;» με κοίταξε απορημένος.

Το πρόσωπό του πήρε έναν πολύ περίεργο μορφασμό σαν να μην είχε ξανά ακούσει αυτή την λέξη, κάτι που με έκανε να αναρωτηθώ αν είχα πει κάτι λάθος. Πήρε μια ανάσα, κοιτάζοντας το πάτωμα και μου είπε:

«Ξέρεις παιδί μου, πριν λίγα χρόνια έχασα την γυναίκα μου, από καρκίνο. Ήταν μια πανέμορφη γυναίκα, στην γειτονιά μου την φώναζαν  μελαχρινή Βουγιουκλάκη από την ομορφιά της. Μαζί είχαμε δύο παιδιά, τώρα πια έχουν μεγαλώσει και ζουν στο εξωτερικό. Ο θάνατός της μού κόστισε πολλά. Όσο ζούσε δεν της φερόμουν με τον καλύτερο τρόπο, γιατί ξέρεις δούλευα όλη μέρα στον δρόμο για να μπορώ να φέρνω τα απαραίτητα χρήματα στο σπίτι. Έτσι λόγω της κούρασης μου πολλές φορές έπεφτα για ύπνο χωρίς να της δώσω ένα φιλί, χωρίς να της υπενθυμίσω πόσο την αγαπάω και χωρίς να της εκφράσω πόσο τυχερός είμαι που την έχω δίπλα μου. Όταν πέθανε, κατάλαβα. Κατάλαβα και εκτίμησα ό,τι είχε κάνει για εμένα και την οικογένειά μας. Συνειδητοποίησα τελικά πως τέλειο ήταν το χάδι της το πρωί πριν πάω στην δουλειά, τέλειο ήταν το χαμόγελό της κάθε φορά που έβλεπε την αντίδρασή μου όταν γευόμουν το φαγητό που είχε φτιάξει με τόσο κόπο, τέλεια ήταν εκείνα τα κυριακάτικα απογεύματα όταν καθόμασταν στο μπαλκόνι χαζεύοντας τους περαστικούς και ανταλλάσσοντας τα νέα της εβδομάδας. Ξέρεις κορίτσι μου, η τελειότητα κρύβεται στα απλά πράγματα. Κρύβεται πίσω από κάθε χαμόγελο, κάθε ζεστό βλέμμα και κάθε παθιασμένη στιγμή που ζεις με τους ανθρώπους που αγαπάς. Όλα αυτά με έμαθαν ότι το τέλειο δεν είναι η λιμουζίνα του μπαμπά, ούτε τα ακριβά ρούχα, μα ούτε καν τα δώρα που στέλνουν που και που μακρινοί συγγενείς για να δείξουν ότι σε θυμούνται. Τέλειο είναι κάθε πράγμα που θα θυμάσαι τα τελευταία λεπτά της ζωής σου, όταν θα πεθάνεις στο ψυχρό δωμάτιο ενός νοσοκομείου. Κάθε δυνατό γέλιο και κάθε αξέχαστη ανάμνηση που σε κάνει να νιώθεις λίγο πιο ζωντανός, κάθε άνθρωπος που σε κάνει να νιώθεις λίγο πιο «ανθρώπινος» όπως είχε πει και ένας «μεγάλος» μου φίλος. Το πιο σημαντικό όμως, για να ζήσει μια ζωή που θα είναι λίγο πιο κοντά στην τελειότητα, είναι να βρεις ανθρώπους που θα αγαπούν τις ατέλειες σου, γιατί αυτές μας ξεχωρίζουν και αυτές τελικά καθορίζουν τον ρόλο και τον χαρακτήρα μας. Μέσα από τις ατέλειες θα δεις την κούραση και την προσπάθεια του καθενός και θα καταλάβεις εν τέλει ποιος αξίζει τον χρόνο σου και ποιος όχι. Μην εστιάζεις στην εύρεση της τελειότητας γιατί τότε είναι που δεν θα την βρεις ποτέ και σε κανέναν. Να το θυμάσαι». Έπειτα, με χαιρέτησε, σηκώθηκε και χάθηκε μέσα στα στενά.

Αυτά τα λόγια με ξάφνιασαν. Κοίταξα αμήχανα τα χέρια μου, προσπαθώντας να κρύψω την απροσδιόριστη ντροπή που ένιωθα. Οφείλω να ομολογήσω, πως ποτέ δεν κατάλαβα αυτά του τα λόγια. Μέχρι την στιγμή που γνώρισα αληθινούς ανθρώπους.

 

Ετικέτες: , ,

Η ζωή μου στα χέρια του

Η ζωή μου στα χέρια του

Γεωργία-Ειρήνη Βαχλιώτη

Ήταν πολύ βαρύς αυτός ο χειμώνας. Εκείνο το πρωινό ο ήλιος φαινόταν τόσο παγερός μπροστά στο απέραντο χιονισμένο τοπίο. Ήταν λες και μια τόση δα φλογίτσα προσπαθούσε να ζεστάνει ένα τεράστιο παγόβουνο, λες και προσπαθούσε να την σιγονταρίσει μα μάταια, γιατί το προηγούμενο βράδυ μια μεγάλη χιονοθύελλα φρόντισε ώστε το χιόνι να μας φτάνει ως τα γόνατα. Είχαμε όλοι μεγάλη δυσκολία να κινηθούμε μέσα στις λάσπες που ήταν αναμιγμένες με χιόνι και στο έδαφος υπήρχε παγετός οπότε πολλοί από εμάς έχαναν την ισορροπία τους, ευτυχώς για λίγα δευτερόλεπτα, και φρόντιζαν να είναι πιο προσεκτικοί με τα επόμενά τους βήματα.

Ξάφνου, ακούγονται σφαίρες. Ξέραμε ότι είχαμε φτάσει σε απόσταση αναπνοής από το σημείο που οι Ιταλοί είχαν αποφασίσει να στρατοπεδεύσουν ώστε να μας επιτεθούν. Στιγμιαία από το νου μου πέρασε η ανάμνηση εκείνου του αυγουστιάτικου καλοκαιριού, που ο παιδικός μου φίλος, ο Αντέρο είχε έρθει στο χωριό να με επισκεφτεί, καθώς είχαν αποφασίσει να επιστρέψουν στην πατρίδα των γονιών του, την Ιταλία. Σκεφτόμουν πόσο όμορφα μου περιέγραφε τα σπίτια εκεί, τις πόλεις αλλά και τους ανθρώπους. Πόσο ωραία του φερόταν η κυρία Ζαγκλίν, η γειτόνισσά του, η οποία κάθε πρωί μόλις τον έβλεπε να πηγαίνει στο σχολείο του έδινε από μια μεγάλη σοκολάτα, γιατί ήξερε πως ήταν γλυκατζής. Αυτές μου οι αναμνήσεις με έκαναν να συνειδητοποιήσω πόσο οικεία αισθανόμουν με τους Ιταλούς στρατιώτες που έβλεπα εκείνη την στιγμή αντίκρυ μου, αντιθέτως ταυτιζόμουν μαζί τους.

Σκεφτόμουν και συνειδητοποιούσα λεπτό με λεπτό, ότι και αυτοί ήταν 200 στρατιώτες οι οποίοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, τις οικογένειες τους, τις μανάδες τους, τον τόπο τους και την καθημερινή τους ζωή για να έρθουν και να γίνουν πιόνια δύο μεγάλων φαντασμένων, οι οποίοι θεωρούσαν ορθό να στερούν από τον λαό τους όλα όσα αγαπάει μόνο και μόνο για το δικό τους καθαρό συμφέρον και μόνο και μόνο για να ενισχύεται το κύρος τους μέρα με την μέρα μη υπολογίζοντας τον ψυχολογικό και σωματικό πόνο που θα συνοδεύει αυτούς τους αθώους άντρες για όλη τους τη ζωή και θα επηρεάζει ακόμα και τις επόμενες γενιές. Και όλα αυτά; Για να έχουν να λένε ότι εγώ είμαι αυτός που κατέκτησε όλη την Ευρώπη, ενώ στην πραγματικότητα αυτοί το μόνο που έκαναν ήταν να διατάζουν και να φέρονται απάνθρωπα σε τόσους πολλούς ανθρώπους έτσι ώστε, με τις πράξεις τους ντρόπιαζαν το ανθρώπινο είδος και γινόντουσαν ανάξιοι να αποκαλούνται άνθρωποι, γιατί κάτι τέτοιοι τύποι μόνο άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να λέγονται.

Η σφαίρα, είχε διαπεράσει όλη μου την λεκάνη και πριν καταλάβω καλά καλά τι είχε γίνει βρέθηκα στο έδαφος προσπαθώντας να ανοίξω τα μάτια μου και να συνειδητοποιήσω τι είχε μόλις συμβεί. Μια ιταλική σφαίρα είχε καταφέρει να με ακινητοποιήσει, και ο πόνος σε αυτό το σημείο γινόταν ολοένα και πιο οδυνηρός. Προσπαθούσα να απλώσω το χέρι μου και να πιαστώ από κάποιον συμπατριώτη μου, αλλά όλοι προχωρούσαν με γοργά βήματα προσπερνώντας με και ρίχνοντας μου ένα βλέμμα λύπησης. Μου έλεγαν ότι δεν έχουμε αρκετό χώρο και ότι αυτή τη στιγμή είμαστε σε πολύ κρίσιμο σημείο καθώς οι Ιταλοί προχωράνε προς τα μέσα. Μου έλεγαν ότι και να με βοηθούσανε, δεν είχαμε τα απαραίτητα φάρμακα. Την προηγούμενη ημέρα είχα δώσει όσες γάζες μου είχαν απομείνει σε έναν άλλον στρατιώτη ο οποίος είχε τραυματιστεί και είχε χάσει τις δικές του. Έτσι κανείς δεν προσφέρθηκε για να θυσιάσει τις δικές του, και εν μέρει τούς δικαιολογώ καθώς ήμασταν στην κόψη του ξυραφιού.

Όσο προσπαθούσα παρόλα αυτά να κρατηθώ από κάποιον με τις λιγοστές δυνάμεις μου, και καθώς ήξερα ότι από λεπτό σε λεπτό θα άφηνα την ζωή μου σε αυτά εδώ τα παγερά βράχια, είδα ένα παλικάρι να τρέχει δέκα μέτρα πιο πίσω και να σπρώχνει τους υπόλοιπους στρατιώτες, κατευθύνοντας προς το μέρος μου. Ήταν ο άνθρωπος, στον οποίο θα όφειλα την ζωή μου μέχρι και την μέρα που θα ξεψυχούσα στο κρεβάτι μου

 Αυτός ο άνθρωπος όχι μόνο με τράβηξε και με έβαλε στους ώμους του, αλλά με κουβάλησε με το κουρασμένο του κορμί μέχρι την επόμενη μας στάση. Εκείνες τις στιγμές δεν θα τις ξεχνούσα ποτέ στην ζωή μου. Ήταν η στιγμή, που κατάλαβα ότι τελικά μέσα σε όλη αυτή την απάνθρωπη κατάσταση, υπήρχαν ακόμη λίγα απομεινάρια ανθρωπιάς στην ψυχή τους. Ήταν εκείνος που με μια κίνηση έδειξε ότι η κάθε ψυχή σε αυτόν τον πόλεμο έχει νόημα, ήταν εκείνος που για το υπόλοιπο της ζωής μου θα τον είχα μέσα στην καρδιά μου και θα τον κουβάλαγα μαζί μου για πάντα.

Με κουβάλαγε σαν κατσίκι στους ώμους του, μισολιπόθυμο, και μέχρι και σήμερα μετανιώνω που δεν τον ρώτησα πώς τον λένε. Ένας άγνωστος μου είχε σώσει την ζωή, και εγώ, ο χαζός, δεν τον είχα ρωτήσει μια τόσο απλή ερώτηση της οποίας η απάντηση θα με βασάνιζε για το υπόλοιπο της ζωής μου. Σε εκείνον θα όφειλα ακόμη και την οικογένειά μου, καθώς μέχρι τότε δεν είχα τίποτε πέρα από τον εαυτό μου. Η γυναίκα μου, τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου, όλα τα χρωστούσα σε εκείνον, γιατί αν δεν ήταν αυτός εγώ δεν θα ‘χα καταφέρει τίποτα. Μέχρι και πριν ξεψυχήσω ήθελα να τον βρω, να τον αγκαλιάσω και να τον ευχαριστήσω που έδειξε πόσο θαρραλέος ήταν, βάζοντας σε κίνδυνο την ζωή του για να σωθώ εγώ, ένας κοινός στρατιώτης ανάμεσα στους εκατοντάδες άλλους.

«Αν είναι να πεθάνω, ας πεθάνω με αξιοπρέπεια» μου είπε και αυτή τη φράση θα την θυμόμουν κάθε φορά που θα ξύπναγα τα βράδια ιδρωμένος, νομίζοντας πως βόμβες έπεφταν πάνω μου. Τελικά, εμείς οι άνθρωποι δεν έχουμε καταλάβει ακόμα πως η ζωή μας κρέμεται από μια λεπτή κλωστή, η οποία είναι ζήτημα χρόνου να κοπεί.

Αν γυρνούσα τον χρόνο πίσω, θα του έλεγα λίγο πριν κινήσει ο καθένας για τον τόπο του, «Κώστας…»

 

Ετικέτες: , ,

Να τα λέμε και αυτά!

Να τα λέμε και αυτά!

Να τα λέμε κι αυτά

Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη

Την ώρα που ο πρωθυπουργός της χώρας με βαριά καρδιά ταξίδεψε στις ΗΠΑ, στο Νιού Χέιβεν (Γέηλ) συγκεκριμένα, για να τακτοποιήσει την κόρη του που θα φοιτήσει στο εκεί πανεπιστήμιο, να της βρει μια γκαρσονιέρα, να της τη βάψει, να της πάρει από το αντίστοιχο Μοναστηράκι δυο καρέκλες, ένα τραπέζι και ένα μικρό γραφειάκι βρε αδερφέ, κάποιοι ξετσίπωτοι τον ποτίζετε χολή και φαρμάκι, κι αυτόν και τη Νίκη τη φίλη του.

Του σέρνετε τα χίλια δυο για την ελάχιστη βάση εισαγωγής στα δημόσια πανεπιστήμια της Ελλάδας που είχε σαν αποτέλεσμα να μείνουν μερικές δεκάδες χιλιάδες υποψήφιοι εκτός πανεπιστημιακών σχολών.

Και πού είναι το πρόβλημα; Δεν βλέπετε πόσα καλά προκύπτουν;

Πολλοί από τους κομμένους, και το «κομμένους» υπερβολή είναι εδώ που τα λέμε, θα πάνε σε ένα ιδιωτικό κολλέγιο χωρίς να ξενιτευτούν, θα πληρώσουν, θα πάρουν ισότιμο πτυχίο με τα αντίστοιχα δημόσια, χωρίς άγχος και αγωνία.  Θα δουλέψουν και πτυχιούχοι στα κολέγια αυτά και δεν θα φεύγουν στο εξωτερικό τα καλύτερα παιδιά και τα καλύτερα μυαλά.

Οι υπόλοιποι θα ψάξουν για μια δουλειά, γιατί δουλειές υπάρχουν, να τα λέμε κι αυτά, θα γλυτώσουμε από τους ξένους τους πρόσφυγες και τους μετανάστες που έρχονταν εδώ και έπαιρναν τις καλύτερες δουλειές, στα χωράφια όπως στη Μανωλάδα, καθάριζαν τουαλέτες, στις λαϊκές, στα πλυντήρια αυτοκινήτων κι άλλες τέτοιες χρυσές δουλειές, την ώρα που τα δικά μας τα παιδιά γίνονταν αιώνιοι φοιτητές και έπιαναν και τις θέσεις από άλλα παιδιά που ήθελαν να σπουδάσουν αλλά δεν υπήρχαν θέσεις στα αμφιθέατρα γιατί κάθονταν σ’ αυτές οι αιώνιοι φοιτητές.

Τώρα μετά τις φωτιές ξέρετε πόσοι εργάτες θα χρειαστούν; Να κόψουν τα καμένα, να καθαρίσουν, να αναδασώσουν με μπανανιές που υποσχέθηκε ο πρωθυπουργός μας, να ανοίξουν δρόμους, να κουβαλήσουν τα πτερύγια από τις ανεμογεννήτριες. Έρχεται η ανάπτυξη, δεν τη βλέπετε; Τσάμπα νομίζετε θα πάνε οι εκκενώσεις και οι φωτιές;

Όχι αλλά, να τα λέμε και τα καλά. Μέχρι που ήρθε αυτή η άγια γυναίκα η Νίκη με τις θεόσταλτες οδηγίες του πρωθυπουργού, να τα λέμε κι αυτά, άνθρωπος από μόνος του δεν θα μπορούσε να το σκεφτεί, κι έβαλε μία τάξη.

Πότε επί τέλους θα καταλάβουμε ότι όλοι οι άνθρωποι δεν είναι, δεν μπορούν να είναι και δεν πρέπει να είναι ίσοι. Κάποτε πρέπει να ειπωθούν αλήθειες, να μπει το μαχαίρι στο κόκκαλο. Όχι, αλλά να τα λέμε κι αυτά.

Το ίδιο είναι το παιδί του γιατρού με το παιδί του σκουπιδιάρη ή του εργάτη ή του άνεργου; Μπορεί το παιδί του σκουπιδιάρη να γίνει γιατρός; Μπορεί να γίνει μηχανικός; Ε όχι, δεν μπορεί, αλλά και να μπορούσε, πείτε μου πώς θα άνοιγε ιατρείο ή τεχνικό γραφείο; Με τι λεφτά; Με άνεργο πατέρα, τεμπέλη δηλαδή, να ακούγεται και καμιά αλήθεια, πάλι σε άλλον γιατρό ή σε άλλον μηχανικό θα πήγαινε να δουλέψει. Το μεροκάματο θα κυνηγούσε πάλι!

Ευτυχώς παναΐτσα μου που βρέθηκε αυτή η κυβέρνηση και μας έσωσε από τα χειρότερα.

Να σπουδάζουν αυτοί που μπορούν κι αυτοί που πρέπει.

Τι θα πει «θέλει το παιδί να σπουδάσει»; Ξέρει το παιδί τι θέλει; Φταίμε όμως κι εμείς οι γονήδες που κάνουμε όλα τα χατίρια στα παιδιά.

Είμαι, για παράδειγμα, εγώ ψυκτικός από το Περιστέρι ή αγρότης από την Καρδίτσα. Τι θέλει τώρα το δικό μου το παιδί να πάει και να μπλέξει με πανεπιστήμια, με σχολές, με πτυχία, με μεταπτυχιακά, με πορείες και τέτοιες ανοησίες. Θα μαθαίνει δυο ξένες γλώσσες στο δημοτικό και θα είναι μια χαρά. Και να κάτσει ο ένας να αναλάβει τη δουλειά μου ως ψυκτικός ή τα χωράφια στο χωριό ο άλλος. Ας είναι λίγα, δεν πειράζει. Να ανοίξει το μυαλό λέει. Και μετά από το πολύ το άνοιγμα παίρνουν αέρα και δεν ξέρουν τι ζητάνε.

Α ρε ξύλο που χρειάζονται.

Τράπεζα θεμάτων, εκεί για να μάθουν. Μια χαρά τους κάνει η κυβέρνηση. Να σφίξουν οι προσαγωγοί από νωρίς. Να δίνουν πανελλήνιες εξετάσεις μόνο οι άξιοι, οι ικανοί και οι άριστοι.

Το βρήκαμε τώρα. Παλιά, τα παιδιά μάθαιναν γράμματα, όχι όλα αλλά μάθαιναν. Εντάξει, έπεφτε και ξύλο αλλά και τι πάθαμε; Εγώ, για παράδειγμα δεν βλέπω να με έβλαψε πουθενά. Μια χαρά είμαι. Έχω φρέσκιες απόψεις, δεν βάζω παρωπίδες, το λέω το δίκιο και δεν κοιτάζω μόνο το συμφέρον το δικό μου αλλά το γενικότερο καλό.

Είμαι ένα χρόνο άνεργος, αλλά τι να κάνω; Σάμπως μόνο εγώ είμαι; Δεν ήμουν καλός και με απόλυσε το αφεντικό. Τι να κάνει κι αυτό; Ζητιάνος να γίνει; Άμα κάνει ψυχικά έπρεπε να ανοίξει εκκλησία όχι μαγαζί.

Λοιπόν, για να τελειώνουμε.

Να αφήσετε τον πρωθυπουργό στις σκοτούρες του και την υπουργό στην ησυχία της, να κάνει τη δουλειά της. Είναι σπουδαγμένοι και οι δύο, ξέρουν τι κάνουν.

Και για τον πρωθυπουργό εγώ πιστεύω, όχι να τα λέμε κι αυτά, ότι δεν έπαιξε κανένα ρόλο που έτυχε να λέγεται Μητσοτάκης. Άμα είσαι άξιος δεν χρειάζεσαι κανένα επίθετο. Εντάξει, έτυχε τώρα το συγκεκριμένο το σόι να βγάζει άξιους και ικανούς. Τι να κάνουμε; Με το DNA  να τα βάλουμε;

Όχι να τα λέμε κι αυτά.

 

Ετικέτες: , , , ,

Η άτιμη η κενωνία

Η άτιμη η κενωνία

Η άτιμη η κενωνία

Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη

Τα πράγματα είναι απλά. Απλά και εύκολα. Όσο εύκολες ήταν οι εργασίες που έχουν κάνει στη ζωή τους κάποιοι πολιτικοί μας ηγέτες, άριστοι κατά τα άλλα, και λάτρεις της σκληρής εργασίας.

Άμα είσαι γιατρός και σώζεις ζωές και μάχεσαι για να νιώθει ο άνθρωπος αξιοπρεπής μέσα στην ασθένειά σου, όπως ευτυχώς συμβαίνει με τους περισσότερους γιατρούς, και δεν παίρνεις φακελάκια ως προϋπόθεση για να τους αναλάβεις, η κοινωνία, επίσημη και ανεπίσημη, σου χαρίζει απλόχερα το χειροκρότημά της. Σε στύβει στις υπερωρίες και ακόμα στις χρωστάει. Γιατρουδάκι σε ανεβάζει γιατρουδάκο σε κατεβάζει. Ενώ αν είσαι από τους άλλους, τους εκβιαστές, η κοινωνία, επίσημη και ανεπίσημη, σε ανταμείβει. Σε κάνει καθηγητή, μεγαλογιατρό με πουράκλες στο γραφείο σου κάτω από το «απαγορεύεται το κάπνισμα». Μέχρι και πρύτανη μπορεί να σε κάνει για να έχεις τον έλεγχο και να τα κονομάς από παντού ή και ειδικό σε κάποια από τις επιστημονικές επιτροπές για να έχουν οι ιθύνοντες το κεφάλι τους ήσυχο.

Άμα είσαι άνθρωπος του μόχθου, του μεροκάματου και της καθημερινής βιοπάλης, η κοινωνία, επίσημη και ανεπίσημη, σε έχει κυριολεκτικά χεσμένο. Μόνο η μάνα σου σε θυμάται και μόνο αυτή νιώθει το τι περνάς. Ποιος νοιάζεται αν έχεις να περάσεις το μήνα, αν έχεις για το ενοίκιο, αν σου φτάνουν για τη δόση του δανείου, αν έχεις φαΐ στο πιάτο κάθε που γυρνάς στο σπίτι ή αν δουλεύεις ένα σκασμό ώρες κάθε μέρα;

Αν είσαι όμως μέγας πληρωμένος ξεχασμένος και ξεγραμμένος μαχητής και μπορείς και επιβιώνεις σε στημένες κακουχίες κάπου εκεί στην καραϊβική τότε η κοινωνία, επίσημη και ανεπίσημη, σε έχει περί πολλού. Σε περιμένει στα αεροδρόμια για να σε επευφημήσει λες και ανακάλυψες το φάρμακο για τον καρκίνο, λες και έβαλες έστω ένα λιθαράκι, έναν κόκκο άμμου βρε αδερφέ για να φτιάξεις ένα σκαλί για να πατήσει ο «άνθρωπος» και να δικαιολογήσει το όνομά του. Σου ετοιμάζει συνεντεύξεις σε κανάλια πανελλαδικής εμβέλειας για να αναλύσεις τις κραυγές που έβγαζες όταν βουτούσες στα λασπόνερα ξυπνώντας ακόμη και στα τσακάλια ακόμη πιο ζωώδη ένστικτα.

Αν πάλι είσαι μισθωμένος αγρότης σε φάρμα, τέτοιος αγρότης που σηκώνεται ο φράχτης, παίρνει των ομματιών του και πάει μετανάστης στην Παταγονία, και ουρλιάζεις χωρίς λόγο όλη την ώρα κάνοντας τον άγριο και τον τσαμπουκαλεμένο, η κοινωνία, επίσημη και ανεπίσημη, σε προβάλλει σαν πρότυπο. Να γαμπρός για τις κόρες τις έμορφες. Και δως του τα κανάλια να σε κυνηγάνε για μια σου λέξη, τι λέξη δηλαδή, για ένα σου μουγκρητό έστω για ένα σου γέλιο για να λάμψει η λευκασμένη οδοντοστοιχία σου.

Αν όμως είσαι αγρότης κανονικός, από αυτούς που μυρίζουν το χώμα και καταλαβαίνουν αν και πόσο διψάει, από αυτούς που παλεύουν με τη γη για να ζήσουν οι ίδιοι και οι οικογένειές τους τότε η κοινωνία, επίσημη και ανεπίσημη, θα σε πει τεμπέλη και καφενόβιο που ζεις με τις επιδοτήσεις και κλείνεις τις εθνικές οδούς του Μπόμπολα και δεν αφήνεις τον Πέτρο να πάει να δει τη μανούλα του και στενοχωριέται ο Πέτρος και οι όμοιοί του. Και σε λίγα χρόνια εκεί που χρωστούσε και της Μιχαλούς κατορθώνει και μας κάνει τη χάρη να προσφέρει και πάλι με τα έντυπά του στον εκπολιτισμό του μνημονιακού νεοέλληνα. Αυτά είναι τα ωραία.

Όμως ευτυχώς για όλους εμάς τους υπόλοιπους που δεν είμαστε μέλη της κοινωνίας ούτε της επίσημης ούτε της ανεπίσημης, υπάρχουν εκείνοι, και είναι πάρα πολλοί, που κρατάνε άσβεστη τη φλόγα της ελπίδας και είναι φορές που την κάνουν πυρκαγιά που καίει ότι τοξικό υπάρχει και μπορούμε και ρουφάμε καθαρό αέρα.

Είναι όλοι αυτοί οι παραπάνω που η κοινωνία, επίσημη και ανεπίσημη, τους έχει απορρίψει. Και κοντά σ’ αυτούς είναι κι άλλοι, όπως οι φοιτητές που πέταξαν έξω τους μπάτσους του Μιχάλη και του Κούλη από τα πανεπιστήμια ή όπως οι εκπαιδευτικοί που όρθωσαν και πάλι ανάστημα στις εμμονικές αντιδραστικές επιδιώξεις της κυρά-Νίκης και πέταξαν για μία ακόμη φορά στον καλάθι των α(χ)ρήστων την αξιολόγησή τους.

Γιατί τα πράγματα είναι απλά. Άλλες οι ανάγκες της πραγματικής κοινωνίας και άλλες οι εικονικές ανάγκες της κενωνίας που θέλει να εμφανίζεται ως κοινωνία, επίσημη ή ανεπίσημη.

 

Ετικέτες: , , , , , ,

Η μάνα

Η μάνα

Η μάνα

Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη

Λένε πως η δουλειά σε ανταμείβει, πως όποιος δουλεύει αργά ή γρήγορα θα βρει προκοπή. Εννοούν πως θα αποκτήσει περιουσία, θα βγάλει λεφτά θα ανέβει τάξη στην κοινωνία. Θα γίνει κάποιος βρε αδερφέ.

Δώδεκα χρονών ήταν ο Παναγής, εκεί γύρω στα 1920.

Τον ξύπνησε η μάνα του ένα πρωί και του ανακοίνωσε πως ο πατέρας του πέθανε.

– Και δεν θα τον ξαναδούμε μάνα;

– Είδες πολλούς πεθαμένους μέχρι τώρα;

– Δεν ξέρω μάνα, είμαι μικρός.

– Πέθανε σου λέω. Μας άφησε χρόνους που να καεί στην κόλαση ο αφορεσμένος.

– Όχι στην κόλαση μάνα. Κάνει πολλή ζέστα εκεί.

– Να καεί! Καψάλα να γίνει. Πώς θα τα βγάλω πέρα μόνη μου λες; Χωράφια δεν έχουμε, λίρες δεν έχουμε, παράδες δεν έχουμε. Και το σπίτι ακόμα που μένουμε είναι έτοιμο να σαρίσει.

– Μάνα γιατί πέθανε;

– Γιατί ήταν αχαΐρευτος. Εκεί που θέριζε έπεσε τέζα.

– Θέλω να τον δω. Πού είναι;

– Δεν χρειάζεται. Τον πήραν και τον έθαψαν. Δεν χρειάζεται να τον δεις.

– Είχα από προχτές να τον δω.

– Κι εγώ. Νόμιζα κοιμήθηκε στο χωράφι. Το είχε ξανακάνει. Αλλά αυτός πήγε και ψόφησε.

– Μη μιλάς έτσι για τον πατέρα. Σάματις ήθελε να πεθάνει λες;

– Κι άμα δεν ήθελε; Τώρα τι κάνουμε;

– Θα δουλέψω εγώ μάνα. Μη σκιάζεσαι.

– Θα πάω στον κυρ-Στέργιο και θα του ζητήσω δουλειά.

– Μην πας σ’ αυτόν.

– Γιατί;

– Δεν είναι καλός άνθρωπος. Και δεν μ’ αρέσει που σε κοιτάει. Ούτε που σε αγγίζει με τα χέρια του.

Δεν πρόλαβε ο Παναγής να τελειώσει τη φράση του και βρέθηκε με το κεφάλι στον τοίχο από την ξανάστροφη της μάνας του.

– Μάζεψε τη γλώσσα σου γιατί θα στην κόψω. Όταν ψηνόσουν στον πυρετό τις προάλλες, εκείνος πλήρωσε για να πας σε γιατρό στην πόλη. Ο ανεπρόκοπος ο πατέρας σου βλέπεις δεν μπορούσε.

Τα μάτια του παιδιού γέμισαν δάκρυα.

– Αν ξαναπείς ανεπρόκοπο τον πατέρα μου θα σε κλωτσήσω και θα φύγω.

– Να πας στα τρανά που θα με φοβερίξεις κιόλας.

Σηκώθηκε κι έφυγε ο Παναγής. Όχι, δεν την κλώτσησε τη μάνα του μα τα μάτια του έτρεχαν ασταμάτητα σα μικρές βρυσούλες. Μόνο που δεν έβγαζαν νερό γάργαρο. Φαρμάκι και πόνο έσταζαν, πόνο αβάσταχτο για την ψυχούλα του μικρού.

Πήγε στην άλλη άκρη του χωριού, στη θεια του τη Λένω, την αδερφή του πατέρα του.

– Κάτσε λίγες μέρες εδώ μέχρι να περάσει η μπόρα και θα πας να βρεις ξανά τη μάνα σου, του είπε η θεια του.

– Δεν πάω θεια. Δεν τη θέλω. Βρίζει τον πατέρα μου και θα πάει να βρει τον Στέργιο.

– Ποιον, εκείνο το παλιοζάγαρο;

– Ναι εκείνο.

– Ότι πει η μάνα σου, αυτό θα κάνεις κι εσύ.

– Εγώ δεν πάω σ’ αυτόν.

– Καλά! Σώπα τώρα. Αγρίμι σκέτο. Ίδιος ο πατέρας, Σε καλό να σου βγει.

Πέρασαν πάνω από δύο μήνες που έκατσε με τη θεια του. Η μάνα του πήγαινε και τον έβλεπε. Τον ξεκαθάρισε πως τον κυρ-Στέργιο θα τον παντρευτεί.

– Αν δεν τον παντρευτώ θα πεθάνουμε από την πείνα, κι εγώ κι εσύ μαζί που να μην έσωνα να τον παντρευόμουν τον αχαΐρευτο τον πατέρα σου.

Σηκώθηκε ο Παναγής και όρμησε με φόρα στη μάνα του. Τελευταία στιγμή, αντί να κλωτσήσει εκείνη, έριξε μια δυνατή κλωτσιά στο τραπέζι.

Ούρλιαξε η θεια του. Έβαλε τα κλάματα η μάνα του. Το παιδί βγήκε έξω κουτσαίνοντας και φωνάζοντας.

– Άι στο διάολο μάνα. Άι στο διάολο και συ και ο παλιό Στέργιος σου.

Τι κι αν δεν ήθελε ο Παναγής; Στο μήνα πάνω έγινε ο γάμος.

Αυτός κι η μάνα του μετακόμισαν στο σπίτι του πλούσιου πατριού του.

Από την πρώτη μέρα ο πατριός του έβαλε τους όρους του.

– Μικρέ, εδώ είναι το σπίτι μου. Το θες δεν το θες εδώ κουμάντο κάνω μόνο εγώ. Αν δεν συμφωνείς με όσα ορίζω θα μένεις έξω. Η μάνα σου είναι τώρα δική μου. Την ήθελα κι από παλιά αλλά οι δικοί της την έδωκαν στον πάτερα σου γιατί ήμουνα λέει μεγάλος.

– Σαν παππούς μου είσαι. Με το ένα πόδι στο τάφο.

– Όπως βλέπεις εγώ είμαι ολοζώντανος. Άλλος είναι στο τάφο.

Θόλωσε το παιδί με όσα άκουσε. Αρπάζει το κουζινομάχαιρο που ήταν πάνω στο τραπέζι και ορμάει στον κυρ-Στέργιο.

Τον προλαβαίνει εκείνος και του πιάνει το χέρι. Του τραβάει το μαχαίρι και είναι έτοιμος να το καρφώσει στο κορμί του παιδιού.

– Άτιμε θα σε σκοτώσω, ακούστηκε η φωνή της μάνας την ώρα που κάρφωνε στην πλάτη του κυρ-Στέργιου την κάμα που είχε πάντα στο ζωνάρι μέσα από τα σιγκούνια της.

Πέντε μαχαιριές του κατάφερε του κυρ-Στέργιου μέχρι να σιγουρευτεί πως ο γιος της δεν κινδυνεύει από τα χέρια του.

Φαρδύς πλατύς σωριάστηκε ο Στέργιος με το κουζινομάχαιρο να πέφτει δίπλα του στο πάτωμα.

– Φεύγα Παναγή. Τράβα στη θεια σου και πες της τι έγινε. Εμένα να με ξεχάσεις. Εκείνη θα έχεις τώρα για μάνα.

Τα χρόνια πέρασαν, ο Παναγής μεγάλωσε έκανε δική του οικογένεια μα τα σημάδια στην ψυχή του έμειναν ανεξίτηλα.

Ποτέ δεν αγκάλιασε τα τρία του παιδιά, ούτε όταν ήταν μικρά ούτε σαν μεγάλωσαν.

Και τη γυναίκα του, παρόλο που την «έκλεψε» από αγάπη γιατί οι δικοί της δεν τον ήθελαν για γαμπρό τους, δεν της είπε ποτέ ένα καλό, έναν γλυκό λόγο.

Και στο χωριό που κατέφυγε με την γυναίκα του για να συνεχίσει τη ζωή του, είχε τη φήμη του δύστροπου, του παράξενου και του αψύ ανθρώπου που όλα του έφταιγαν.

Σε κανέναν δεν μίλησε ποτέ για τα όσα πέρασε.

Αυτά μαθεύτηκαν αργότερα όταν ο ίδιος είχε φύγει πια από τη ζωή.

Κάποιοι έσκυψαν το κεφάλι, κάποιοι ένιωσαν τύψεις αλλά οι περισσότεροι συνέχισαν να ζουν τις ζωές τους με τα δικά τους τραύματα και τα δικά τους απωθημένα.

Μέχρι να κλείσει τα μάτια του δούλευε στα χωράφια.

Ούτε περιουσία απόκτησε, ούτε παράδες, ούτε λίρες, ούτε παλάτια.

Τι κι αν τον σκιάζονταν τα χώματα σαν τον έβλεπαν;

Ίσως δεν του «άξιζε να προκόψει»…

 

Ετικέτες: , , , , ,

Αχαρνών και στρατηγού Καλλάρη

Αχαρνών και στρατηγού Καλλάρη

Αχαρνών και στρατηγού Καλλάρη

Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη

Κάπου εκεί επί της Αχαρνών, πριν τα φανάρια με τη στρατηγού Καλλάρη, στο ρεύμα προς την Ομόνοια την έστηνε ο μικρός ακορντεονίστας.

Δεν ήταν και πολύ μεγάλο ταλέντο στο ακορντεόν είναι η αλήθεια, όμως αυτό που μπορούσε το έκανε με τον ψυχή του. Δεν κορόιδευε γιατί ήθελε το φιλοδώρημα που εισέπραττε να είχε κάποια ανταποδοτικότητα.

«Ρίξε κάτι στο νεαρό σε παρακαλώ».

«Άσε ρε Αντιγόνη, σε κάθε γωνιά κι ένας γύφτος να παίζει μουσική. Άλλος κιθάρα, άλλος ακορντεόν, άλλος κλαρίνο».

Θίχτηκε ο μικρός κι απάντησε.

«Γκύφτος μπορεί να είμαι κύριε όμως απατεώνας ντεν είμαι, ούτε ψώνιο».

«Γιατί ρε, είμαι εγώ απατεώνας;»

«Γκια απατεώνας ντεν ξέρω, αλλά γκια ψώνιο…»

«Τι είπες βρε σίχαμα; Ψώνιο εγώ;»

«Ντεν γλέπεις που εσύ είσαι παππούς ογκντόντα κρονών και κουβαλάς μαζί σου το εικοσάχρονο;»

Κι εκεί που άναβε ο καβγάς ένας πολύ δυνατός θόρυβος τον σταμάτησε απότομα. Όλοι γύρισαν να δουν τι είχε συμβεί.

Ένα από τα διερχόμενα αυτοκίνητα είχε πέσει σε κάποιο από τα σταθμευμένα με πολύ μεγάλη ταχύτητα με αποτέλεσμα η κόρνα του κινούμενου οχήματος να έχει κολλήσει μετά το τρακάρισμα δημιουργώντας ένα πραγματικό πανδαιμόνιο.

Κόσμος πολύς μαζεύτηκε γύρω από τα τρακαρισμένα οχήματα και πολύ σύντομα κατέφτασαν και τέσσερις μοτοσυκλέτες της αστυνομίας με οχτώ αστυνομικούς.

Κάποιοι πλησίασαν προς τη μεριά του οδηγού και άνοιξαν την πόρτα για να δουν σε τι κατάσταση βρισκόταν ο οδηγός του αυτοκινήτου.

Με το άνοιγμα της πόρτας ο οδηγός σωριάστηκε στο οδόστρωμα.

Ο μικρός ακορντεονίστας χώθηκε στην πίσω μεριά του σταθμευμένου αυτοκινήτου για να βλέπει τα όσα διαδραματίζονταν.

Δύο από τους αστυνομικούς πλησίασαν τον οδηγό ο οποίος έδειχνε να μην έχει τις αισθήσεις του.

«Καλά! Πώς έγινε αυτό ρε μαλάκα; Το στούκαρε στα καλά καθούμενα πάνω στο παρκαρισμένο».

«Δεν τον βλέπεις που βγάζει αφρούς από το στόμα; Πρεζόνι του κερατά είναι».

Τα σχόλια των ανθρώπων που μαζεύτηκαν γύρω από το χώρο του τρακαρίσματος, έδιναν και έπαιρναν.

«Ποιος ξέρει τι να έπαθε το παλικάρι;»

«Δεν άκουσες τον αστυνομικό; Πρεζόνι είναι».

«Πω ρε φίλε! Λαχείο τράβηξε αυτός με το παρκαρισμένο και είναι και καινούργιο!»

Ο μικρός μελαμψός ακορντεονίστας μας, πλησίασε τον νεαρό που ήταν πεσμένος κάτω. Έβγαλε από την τσέπη του ένα μπουκάλι με νερό και του έριξε λίγο στο ματωμένο του κεφάλι για να δροσιστεί.

«Πάρε το ακορντεόν σου και κάνε στην άκρη μη την πληρώσεις εσύ», του είπε ο ένας από τους υπόλοιπους αστυνομικούς που πλησίασαν στο χώρο.

«Γκιατί κύριε αστυνόμε; Ντεν έκανα κάτι. Νερό του έντωσα, ντεν τον σκότωσα».

«Φεύγα βρε διάολε από δω, με το προζόνι που μπλέξαμε σήμερα».

«Ντεν είναι πρεζόνι. Τα ξέρω τα πρεζόνια, ντεν κάνουν όπως αυτός».

Ο νεαρός άνδρας προσπαθούσε να μιλήσει, πάσχιζε με νοήματα να δώσει στους γύρω να καταλάβουν κάτι και κρατούσε με το αριστερό του χέρι την αλυσίδα που είχε περασμένη στο λαιμό του.

Ο μικρός τον πλησίασε ξανά και πρόλαβε να του ψιθυρίσει: «Μη φοβάσαι, έρχεται το αστενοφόρο να σε πάρει», πριν τον απομακρύνουν οι ένστολοι πάλι από κοντά του.

Δύο από τους αστυνομικούς σήκωσαν βίαια τον αιμόφυρτο νεαρό ο οποίος εξακολουθούσε να βγάζει αφρούς από το στόμα. Εκείνος έκανε να αντισταθεί αλλά οι αστυνομικοί με μια λαβή του έφεραν τα χέρια πίσω από τη μέση και του πέρασαν χειροπέδες ακινητοποιώντας τον με βίαιο τρόπο πάνω στο τρακαρισμένο και παρκαρισμένο αυτοκίνητο. Ο νεαρός, καθώς δεν τον κρατούσαν τα πόδια του, γλίστρησε στο αυτοκίνητο και έπεσε ανάσκελα κάτω στο δρόμο.

«Σιγά ρε παιδιά, τραυματίας άνθρωπος είναι».

«Καλέστε ένα ασθενοφόρο, αιμορραγεί στο κεφάλι ο άνθρωπος».

«Καλά του κάνουν. Τέτοια κατακάθια δεν έπρεπε να κυκλοφορούν ελεύθερα. Μαστουρώνουν και μετά όποιον πάρει ο χάρος».

«Ντεν είναι μαστουρωμένος», επέμενε ο μικρός ακορντεονίστας.

Η σειρήνα του ασθενοφόρου ακουγόταν όλο και πιο κοντά. Σε λίγα λεπτά βρέθηκε δίπλα στα δύο τρακαρισμένα αυτοκίνητα.

Οι αστυνομικοί είχαν απομακρυνθεί καθώς μια επείγουσα κλήση από τον ασύρματο τους ενημέρωνε για ένοπλη συμπλοκή στην πλατεία Βάθης.

Ο μικρός τσιγγάνος βρήκε την ευκαιρία και πλησίασε τον τραυματία. Κάθισε δίπλα του και με το ένα του χέρι του χάιδευε το κεφάλι ενώ με το άλλο του έριχνε νερό με το μπουκάλι.

«Ήρτε το αστενοφόρο να σε πάρει. Μη φοβάσαι. Σου το’ πα ντεν σου το’ πα;»

Ο νεαρός μισάνοιξε τα μάτια του και προσπάθησε να του χαμογελάσει. Δεν τα κατάφερε γιατί ο πόνος στην πλάτη και στα χέρια από το τράβηγμα των αστυνομικών, ήταν ανυπόφορος.

Οι τραυματιοφορείς άφησαν στην άκρη το φορείο και με γρήγορες κινήσεις ανέβασαν πάνω τον τραυματία.

«Ντεν είναι πρεζόνι. Που θα τον πάτε;»

«Στον Ερυθρό», απάντησε ο ένας διασώστης.

Φτάνοντας στον Ερυθρό οι γιατροί που παρέλαβαν τον νεαρό γρήγορα διέγνωσαν «κρίση υπογλυκαιμίας». Η ταυτότητα που κρεμόταν στην αλυσίδα που είχε στο λαιμό του, το επιβεβαίωνε: «Θάνος Κ…… διαβητικός, τηλέφωνο επικοινωνίας 69………..»

Μέσα σε δύο ώρες ο νεαρός, μετά τη χορήγηση της απαραίτητης γλυκόζης ήταν έτοιμος να αποχωρήσει.

Βγαίνοντας ο Θάνος με τα πόδια από την κεντρική πύλη του νοσοκομείου αντίκρισε τον νεαρό τσιγγάνο. Χωρίς εκείνος να τον πάρει είδηση τον πλησίασε και του έπιασε μαλακά τον ώμο, ενώ οι πόνοι στο κορμί του γίνονταν όλο και πιο έντονοι.

«Σ’ ευχαριστώ. Σου είμαι ευγνώμων. Δεν ξέρω πώς να στο ξεπληρώσω»

Ξαφνιάστηκε ο μικρός και τραβήχτηκε πίσω, μέχρι που κατάλαβε ποιος του μίλησε.

«Μη σε νοιάζει. Ντεν έκανα τίποτα. Είσαι καλά τώρα;»

«Ναι μια χαρά. Μια κρίση υπογλυκαιμίας ήταν».

«Ντηλαντή;»

«Μου έπεσε το ζάχαρο».

«Α γκεια σου. Ο ζάχαρος πέφτει και του παππού μου και αφρίζει από το στόμα. Τους το έλεγα πως ντεν είσαι πρεζάκιας αλλά ντεν με άκουγαν».

Ο Θάνος ευχαρίστησε τον μικρό για μία ακόμη φορά και οι δυο τους απομακρύνθηκαν κινούμενοι σε αντίθετες κατευθύνσεις.

Μετά από μερικές μέρες, λόγω της δουλειάς του, ο Θάνος βρέθηκε στην εθνική Αθηνών-Λαμίας με προορισμό τη Λαμία.

Μερικά χιλιόμετρα μετά το Σχηματάρι, μπροστά του στη βοηθητική λωρίδα είδε ένα αυτοκίνητο σταματημένο και ένα μηχανάκι πεταμένο πιο πέρα.

Έκανε στην άκρη, σταμάτησε και κατέβηκε για να δει τι συμβαίνει.

Κάποιο αυτοκίνητο χτύπησε το μηχανάκι και εγκατέλειψε τον οδηγό του αβοήθητο, του είπαν οι επιβάτες του αυτοκινήτου που ήταν σταματημένο.

Ο οδηγός φορούσε κράνος αλλά με την πρόσκρουσή του στο πλαϊνό τσιμεντένιο προστατευτικό, το παρμπρίζ του κράνους είχε σπάσει και το πρόσωπο του οδηγού ήταν γεμάτο αίματα από τα σπασμένα κομμάτια.

Κανένας δεν πλησίαζε τον οδηγό.

Ο Θάνος, έβγαλε τη ζακέτα που φορούσε και πλησίασε τον πεσμένο οδηγό που φαινόταν να έχει χάσει τις αισθήσεις του.

Του καθάρισε σιγά-σιγά και με μεγάλη προσοχή τα κομμάτια του παρμπρίζ μαζί με τα αίματα που κάλυπταν το πρόσωπό του.

«Με ακούς», τον ρώτησε.

«Δεν ανταποκρίνεται. Καλέσαμε ασθενοφόρο», είπε κάποιος από τους επιβάτες του άλλου αυτοκινήτου.

Ο Θάνος έσκυψε ξανά πάνω από τον τραυματία. Του κράτησε με στοργή το χέρι και τον εμψύχωνε συνεχώς, ξέροντας πως εκείνος δεν τον άκουγε.

Έκανε σε λίγο να σηκωθεί και ανατρίχιασε καθώς ένιωσε το χέρι του τραυματία να σφίγγει το δικό του και με τρεμουλιαστή φωνή να του λέει: «Σε παρακαλώ, μη φύγκεις. Μη με αφήνεις μόνο μου γκιατί φοβάμαι».

Ταράχτηκε ο Θάνος γιατί η φωνή του φάνηκε τόσο γνώριμη.

Το ασθενοφόρο πλησίαζε για να παραλάβει τον τραυματία.

Ο Θάνος έστρεψε το βλέμμα του προς το μηχανάκι το οποίο είχε πάθει ολοκληρωτική παραμόρφωση.

Λίγα μέτρα πιο πέρα, στην άκρη του δρόμου ένα κατεστραμμένο ακορντεόν, βγαλμένο από τη θήκη του θύμιζε το τι είχε προηγηθεί.

«Το ακορντεόν μου να πάρεις σε παρακαλώ», πρόλαβε να πει στο Θάνο ο νεαρός τσιγγάνος πριν μπει στο ασθενοφόρο…

 

Ετικέτες: , ,

Χορεύοντας το Γοργοπόταμο

Χορεύοντας το Γοργοπόταμο

Χορεύοντας το Γοργοπόταμο

Από τον Χρήστο Επαμ Κυργιάκη

Έφυγε στα 98, πλήρης ημερών, πλήρης εμπειριών, πλήρης κακουχιών, πλήρης αρνήσεων να υποκύψει σε απειλές, εξορίες, ξύλο και εξευτελισμούς. Σαν κι αυτή έχει πολλές να αναδείξει η ιστορία. Όχι η κουφάλα η επίσημη αλλά η άλλη, η πραγματική, η κρυφή που γράφεται στις μνήμες, στις καρδιές και τις συνειδήσεις με πληγές και δάκρυα.

Είχε έξι παιδιά παρόλο που γέννησε δέκα. Τα τέσσερα δεν τα κατάφεραν. Αδύναμοι κρίκοι. Ατομική ευθύνη των αρχών του προηγούμενου αιώνα. Τι θαρρείτε; Πως η ατομική ευθύνη είναι ανακάλυψη των νέων γιαλαντζί δήθεν ηγετών;

Σαν ήρθαν οι γερμανοί μετά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο όλα τα παιδιά της τάχθηκαν στον αντιφασιστικό αγώνα μέσα από τις γραμμές του ΕΛΑΣ.

Αργότερα, στον εμφύλιο, διάλεξαν να μην πάνε με τους συνεχιστές των δοσίλογων, των ταγματασφαλιστών, των γερμανοτσολιάδων και των υπηρετών των ξένων κατακτητών.

Τα δύο της παιδιά σκοτώθηκαν. Τα υπόλοιπα υπέστησαν διώξεις και τρομοκρατία.

Η ίδια εξορίστηκε στο Μακρονήσι για σωφρονισμό. Δε λύγισε, δεν τους έκανε τη χάρη να κλάψει ούτε στα πιο φριχτά της βασανιστήρια.

Σαν χάσεις τα δυο σου παλικάρια, τους δυο σου ήλιους, σαν φας τον πόνο με το κουτάλι και τον πιεις μονορούφι στο ποτήρι, πώς να σε τρομάξουν τα ανθρωπάκια όπως οι δειλοί βασανιστές;

Και πέρασαν τα χρόνια και γύρισε στο σπίτι της στο χωριό και ήρθε και η χούντα και οι ίδιοι που την έδειχναν με το δάχτυλο στους διώκτες της, έλυναν και έδεναν.

Και πάλι δεν σκιάχτηκε.

Τους κοιτούσε χαμογελώντας και έφτυνε χάμω όταν τους συναντούσε.

Και κάποτε «αποκαταστάθηκε» και η δημοκρατία και πολλοί από εκείνους που την κατέλυσαν είχαν στο χωριό πάλι το πάνω χέρι.

Πρώην φασίστες, μαυραγορίτες και νυν τοκογλύφοι είχαν τα μέσα για να τρομοκρατούν και πάλι, με διαφορετικό τρόπο φυσικά, αλλά πάντα με τον ίδιο σκοπό. Να έχουν εκείνοι το χρήμα και τη δύναμη.

Και ήρθε η μέρα που η εγγονή της γιαγιάς θα παντρευόταν.

Στο σόι υπήρχε και ο πλούσιος, ο τοκογλύφος του χωριού. Ένα ανθρώπινο απόβρασμα χωρίς ηθικούς φραγμούς που του άρεσε να ποδοπατά ανθρώπους και να τους κάνει να φαίνονται μικροί επειδή εκείνος ποτέ δεν ξεπέρασε σε μπόι αυτό του σκουληκιού που σέρνεται.

Τα μέλη του δεύτερου σογιού ήταν βγαλμένα μέσα από τους διωγμούς και τις εξορίες που πλέον «αναγνωρίστηκαν» τυπικά ως «ίσα» με τα καθωσπρέπει μέλη της υπόλοιπης κοινωνίας από το επίσημο «δημοκρατικό κράτος».

Την ώρα που το γλέντι άναψε, αμέσως μετά το χορό της νύφης, σηκώθηκε ο τοκογλύφος με την παρέα του να χορέψει.

Βγάζει ένα μάτσο χαρτονομίσματα, πλησιάζει στα όργανα επιδεικτικά, πιάνει μερικά χιλιάρικα και τα πετάει στα πόδια του κλαρινίστα.

«Παίξε το Ζέρβα», του λέει και βγάζει το μαντήλι από την τσέπη του παντελονιού του για να τον πιάσουν να χορέψει.

Μια παγωμένη βουβαμάρα απλώνεται παντού και ένα «ωχ» βγαίνει από τα στόματα όλων.

Αργότερα κατάλαβα, μικρός καθώς ήμουν, γιατί βγήκε από τα στόματα όλων αυτών ο αναστεναγμός, και του ενός σογιού και του άλλου.

Μια τέτοια παραγγελιά σήμαινε ευθεία κήρυξη πολέμου με το άλλο σόι. Οι «νικητές» πετάνε το γάντι στους «ηττημένους» και μάλιστα μέσα στο ίδιο τους το σπίτι.

Κάποιοι από την ίδια παρέα προσπάθησαν να αλλάξουν γνώμη στον πρωταίτιο αλλά εκείνος ήταν ανένδοτος.

«Είπα τον Ζέρβα. Τελείωσε.»

Το κλαρίνο άρχισε να παίζει και ο χορός ήταν έτοιμος να ξεκινήσει.

«Αυτό το τραγούδι δεν θα ακουστεί σε τούτο το σπίτι», ακούστηκε μια φωνή σπαρακτική και οργισμένη τόσο δυνατή που σκέπασε τον ήχο του κλαρίνου.

Τα όργανα σταμάτησαν και από το διπλανό τραπέζι πετάχτηκε η κόρη της γιαγιάς.

«Τα αδέρφια μου σκοτώθηκαν από σένα και τους ομοίους σου», είπε στον τοκογλύφο και τον πιάνει από τους γιακάδες του πουκαμίσου του. Τραβάει το μαντήλι με το ένα χέρι, το πετάει κάτω και το πατάει με τα πόδια της με όση δύναμη είχε.

«Σήκω και φύγε. Να πας στο σπίτι σου να το χορέψεις μέχρι το πρωί. Φύγε πριν γίνει κανένα κακό. Σε τούτη εδώ τη ρούγα περπάτησαν τα αδέρφια μου. Δεν θα τα μαγαρίσεις χορεύοντας το Ζέρβα. Θες να χορέψεις το Γοργοπόταμο; Αν θες σου βαράω και παλαμάκια και κερνάω και τα όργανα.»

Η ατμόσφαιρα ήταν τόσο ηλεκτρισμένη που έλεγες ότι όπου να’ ναι θα γίνει έκρηξη και θα ισοπεδωθούν τα πάντα.

Εμείς τα μικρότερα είχαμε μαζευτεί σε μία άκρη και περιμέναμε με αγωνία περισσότερο παρά με φόβο, για το τι θα συμβεί.

«Παίξε το Ζέρβα για να χορέψω», επέμενε ο νταής.

Ο οργανοπαίχτης, μαζεύει τα χιλιάρικα που του άφησε και τα επιστρέφει στον επίδοξο χορευτή.

«Τα παλικάρια που χάθηκαν ήταν φίλοι μου. Δεν μπορώ να το παίξω αυτό το τραγούδι.»

«Γιατί; Αφού το ξεκίνησες».

«Το ξέχασα. Δεν το θυμάμαι. Θες κάποιο άλλο; Αν όχι, σήκω και φύγε και μη χαλάς άλλο το γάμο.»

Μάζεψε τα χιλιάρικα ο τοκογλύφος, έκανε νόημα στην παρέα του και έφυγε βρίζοντας.

Σηκώθηκε στη ρούγα το σόι της γιαγιάς.

Πλησίασε η κόρη της στα όργανα, ξεκομπόδιασε το μαντήλι και έβγαλε από μέσα τη μία και μοναδική λίρα που ήταν μέσα κομποδιασμένη.

Την έδωσε στα όργανα.

«Παίξτε το Γοργοπόταμο μέχρι το πρωί. Να το ακούσουν τα αδέρφια μου και να έρθουν να χορέψουν. Κι εσύ μάνα, σήκω. Σήκω να σύρεις πρώτη το χορό.»

Μπροστά η γιαγιά τραγουδούσε κι έκλαιγε κι ακολουθούσαν τα τέσσερα παιδιά της. Χόρευαν όλοι για τα δύο τα παλικάρια που σκοτώθηκαν.

Χόρευαν κι έκλαιγαν και μαζί τους σιγόκλαιγε και το κλαρίνο…

 

Ετικέτες:

Ο Νικόλας ο «τρελός»

Ο Νικόλας ο «τρελός»

Ο Νικόλας ο «τρελός»

Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη

Κανένας δεν του έκανε παρέα τα τελευταία χρόνια. Μήτε η γυναίκα του, μήτε τα παιδιά του.

Ακόμα κι εκείνος ο κολλητός του, ο αδερφικός του φίλος, ακόμα κι αυτός τον απέφευγε όταν τον έβλεπε.

Ποιος θέλει παρτίδες με έναν τρελό;

Δεν είναι πως δεν είχε όνομα, Νικόλα τον έλεγαν, μα κανένας πια δεν τον φώναζε με τ’ όνομά του.

«Ο τρελός», έλεγαν όλοι όταν τον έβλεπαν.

Τα έβγαζε πέρα, τρόπος του λέγειν, με τη σύνταξη που του αναλογούσε μετά από πενήντα χρόνια δουλειάς. Βλέπεις στα πρώτα χρόνια, ήταν δεν ήταν δεκαοχτώ χρονών, τα αφεντικά του ήταν καλά, άνθρωποι της εκκλησίας και του θεού, αλλά δεν είχαν να του κολλάνε και ένσημα. «Δεν έβγαιναν», όπως έλεγαν συχνά αν και το σωστό το ήξεραν. «Μάρτυς τους ο θεός» και ποιος ζει ποιος πεθαίνει. Μπορείς να διαψεύσεις το θεό;

Του άρεσε του Νικόλα να πηγαίνει τα απογεύματα στην πλατεία. Καθόταν στο παγκάκι και χάζευε τα παιδιά που έπαιζαν μπάλα. Ή μάλλον που προσπαθούσαν να παίξουν γιατί οι καρέκλες και τα τραπέζια των καταστημάτων έφτασαν να είναι περισσότερα από τις πλάκες σχιστόλιθου της πλατείας.

Καθόταν στο διπλανό παγκάκι και παρακολουθούσε με μεγάλο ενδιαφέρον τα ποδοσφαιρικά ντέρμπυ των πιτσιρικάδων.

Με το που έφευγε η μπάλα από τα παιδιά κι έκανε να φτάσει στο δρόμο πεταγόταν σαν σφεντόνα και την προλάβαινε.

«Παίξτε αλλά να προσέχετε. Κι αν βγει στο δρόμο μην την κυνηγήσετε. Θα πηγαίνω εγώ να σας τη φέρνω».

Κάθε φορά που έχαναν τη μπάλα τους ή που κάποιος μαγαζάτορας τους την άρπαζε για να μην ενοχλούν τους πελάτες, ο Νικόλας πήγαινε και τους έπαιρνε άλλη.

Τα αγαπούσε τα παιδιά, τα είχε υπό την προστασία του. Ειδικά στο Γιαννάκη είχε μεγάλη αδυναμία. Του θύμιζε βλέπετε το δικό Γιαννάκη, το γιο του. Κι όταν καμιά φορά τύχαινε κάποιος πελάτης να τα μαλώσει επειδή η μπάλα τους πήγε στο τραπέζι του, εκείνος σηκωνόταν, έσφιγγε τα δόντια και τις γροθιές και χτυπούσε τα πόδια με δύναμη στις πλάκες. Δεν τολμούσε όμως ποτέ να πει ή να κάνει κάτι.

Ούτε και στη ζωή του τόλμησε ποτέ να σηκώσει ανάστημα ή να υψώσει τη φωνή του. Ακόμη κι αν ένιωθε το δίκιο να τον πνίγει, διάλεγε πάντα να μην μιλήσει και εισέπραττε κάθε φορά και μια καινούργια ήττα.

Μόνο μία, μία και μοναδική φορά αντέδρασε και από τότε παντρεύτηκε και τον τιμητικό τίτλο του «τρελού».

Δούλευε μεροκάματο στα καπνοχώραφα εκείνη την περίοδο. Από τις τέσσερις τα ξημερώματα μέχρι στις δέκα το πρωί και μετά αχθοφόρος σε αποθήκη μέχρι αργά το απόγευμα, αναλόγως τη δουλειά. Ήταν νέος και δυνατός. Ο γιος του ο Γιαννάκης, ήταν τότε γύρω στα δυο. Ήθελε να μαζέψει χρήματα μπας και του ζητούσε ο γιος του να σπουδάσει. Σκεφτόταν τα δικά του. Δεν τα συνέχισε τα γράμματα κι ας ήταν «σπίρτο» όπως έλεγαν οι δάσκαλοί του.

Χρήματα για να φύγει από τη μικρή πόλη που ζούσε με τους δικούς του δεν υπήρχαν. Δεν ήθελε να συμβεί το ίδιο και στο γιο του.

«Αννούλα, ο Γιαννάκης μας θα σπουδάσει άμα του αρέσει. Να ξεφύγει από τούτη τη μιζέρια. Με τα χωράφια και με τις δουλειές του ποδαριού είσαι μια ζωή σε σπίτι ξέσκεπο», έλεγε στη γυναίκα του.

«Νικόλα, δεν είναι αυτά για μας. Οι σπουδές είναι πολυτέλειες για τους ψωροπερήφανους», του απαντούσε εκείνη κι ευχόταν να του έσχιζε την καρδιά καλύτερα παρά να του έλεγε τέτοιες κουβέντες.

Είχε συμφωνήσει στην τιμή, έδωσαν τα χέρια, με τον τσιφλικά του διπλανού χωριού που είχε τα καπνοχώραφα, ούτε ήξερε κι αυτός πόσα στρέμματα είχε, και υπολόγιζε πως μέχρι να μεγαλώσει ο Γιαννάκης θα τα είχε μαζέψει τα λεφτά για τις σπουδές. Φτάνει να το ήθελε ο μικρός, φτάνει να το είχε μεράκι.

Την πρώτη χρονιά ο τσιφλικάς του έδωσε τα μισά από αυτά που είχαν συμφωνήσει. Και να πεις ότι ήταν μόνο τσιφλικάς; Ο μεγαλύτερος τοκογλύφος της περιοχής.

«Δεν πήγε καλά η σοδειά Νικόλα. Το ξέρεις, δεν θα στα φάω, άνθρωποι είμαστε. Του χρόνου θα τα πάρεις μαζί με τα υπόλοιπα».

Δεν του άρεσε του Νικόλα. Θύμωσε και του ήρθε να τον σβερκιάσει τον τσιφλικά. Συγκρατήθηκε τελευταία στιγμή. Κόντεψε να σπάσει τα δόντια του από στο σφίξιμο. Σκέφτηκε τις σπουδές του γιου του.

«Ας είναι. Θα περιμένω ένα χρόνο».

Την επόμενη χρονιά ο τσιφλικάς, που το’ χε σύστημα να μην πληρώνει τους εργάτες γης ποτέ όσα συμφωνούσαν, είπε στο Νικόλα πως δεν μπορούσε να του δώσει τα χρήματα που είχαν συμφωνήσει.

«Προέκυψαν έξοδα που δεν τα υπολόγισα Νικόλα. Ο γιος μου ο μεγάλος, ξέρεις ότι τον έστειλα για σπουδές έξω. Για καλύτερα. Άλλα πανεπιστήμια εκεί, ανώτερα από τα δικά μας. Θα χρειαστεί μου είπε να μείνει άλλα δυο χρόνια και τα δίδακτρα είναι περισσότερα. Δεν γίνεται να σου δώσω όσα συμφωνήσαμε. Μην το παίρνεις προσωπικά. Και με τους άλλους το ίδιο θα κάνω. Δέχτηκαν όλοι. Νικόλα ξέρω πως είσαι καλός άνθρωπος. Το βαστάει η καρδιά σου να σταματήσω τις σπουδές του παιδιού; Άλλωστε, έχεις φάει ψωμί από τα χέρια μου, μπορείς να κάνεις λίγη υπομονή. Μου το χρωστάς Νικόλα.»

Έχασε τη μιλιά του ο Νικόλας. Μάζεψε και τους υπόλοιπους εργάτες γης, καμιά τριανταριά νοματαίους και τους είπε πως πρέπει να κάνουν απεργία. Να σταματήσουν να δουλεύουν αν δεν πάρουν τα μεροκάματά τους.

Δεν δέχτηκε κανένας. Οι περισσότεροι είχαν χρέη στο τσιφλικά. Τους είχε δεμένους πισθάγκωνα. Οι υπόλοιποι δεν ήθελαν μπλεξίματα. Κάποιοι δεν είχαν και υποχρεώσεις, αυτοί και το τομάρι τους ήταν, οπότε δεν τους ένοιζε και πολύ.

«Να κάτσεις στα αυγά σου και να αφήσεις τις απεργίες και τα μπλεξίματα. Φυλακή θα σε κλείσουν και θα με αφήσεις να βολοδέρνω με ένα μικρό μόνη μου για να τα φέρω βόλτα.»

«Πώς να το καταπιώ το άδικο Αννούλα; Ξέρεις πόσο ιδρώτα έριξα. Δε με ακούς που βήχω; Φθυσικός θα γίνω. Δεν έχουν χαΐρι τα καπνά, το ξέρεις. Και να δουλεύω τζάμπα;»

Πήγε την άλλη μέρα και βρήκε τον τσιφλικά. Του ζήτησε τα δουλευμένα και τα χρωστούμενα μαζί. Εκείνος του είπε πως προέχουν οι σπουδές του γιου του τού πρωτότοκου και όχι τα δικά του μεροκάματα.

Θόλωσε ο Νικόλας. Έσφιξε τα δόντια και τις γροθιές του και άρχισε να χτυπάει τα πόδια του κάτω. Έτρεξε στο ξηραντήριο που ήταν τίγκα στον καπνό, έβγαλε τα σπίρτα και έβαλε φωτιά. Σε λίγα δευτερόλεπτα η φωτιά επεκτάθηκε παντού. Πήγε και στο δεύτερο και στο τρίτο το ξηραντήριο. Ο καπνός από τα τρία ξηραντήρια που καίγονταν φαινόταν από χιλιόμετρα μακριά.

Ούρλιαζε ο τσιφλικάς τραβώντας τα μαλλιά. «Είναι τρελός. Θα μας κάψει όλους ζωντανούς».

Το βλέμμα του Νικόλα καρφώθηκε στο πουθενά. «Θέλω κι εγώ να σπουδάσει ο γιος μου», επαναλάμβανε συνεχώς όταν ήρθαν και τον συνέλαβαν.

Δυο χρόνια φυλακή λόγω ελαφρυντικών και άλλα δύο στο ψυχιατρείο. Κόσμος πολύς είχε μαζευτεί έξω από το δικαστήριο τη μέρα της δίκης. Μέχρι και δημοσιογράφοι από την πρωτεύουσα ήρθαν για να καλύψουν τη δίκη. Ο τσιφλικάς την έβγαλε σχεδόν καθαρή λόγω έλλειψης επαρκών στοιχείων.

Η Αννούλα πήρε το Γιαννάκη και πήγε στους δικούς της. Δεν αντάμωσε ποτέ με το Νικόλα. Στο παιδί είπε πως ο πατέρας του πέθανε.

Και καθώς το παιδιά έπαιζαν στην πλατεία, μια μπαλιά του μικρού Γιαννάκη σκάει πάνω στο τραπέζι του διπλανού μαγαζιού. Φεύγει το ποτήρι με τον καφέ και σκάει πάνω στο άσπρο φόρεμα της κυρίας του ζευγαριού. Ο συνοδός της σηκώνεται αγριεμένος και προσπαθεί να βρει τον «ένοχο». Ένα ξανθό αδύναμο αγοράκι, ο Γιαννάκης, τους πλησιάζει και ζητάει συγνώμη.

Πριν προλάβει να τελειώσει ο συνοδός της κυρίας στέκεται πάνω από το μικρό και του ρίχνει μια ξανάστροφη με τόση δύναμη που ο μικρός πετάχτηκε πέρα.

Το βλέπει ο Νικόλας και γυαλίζει το μάτι του.

Ορμάει με όση δύναμη είχε και τρέχει πάνω από το Γιαννάκη. Τον είδε να κλαίει και να πιάνει το μάγουλό του. Γυρνάει, χωρίς καθυστέρηση και πέφτει πάνω στον άνθρωπου που χαστούκισε το μικρό. Καρέκλες, τραπέζια και δυο άνθρωποι που τσακώνονταν είχαν γίνει ένα.

Με το ζόρι μπόρεσαν να ελευθερώσουν τον συνοδό της κυρίας από τα χέρια του Νικόλα.

Κατέφτασε και η αστυνομία για να πιάσει τον «τρελό». Όλοι οι παρευρισκόμενοι συμφωνούσαν πως ο «τρελός» το παράκανε και πως δεν ήταν δική του δουλειά να ανακατευτεί. Ο Γιαννάκης δεν ήταν το παιδί του στο κάτω-κάτω!

Έτρεμε ο Νικόλας από την ταραχή καθώς του περνούσαν τις χειροπέδες. Κοιτούσε τον Γιαννάκη και τον ρωτούσε αν πονάει. Ο μικρός του απαντούσε αρνητικά κουνώντας το κεφάλι με τα δάκρυα να τρέχουν ποτάμι.

Ο Νικόλας ένιωθε σιγά-σιγά να μην τον κρατάνε τα πόδια του. Κρατιόταν όρθιος με τη βοήθεια των αστυνομικών που τον τραβούσαν βίαια προς το περιπολικό.

Ο Νικόλας κατέρρευσε! Οι αστυνομικοί τον ξάπλωσαν ανάσκελα. Ο κόσμος σάστισε και σιωπή απλώθηκε ξαφνικά σε όλη την πλατεία.

«Ένα ασθενοφόρο γαμώ το κέρατό μου. Το παιδί υπερασπίστηκε αφού δεν βρέθηκε κανένας από μας να το κάνει», ακούστηκε να λέει κάποιος.

Κάπως έτσι έσβησε ο Νικόλας.

Ένας «τρελός» λιγότερο στην «λογική» μας κοινωνία.

Ένας εχθρός λιγότερο για τους «φιλήσυχους νοικοκυραίους».

Έσβησε με την τελευταία εικόνα στα μάτια του να είναι εκείνη με τα παιδιά να έχουν κάνει κύκλο γύρω του μη αφήνοντας κανέναν να τον αγγίξει και τον μικρό Γιαννάκη να του χαϊδεύει το κεφάλι ζητώντας του να μην φύγει.

Μάταια όμως….

 

Ετικέτες: , ,

 
απέραντο γαλάζιο

"το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή..."

blog it

QUAERE VERUM:ΑΝΑΖΗΤΗΣΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ

aioroumenesskepseis

The greatest WordPress.com site in all the land!

dpa2007

Just another WordPress.com site

Blogs Of The Day

Just another WordPress.com weblog

Kyrgiakischristos's Blog

πεζογραφία-σχολιασμός επικαιρότητας-σάτιρα και πολλά άλλα

Βιο...λογισμοί

Βιολογία | Εκπαίδευση | Υγεία

fysikhlykeiou

Ασκήσεις-Προβλήματα-Διαγωνίσματα-Μεθοδολογία φυσικής λυκείου και πανελληνίων εξετάσεων και ...πολλά άλλα

WordPress.com

WordPress.com is the best place for your personal blog or business site.

Αρέσει σε %d bloggers: