RSS

Category Archives: Ο παλιάτσος του δρόμου και η καρδερίνα

Ο παλιάτσος του δρόμου και η καρδερίνα-Μέρος 2ο

Ο παλιάτσος του δρόμου και η καρδερίνα-Μέρος 2ο

Ο παλιάτσος του δρόμου και η καρδερίνα-Μέρος 2ο

Δείτε εδώ το 1ο μέρος 

…συνέχεια

Παλιάτσος1

ΜΕΡΟΣ 2ο

Έτσι οι δρόμοι των δύο νεαρών φίλων χωρίστηκαν οριστικά. Ο παλιάτσος μας έπεσε να πεθάνει από τη στενοχώρια του. Τότε ήταν που απέκτησε και το άσθμα. Προτίμησε να γίνει ο παλιάτσος για τα παιδιά.

Ο Δήμαρχος, διάλεξε να γίνει ο «παλιάτσος» των δυνατών της πόλης.

Όταν, λοιπόν, έφτασε η οικογένεια του Δημάρχου μπροστά στον παλιάτσο, ο μικρός του γιος στύλωσε τα ποδαράκια του και κάρφωσε το βλέμμα του στον ώμο του παλιάτσου.

«Έλα μικρέ, προχώρα. Τι έπαθες;», τον ρώτησε ο Δήμαρχος.

«Κοίτα μπαμπά, κοίτα.», είπε ο μικρός.

«Τι να κοιτάξω;»

«Πάνω στον ώμο του παλιάτσου κάθεται μια καρδερίνα.»

Ο Δήμαρχος κοίταξε πιο προσεκτικά και το πρόσωπό του κοκκίνισε. Λες και είδε κανένα τέρας.

Η καρδερίνα στη θέα του Δημάρχου ταράχτηκε.

«Παλιάτσο μου, κρύψε με. Κρύψε με στην τσέπη σου σε παρακαλώ. Γρήγορα.»

«Τι έπαθες Ρινούλα μου; Μη φοβάσαι. Δεν θ’ αφήσω κανέναν να σε πειράξει.»

Ο παλιάτσος σταμάτησε την παράστασή του, έπιασε με προσοχή τη μικρή καρδερίνα και την έκρυψε στην τσέπη του σακακιού του. Σήκωσε το κεφάλι του με θυμό και η ματιά του συνάντησε τη ματιά του Δημάρχου. Ο θυμός του έγινε στενοχώρια και μετά θλίψη. Θυμήθηκε το φόβο της καρδερίνας και γέμισε πάλι με θυμό που σύντομα έγινε οργή. Ένιωθε τα πνευμόνια του να προσπαθούν να μην ξεσπάσουν σε βήχα και την καρδιά του να πάλλεται έτοιμη να σπάσει.

Ο Δήμαρχος, αφού κοντοστάθηκε για μερικά λεπτά κοιτώντας στο πουθενά, άρπαξε απότομα το μικρό του γιο και κάνοντας νόημα στη σύζυγό του απομακρύνθηκε από τον πεζόδρομο.

Μέσα σε λίγη ώρα, η αστυνομία της πόλης εμφανίστηκε μπροστά στον παλιάτσο ο οποίος κρατούσε στη χούφτα του τη μικρή καρδερίνα, προσπαθώντας να την πείσει πως δεν υπάρχει πια λόγος να φοβάται.

Ο επικεφαλής αστυνομικός απευθυνόμενος με έντονο ύφος στον παλιάτσο του είπε:

«Έχεις άδεια για να κάνεις αυτή τη δουλειά εδώ στον πεζόδρομο;»

«Άδεια; Για ποιο λόγο; Για να διασκεδάζω τα παιδιά;», ρώτησε απατώντας ήρεμα ο παλιάτσος.

«Βγάζεις χρήματα όμως διασκεδάζοντας τα παιδιά. Έτσι δεν είναι;»

«Δεν έχω εισιτήριο. Δεν υποχρεώνω κανέναν να με πληρώσει. Όμως, ναι βγάζω. Ίσα-ίσα για να πληρώνω το δωμάτιο που μένω και το φαΐ που τρώμε εγώ και η Ρινούλα. Μην ψάχνεις σε μένα αστυνόμε για κρυμμένα πλούτη».

«Είσαι και παντρεμένος ε; Που λες, είναι παράνομο αυτό που κάνεις γιατί δεν έχεις άδεια».

«Μπορεί να είμαι παράνομος με τους νόμους που υπηρετείς εσύ, αλλά εγώ δεν αισθάνομαι καθόλου έτσι. Έχω εκατοντάδες άδειες να σου δείξω.»

«Γι δείξε μου!»

«Δες πίσω σου πόσα παιδικά μάτια σε κοιτάνε! Αυτές είναι οι δικές μου άδειες.»

Ο αστυνομικός γύρισε πίσω του και μόλις τότε διαπίστωσε τον κόσμο που είχε μαζευτεί και είχε κάνει ένα ημικύκλιο.

«Είσαι κακός. Ν’ αφήσεις τον παλιάτσο ήσυχο και να φύγεις», του φώναξε ένα παιδάκι.

Μετά ακολούθησε κι άλλο και σιγά-σιγά οι παιδικές διαμαρτυρίες μαζί με αυτές πολλών γονιών έκαναν την κατάσταση ανυπόφορη για τον αστυνομικό και τους δύο υφισταμένους του.

«Αύριο να μην είσαι εδώ χωρίς άδεια. Μ’ άκουσες;», είπε γεμάτος νεύρα ο αστυνομικός και έκανε να αποχωρήσει.
«Αύριο θα είμαι πάλι εδώ. Μ’ άκουσες; Και πες στο Δήμαρχο πως αν έχει τα κότσια να έρθει εκείνος να με διώξει. Εσύ αστυνόμε δεν έχεις παιδιά;»

«Φυσικά και έχω. Έχω και τ’ αγαπάω πάρα πολύ.»

«Σ’ αυτό είστε ίδιοι με το Δήμαρχο. Αγαπάτε μόνο τα δικά σας παιδιά όπως αγαπάτε τις περιουσίες σας. Σαν κτήματα τα βλέπετε. Να του το πεις κι αυτό του Δημάρχου», είπε ο παλιάτσος και συνέχισε προσπαθώντας να τελειώσει την παράστασή του που με όλα αυτά έμεινε στη μέση.

Αφού τελείωσε το νούμερό του, έβγαλε από τη μεγάλη τσέπη του παντελονιού του ένα γεμάτο σακούλι με καραμέλες.

«Παιδιά, κάτι μου λέει ότι θα βρέξει σε λίγο», απευθύνθηκε ο παλιάτσος στα παιδιά πετώντας συγχρόνως ψηλά τις καραμέλες για να πέφτουν σα βροχή πάνω τους.

Ύστερα, φρόντισε το φαγητό και το νερό της Ρινούλας σε μία άκρη στο διπλανό παγκάκι κι έκατσε να στρίψει τσιγάρο.

«Για πες μου τώρα μικρούλα μου, γιατί τρόμαξες τόσο σαν είδες το Δήμαρχο; Τι ήταν αυτό που σε φόβισε τόσο;», ρώτησε γλυκά ο παλιάτσος τη μικρή καρδερίνα.

Η καρδερίνα, στο άκουσμα του Δημάρχου φούσκωσε τα φτερά της, όπως τα φουσκώνει όταν κρυώνει με τους δυνατούς βοριάδες και κούρνιασε στα πόδια του παλιάτσου.

«Μα τι είναι τέλος πάντων αυτό που συμβαίνει; Γιατί φοβάσαι να μου μιλήσεις;» παρακάλεσε ο παλιάτσος για μια ακόμη φορά τη μικρή του καρδερίνα.

«Θυμάσαι όταν με βρήκες, εδώ σ’ αυτό το παγκάκι, μισολιπόθυμη και φοβισμένη;»

«Φυσικά και θυμάμαι. Ήσουν διψασμένη και ταλαιπωρημένη που δεν μπορούσες ούτε τα φτερά σου να κουνήσεις. Σε ρώτησα τι σου είχε συμβεί αλλά δε μου απάντησες ούτε τότε ούτε κάποια άλλη από τις τόσες φορές που σε ρώτησα. Σταμάτησα, λοιπόν, κι εγώ να σε ρωτάω.»

«Πριν από κάμποσα χρόνια, ένας νεαρός πέρασε από το μαγαζί του μπάρμπα Νίκου. Του ζήτησε μια καρδερίνα για να του κάνει συντροφιά. Ήταν λυπημένος γιατί τσακώθηκε με τον καλύτερό του φίλο. Ο μπάρμπα Νίκος διάλεξε εμένα. Μ’ έβαλε σ’ ένα όμορφο κλουβάκι και μ’ έδωσε στον Πέτρο. Έτσι ήταν τ’ όνομά του νεαρού. Με φρόντιζε και μ’ αγαπούσε κι εγώ, κελαηδώντας προσπαθούσα να του διώχνω τη στενοχώρια και να τον κάνω χαρούμενο».

«Πέτρο είπες; Έτσι λένε και το Δήμαρχο!»

«Κι εσύ παλιάτσο μου πώς ξέρεις το όνομα του Δημάρχου;»

«Ρινούλα, μην αλλάζεις θέμα. Για συνέχισε.»

συνεχίζεται…

 

Ετικέτες: , , , , ,

Ο παλιάτσος του δρόμου και η καρδερίνα-Μέρος 1ο

Ο παλιάτσος του δρόμου και η καρδερίνα-Μέρος 1ο

Ο παλιάτσος του δρόμου και η καρδερίνα

Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη

 ΜΕΡΟΣ 1ο 

Παλιάτσος1Ήταν ένα κυριακάτικο ηλιόλουστο ανοιξιάτικο πρωινό. Ήδη, αν και σχετικά νωρίς, ο κόσμος άρχισε να γεμίζει σιγά-σιγά τον μεγάλο πεζόδρομο του κέντρου της πόλης.

Νεαρά ζευγάρια, δεν έχασαν την ευκαιρία, να ξεμυτίσουν λίγο από τα σπίτια τους και να χαρούν, κάνοντας την καθιερωμένη βόλτα, την τρυφερότητα της νιότης τους.

Ζευγάρια ηλικιωμένων, πιασμένοι χέρι-χέρι είπαν να ανανεώσουν εκείνο το πρωινό την αφοσίωση μιας ζωής που έγερνε προς τη δύση της.

Παρέες μεγάλες και μικρές περνούσαν πάνω κάτω κάνοντας, άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο θόρυβο. Άλλωστε γι’ αυτό είναι οι παρέες, για να μας κρατάνε με το θόρυβό τους ζωντανούς.

Πώς θα μπορούσαν μια τέτοια μέρα να λείπουν τα παιδιά; Μικρά και μεγαλύτερα, άλλα γαντζωμένα από την ασφάλεια των χεριών των γονιών τους και άλλα, στο πρώτο τους φτερούγισμα να διεκδικούν από τους γονείς τους λίγα βήματα χωρίς το ασφυκτικό μέχρι και ντροπιαστικό κράτημα του χεριού τους.

Στις άκρες και στο κέντρο, σε διάφορα σημεία του πεζόδρομου, οι καλλιτέχνες του δρόμου, είχαν πάρει θέση για να δώσουν ο καθένας τη δική του σύντομη παράσταση σε μικρούς και μεγάλους θεατές με αμοιβή: Ότι προαιρείσθε!

Κάπου εκεί στην άκρη του πεζόδρομου είχε στήσει το υπαίθριο καλλιτεχνικό του εργαστήρι και ο παλιάτσος μας. Ο μοναδικός παλιάτσος σε όλον τον πεζόδρομο.

Ως «παλιάτσο» τον ήξεραν οι «συνάδελφοί» του στον πεζόδρομο, «παλιάτσο» τον αποκαλούσαν και οι θεατές του, μικροί και μεγάλοι. Σα να μην είχε όνομα, σα να μην δικαιούταν να έχει όνομα.

Τον ίδιο δεν τον ένοιαζε. Για κείνον ήταν αρκετό που μπορούσε να ζωγραφίζει για λίγο το χαμόγελο στα παιδικά πρόσωπα και μαζί και στα πρόσωπα των γονιών τους που έβρισκαν την ευκαιρία να κλέψουν λίγη από τη χαρά και την ευτυχία των παιδιών τους. Κι όσο έβλεπε ο παλιάτσος μας τα παιδιά να γελάνε με τα καμώματά του, άλλο τόσο πάσχιζε να τα κάνει ακόμα πιο πολύ χαρούμενα.

Μερικές φορές, σαν κουραζόταν πολύ, τον έπιανε εκείνο το αναθεματισμένο το άσθμα. Προίκα της ζωής, ατελείωτη που προσπαθούσε να τη βγάλει από μέσα του για να μην τον πνίξει, κάθε φορά που έβηχε.

Όμως, εδώ και καιρό, είχε για παρηγοριά του τη Ρινούλα. Μια μικρή πανέμορφη καρδερίνα με το κόκκινο και το κίτρινο στα φτερά της κλεμμένα από τα χρώματα της ανατολής. Είχε κι εκείνα τα δύο μαύρα φτερά στα δεξιά της, μοναδικό σημάδι για καρδερίνα, που την έκαναν ξεχωριστή.

Σαν τον έβλεπε η Ρινούλα να πνίγεται στο βήχα, φτερούγιζε από το διπλανό δέντρο, πήγαινε και καθόταν στον ώμο του και άρχιζε το κελάηδισμα. Ένα κελάηδισμα γλυκό που το σταματούσε μόνο όταν σταματούσε κι ο παλιάτσος το βήχα του. Τότε εκείνος, την έπαιρνε με τα δυο του χέρια απαλά, την έφερνε κοντά στο πρόσωπό του και τη ρωτούσε: «Μ’ αγαπάς Ρινούλα μου;». «Σ’ αγαπάω παλιάτσο μου. Μόνο εσένα και μόνο για σένα κελαηδάω» του απαντούσε εκείνη και του χάριζε ένα ακόμη μοναδικό κελάηδισμα. Κι εκείνος, φορούσε το χαμόγελό του και συνέχιζε να σκορπάει χαρά στους μικρούς του θεατές.

Εκείνο το πρωί σκέφτηκε κι ο Δήμαρχος της πόλης να κάνει τη βόλτα του στον πεζόδρομο, πράγμα σπάνιο και ασυνήθιστο για το Δήμαρχο που προτιμούσε τις μακρινές βόλτες με άμαξα, παρέα με τη γυναίκα του και τα δυο του παιδιά. Ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να ξαναβρεθεί για λίγο κοντά στους ψηφοφόρους του, να βγάλει και μερικές αναμνηστικές φωτογραφίες. Όλο και κάποια εφημερίδα της πόλης θα ενδιαφερόταν να τις δημοσιεύσει.

Άλλωστε ο Δήμαρχος δεν καταγόταν από κανένα επώνυμο «τζάκι». Ήταν παιδί λαϊκό, αγωνιστής με περγαμηνές, όχι αστεία. Σαν ήταν νέος το είχε βάλει σκοπό να γκρεμίσει οτιδήποτε σάπιο υπήρχε στην πόλη και την κοινωνία της. Στην πορεία σκέφτηκε πως το γκρέμισμα ήταν κομματάκι δύσκολο και είπε να το ρίξει στις επισκευές και τις συντηρήσεις. Κι οι ψηφοφόροι του, προφανώς, το ίδιο σκέφτηκαν.

Δεν προλάβαινε ο Δήμαρχος να χαιρετάει τους ψηφοφόρους του που έτρεχαν, με το που τον έβλεπαν, να τον συναντήσουν και να του σφίξουν το χέρι, άλλοι κάνοντας μια ελαφριά υπόκλιση και άλλοι βγάζοντάς του το καπέλο τους.

Περιχαρής και γεμάτος καμάρι εκείνος προχωρούσε κρατώντας το μικρότερο από τα δύο του παιδιά και συζητώντας ταυτόχρονα με τη σύζυγό του. Που και που σταματούσε για λίγο σε κάποιον καλλιτέχνη του δρόμου. Φεύγοντας, δεν παρέλειπε να αφήνει τον οβολό του εκφράζοντας με γκριμάτσες και χειρονομίες το θαυμασμό του γι’ αυτό που έβλεπε.

Έτσι, κάποια στιγμή η οικογένεια του Δημάρχου έφτασε και στο σημείο που βρισκόταν ο παλιάτσος ο οποίος προσπαθούσε με όλη τη δύναμη της ψυχής του να διασκεδάσει μια παρέα παιδιών που είχαν σταθεί μπροστά του και τον παρακολουθούσαν.

Και τι δεν έκανε ο παλιάτσος μας για να το πετύχει! Αστείες γκριμάτσες και κινήσεις με το σώμα του, ξεκαρδιστικές «τυχαίες» πτώσεις, ζογκλερικά με μπαλάκια και ράβδους.

Τη ζούσε την κάθε μικρή παράσταση που έδινε ο παλιάτσος. Ειδικά αν την έδινε μπροστά σε παιδιά.

Τα παιδιά ήταν η μεγάλη του αγάπη και συγχρόνως το μεγάλο του μαράζι. Το σαράκι που του έτρωγε λίγο-λίγο την ψυχή του.

Σαν ήταν νέος, ήθελε να κάνει πολλά παιδιά. Ονειρευόταν μια αυλή γεμάτη με παιδιά να παίζουν. Όμως, στην κρίσιμη στιγμή, η κοπέλα που αγάπησε, αναγκάστηκε να τον εγκαταλείψει. Δύσκολες εποχές, φτώχεια καταραμένη! Οι δικοί της προτίμησαν να την παντρέψουν με έναν άλλον νέο, φίλο του παλιάτσου ο οποίος, όμως, ήταν πολύ φιλόδοξος. Τόσο πολύ που το αρχικό του όνειρο, να γκρεμίσει το σάπιο και ν’ αλλάξει την κοινωνία, θυσιάστηκε στο βωμό της προσωπικής προβολής και του δημαρχικού αξιώματος.

Οι επαφές με τους ισχυρούς της πόλης ήταν αναπόφευκτες. Χάρη στην εύνοια και την στήριξή τους κατάφερε κι έγινε Δήμαρχος. Οχτώ συνεχόμενα χρόνια στο δημαρχικό θώκο και, κατά πως φαινόταν, θα κέρδιζε και τις επόμενες εκλογές.

Όμως, αυτού του είδους οι συναναστροφές, είναι «δανεικά» κι ο Δήμαρχος τα επέστρεψε με τόκο.

Συνεχίζεται…

 

Ετικέτες: , , , ,

 
απέραντο γαλάζιο

"το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή..."

blog it

QUAERE VERUM:ΑΝΑΖΗΤΗΣΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ

aioroumenesskepseis

The greatest WordPress.com site in all the land!

dpa2007

Just another WordPress.com site

Blogs Of The Day

Just another WordPress.com weblog

Kyrgiakischristos's Blog

πεζογραφία-σχολιασμός επικαιρότητας-σάτιρα και πολλά άλλα

Βιο...λογισμοί

Βιολογία | Εκπαίδευση | Υγεία

fysikhlykeiou

Ασκήσεις-Προβλήματα-Διαγωνίσματα-Μεθοδολογία φυσικής λυκείου και πανελληνίων εξετάσεων και ...πολλά άλλα

WordPress.com

WordPress.com is the best place for your personal blog or business site.

Αρέσει σε %d bloggers: