RSS

Category Archives: κοινωνία

Για σένα

Για σένα

Για σένα

Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη

Ας μιλήσω, ας μιλήσω για σένα.

‘Όμως τι να πρωτοπώ που πριν αρχίσω καλά-καλά να σκαρώνω λέξεις κι ένας κόμπος σκάλωσε στο στήθος, και μια σταγόνα αγάπη κρεμάστηκε στην άκρη των ματιών.

Να πω για τότε που σε πρωτοείδα;

Σεπτέμβρης ήταν κι είχε ο μήνας δεκατέσσερις. Κάπου στην Καισαριανή. Στο πάρκο. Σε είδα και είπα πως δεν γίνεται να είναι αλήθεια αυτό που βλέπω.

Ετών δεκαοχτώ. Δεκαοχτώ χρόνια τυφλός.

Πάγωσε το αίμα, το βλέμμα καρφώθηκε πάνω σου και δεν έλεγε να φύγει. Δεν μπορούσε να φύγει. Τι λέω; Δεν ήθελε να φύγει.

Πλησίασες και άρχισα να τρέμω.

Αναρωτήθηκα αν θα μου μιλήσεις.

«Από πότε τα επουράνια ασχολούνται με τα επίγεια;» αναρωτήθηκα ξανά και περίμενα την επιβεβαίωση.

Πλησίασες κι άλλο. Τα μηνίγγια μου πήγαιναν να σπάσουν. Με κοίταξες, αδιάφορα αλλά με κοίταξες. Κι ήταν λες και με είχαν κοιτάξει για πρώτη φορά, λες και όλα τα άλλα βλέμματα που είχαν πέσει πάνω μου δεν υπήρξαν ποτέ.

Σε έχει κάψει βλέμμα ποτέ; Εμένα ναι. Ήταν εκείνο το πρώτο σου βλέμμα και όλα όσα ακολούθησαν.

Είπα θα πεθάνω μα άλλαξα γνώμη αμέσως. Είπα θα ζήσω για να μην χορταίνω αυτό το βλέμμα μέχρι να πεθάνω.

Είπα πως είναι πιο πάνω κι από όνειρο για να μπορεί να είναι γίνει αληθινό.

Εσύ κι εγώ.

Εντάξει, εσύ, αλλά εγώ που κολλάω.

Πώς να σταθώ δίπλα στο φως;

Πώς να αντέξω την απόλυτη ομορφιά;

Πώς να πιστέψω σε άπιαστο όνειρο.

Και μετά που κάναμε παρέα, που δεν κυλούσε η ζωή μου μακριά σου, που μετρούσα τα βήματα μέχρι να φτάσω στο «120», που χανόμουν όταν δεν απαντούσες το κουδούνι, που έσκαγαν βεγγαλικά όταν σε άκουγα στο θυροτηλέφωνο, που δεν έφταναν 24 ώρες τη μέρα για να πούμε όσα δεν προλαβαίναμε, που ήθελα να ξεκινούσε η ζωή μου από τότε που σε πρωτοείδα…

Και σαν ήρθε το πρώτο φιλί, ήταν τόση η γλύκα στα χείλη που μου κόπηκαν τα γόνατα κι είπα θα σωριαστώ στην Ιπποκράτους δίπλα στα φανάρια.

Κι ήθελα μετά, γυρνώντας στο σπίτι με τα πόδια, να ήταν το σπίτι πολλά χιλιόμετρα μακριά για να περπατάω με τη γλύκα του φιλιού σου στα χείλη μου, τη μορφή σου καρφωμένη στο μυαλό και το σκίρτημα στην καρδιά μόνιμο και τρυφερό.

Τέτοια ομορφιά αξίζει να δώσεις και τη ζωή σου για να την αγναντέψεις, να τη ζήσεις και να τη νιώσεις, τέτοια ομορφιά … είναι η ζωή ή ίδια …

 

Ετικέτες: , , ,

Ζεϊμπέκικο

<strong>Ζεϊμπέκικο</strong>

Του Χρήστου Επαμ. Κυργιάκη

Τεσσάρων ετών, περίπου. Καλοκαίρι. Σάββατο απόγευμα. Οι οικοδόμοι πήραν το βδομαδιάτικο. Ένα μέρος του, το απόθεσαν σε καημό, αλκοόλ, τραγούδι και χορό. Εκεί στο γνωστό καφενείο. Μετά, αγόρασαν το κρέας της επόμενης μέρας. Μοσχάρι, από το καλό, όχι «κατεψυγμένο».

Στα ίδια κι ο πατέρας του, με το συνεργείο της οικοδομής.

Κατά τις πέντε έφτασαν στο σπίτι. Ξεπέζεψαν από τα μηχανάκια. Οι σοφάδες σκέπαζαν ρούχα και χέρια.

Η μάνα του, τους περίμενε. Κάθε Σάββατο τους περίμενε. Με αγωνία και λαχτάρα μαζί.

Μπήκαν και οι τέσσερις μέσα, χαιρετώντας και τραγουδώντας. Τα ποτήρια βρήκαν θέση στο τραπέζι και τα τραγούδια στις ψυχές.

Ήρθε κι η μάνα του δίπλα τους.

«Έβαλε ο διαβολάκος, την ουρά του πάλι», τραγουδούσε ο Μιχαλόπουλος.

Ο Γιαννακός ρίχνει την ιδέα: «Χορεύει ο μικρός».

Ο Γώγος συμφωνεί. Το ίδιο κι ο Λευτέρης. Ο πατέρας, του ρίχνει μια ματιά και του γνέφει να χορέψει.

Τεσσάρων ετών.

Σηκώνεται, χωρίς να καταλαβαίνει ακριβώς τι γίνεται. Νιώθει μόνο ότι κάνει κάτι σπουδαίο. Ξεκινάει το χορό ακούγοντας τα λόγια για να μη χάσει το ρυθμό.

Οι τέσσερις άντρες με τη μάνα του έκαναν τον κύκλο του χορού. Η ευλάβεια στα παλαμάκια ίδια σα να χόρευε συνομήλικος.

Ο μικρός το κατάλαβε. Έπρεπε να τους δικαιώσει. Σιγά μη δεν στεκόταν στο μπόι του. Ύψος δεν είχε, αλλά από μπόι περίσσευε.

Ο χορός τελείωσε. Ο ιδρώτας έλουζε το παιδί από την κορφή ως τα νύχια.

Ο πατέρας αγκάλιασε πρώτα τη μάνα, μετά το ίδιο. Πήρε το τραπέζι μαζί με τα ποτήρια και τα πιόματα, το σήκωσε, το έβγαλε έξω στην αυλή και το γύρισε ανάποδα. Μετά το ξαναέβαλε στη θέση του. Πήγε στην κουζίνα και το ξαναγέμισε με κρασί και ποτήρια.

Εφτά ετών, περίπου. Φθινόπωρο. Οι συγγενείς, μετανάστες πρώτης γενιάς μαζί με τα παιδιά τους, περιμένουν στο σπίτι στο χωριό, το ταξί για να τους μεταφέρει στα ΚΤΕΛ. Το φαγητό είχε ολοκληρωθεί και εδώ και αρκετή ώρα παρέα στο κρασί έκαναν τα τραγούδια. Της ξενιτιάς-τι άλλο θα μπορούσαν να είναι;-του καημού και της ελπίδας.

«Να χορέψει ο μικρός», πρόσταξε και παρακάλεσε μαζί κάποιος. «Παραγγελιά, να παραγγείλει ποιο θέλει».

«Το μερτικό μου απ΄τη χαρά», προστάζει το παιδί και ο Στέλιος αρχίζει να «κλαίει». Μαζί του και ο γηραιότερος της παρέας. Το ταξί ήρθε μα κανένας δεν το κατάλαβε. Μόνο η θκια η Παναγιώτα.

«Περίμενε να χορέψει ο μικρός πρώτα. Δεν φεύγουμε αλλιώς», είπε στον ταξιτζή. Έτσι κι έγινε.

Άδειασαν τα ποτήρια, άδειασαν τα μυαλά, γέμισαν οι ψυχές και το ταξίδι για τη Σουηδία ξεκίνησε. Υπόσχεση για αντάμωση του χρόνου.

Δώδεκα ετών, περίπου. Μάλλον Χειμώνας, λίγο πριν τα Χριστούγεννα.

Ο μικρός, που μεγάλωσε κάμποσο, πήγαινε μετά το μεσημεριανό φαγητό προς την πλατεία του χωριού για να ανταμώσει τους φίλους τους.

Στο δρόμο, έξω από το σπίτι του Πέτρου του γείτονα ακούει τραγούδια. Γυρνάει το κεφάλι και τον καλησπερίζει.

«Έλα να σε κεράσω», του λέει ο Πέτρος.

Κάνει να φύγει, μα ο γείτονας επιμένει.

«Πες ποιο τραγούδι θες να χορέψεις;» ακούστηκε η φωνή του Πέτρου.

«Του Βοτανικού ο μάγκας», λέει κοφτά το παιδί.

Η παραγγελιά μπήκε στο κασετόφωνο σε λίγα δευτερόλεπτα. Του Πέτρου του φάνηκε πως η παραγγελιά είχε και πολιτικό υπονοούμενο.

Μπορεί και να είχε.

«Που θα πάει. Θα αλλάξουν τα πράγματα», είπε καθώς ευχαριστούσε το παιδί που συνέχιζε το δρόμο του.

Το παιδί μεγάλωσε, τα χρόνια πέρασαν και κάποια στιγμή θέλησε με ένα ζεϊμπέκικο να χορέψει για τον πατέρα του το αγαπημένο του τραγούδι: «Τα νιάτα τα μπερμπάντικα». Το ήξεραν κι οι δύο πως η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει. Κανένας δεν το έλεγε στον άλλο. Μόνο το αντάλλασσαν με τα βλέμματα.

Θέλησε το παιδί να το ουρλιάξει με ένα ζεϊμπέκικο. Το τελευταίο που θα χόρευε για τον πατέρα του.

Το τελευταίο και το καλύτερο.

Έπρεπε να μην πατάει στη γη. Μόνο να τη νιώθει με τις άκρες της ψυχής του την ώρα που ο πατέρας θα του χτυπούσε παλαμάκια για τελευταία φορά.

Δεν θυμάται πώς και πότε το τραπέζι βρέθηκε πέρα από την αυλή.

Δεν θυμάται αν οι καρέκλες έσπασαν με δική του παρέμβαση ή αν λύγισαν από το βάρος του αναπάντητου «γιατί να φύγεις ρε πατέρα».

Τώρα πια, αυτό που θυμάται είναι πως την ώρα που χόρευε, η ψυχή του έγινε ένα με τον ουρανό και τα μάτια του είχαν στεγνώσει, σα να έκλαιγε μέρες.

Η αλήθεια είναι πως έκλαιγε, αλλά βουβά. Κανένας μην τον δει. Κανένας μην τον ακούσει.

Κανένας μην καταλάβει…

 

Ετικέτες: , , , , ,

Για το ανέφικτο λοιπόν

Για το ανέφικτο λοιπόν

Για το «ανέφικτο» λοιπόν

Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη

Τα μετράς από δω, τα ζυγίζεις από κει, τα υπολογίζεις ξανά από την άλλη, μα πάντα βγαίνεις με έλλειμμα.

Πόλεμος, σκοτωμοί, προσφυγιά, ανέχεια, ακρίβεια, φτώχια-άλλος πόλεμος αυτός-ανηθικότητα, υποκρισία, απογοήτευση, κρύο. Αυτό το κρύο σου τρυπάει τα μηνίγγια. Τη μια στιγμή να καίγεται ο κόσμος και η φύση και την άλλη να κρυώνεις μέσα στο σπίτι σου, τη σύγχρονη φυλακή σου, τη σημερινή αλυσίδα των ποδιών σου. Να έχεις ηλεκτρικές συσκευές και να αναπολείς τους μπουχαρήδες και τις γάστρες.

Πιάνεις τον εαυτό σου να γελάει δυνατά, καυστικά, θυμωμένα, μόνο και μόνο για να μην βάλεις τα κλάματα και αρχίσεις να ουρλιάζεις από οργή.

Το βλέπεις αδύνατο, παράταιρο και ανεξήγητο όλο αυτό που γίνεται γύρω σου.

Σου ρούφηξαν το μεδούλι δώδεκα χρόνια τώρα, σου έκοψαν με τσαμπουκά περίσσιο σχεδόν το μισό από το μισθό σου, το αντάλλαγμα του ελεύθερου χρόνου σου, σου άρπαξαν τη χαρά τού να κάνεις δώρα στις γιορτές και να πας τρεις μέρες κάπου, έτσι για να λες πως έκανες διακοπές.

Γιατί τι άλλο ήταν αλήθεια ο 13ος και 14ος μισθός;

Κι εκείνοι οι λίγοι οι ζάμπλουτοι παίζουν με τα εκατομμύρια λες και είναι πλατανόφυλλα και όχι το αίμα και ο ιδρώτας ο δικός σου και του διπλανού σου.

Σε έβαλαν να δουλεύεις νύχτα με νύχτα και το δέχτηκες σχεδόν αγόγγυστα.

Σου στέρησαν την αξιοπρέπεια στην αρρώστια, σου χαντάκωσαν τα όνειρα τα δικά σου και των παιδιών σου.

Σου ξέσκισαν και πάλι την αξιοπρέπεια όταν έγινες απόμαχος της ζωής και αντί για σεβασμό σου χάρισαν ντροπή καθώς περίμενες ελεημοσύνη έξω από το φούρνο της γειτονιάς σου.

Πώς τους ανέχεσαι ακόμα;

Πώς αντέχεις να τους ακούς να σου μιλάνε για γενναίες αυξήσεις της τάξης του 2% ή 5% ή 10% όταν ξέρεις πως οποιαδήποτε αύξηση κάτω από 70% είναι κοροϊδία αφού μόνο έτσι καλύπτονται οι μειώσεις στο μισθό, η ακρίβεια και ο πληθωρισμός; Όταν μετράς τις απώλειες των δώδεκα μνημονιακών χρόνων και τις βρίσκεις γύρω στις 80.000 ευρώ;

Αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν να ζητάς με το σωματείο σου, «γενναίες και πραγματικές» αυξήσεις; Ως πότε θα παίζεις άμυνα που να πάρει η ευχή;

Πότε θα σταματήσεις να φοβάσαι μήπως και πεις κάτι που δεν θα αρέσει στην «κοινή γνώμη»; Στους καναλάρχες και στα φερέφωνά τους δηλαδή; Εσύ κι ο διπλανός σου είστε η «κοινή γνώμη». Κανένας άλλος.

Νιώθεις πως τουλάχιστον εσύ και οι όμοιοί σου πρέπει να λέτε την αλήθεια, να ζητάτε, όπως λέτε με το φίλο σου όλα αυτά που σας αξίζουν και τίποτα λιγότερο.

Και η αλήθεια είναι πως αυτό που περνάμε δεν είναι ζωή αλλά ένας άνισος αγώνας για επιβίωση στη ζούγκλα που ονόμασαν καπιταλισμό.

Όπως επίσης είναι αλήθεια πως αν δεν πάψουν να υπάρχουν οι ελάχιστοι τρισεκατομμυριούχοι, οι λίγο περισσότεροι δισεκατομμυριούχοι και οι μερικοί εκατομμυριούχοι που έχουν το μισό πλούτο της υφηλίου, δεν θα πάψεις να υποφέρεις εσύ και οι όμοιοί σου που αποτελείτε τη συντριπτική πλειοψηφία του πλανήτη.

Αλήθεια είναι και πως όλοι αυτοί οι ζάμπλουτοι δεν θα ξυπνήσουν ένα πρωί και θα μοιράσουν τις περιουσίες τους επειδή το επιβάλει η θρησκεία τους ή η ηθική τους. Τότε δεν θα είχαν εφεύρει τις τόσες  θρησκείες κι εσύ δεν θα μπορούσες να ισχυριστείς ότι υπερτερείς απέναντί τους ηθικά.

Γιατί η δική τους ηθική είναι βουτηγμένη στα έσχατα όταν δεν είναι ανύπαρκτη.

Γιατί η δική σου ηθική μπορεί να εμπνέει και να ανάβει πυρκαγιές στις ψυχές των ανθρώπων, ενώ η δική τους ηθική μπορεί να φτάσει το πολύ μέχρι την εξαγορά. Εξαγορά μυαλών, συνειδήσεων και ζωών.

Γιατί όσο και να προσπαθούν με τους μηχανισμούς που διαθέτουν να σου αποδείξουν πως έχεις άδικο ξέρουν πως αυτό είναι αδύνατο. Το αίσθημα του δικαίου δεν ξεριζώνεται από κανέναν άνθρωπο. Ούτε από τον βασανισμένο, ούτε από αυτόν που στάθηκε απέναντι από το εκτελεστικό απόσπασμα. Το ξέρουν και γι’ αυτό ανακάλυψαν την έννοια του εφικτού. Έχεις δίκιο σου λένε αλλά δεν είναι εφικτό.

Πώς κρίνεται όμως κάτι ως «εφικτό» πριν προσπαθήσεις με όλο σου το είναι, με όσο μυαλό και φαντασία διαθέτεις, ώστε να το πετύχεις;

Το «ανέφικτο» είναι που τους τρομάζει γιατί θα χάσουν τα προνόμιά τους.

Σκέψου λίγο, πόσο πιο ανέφικτα είναι τα «θέλω» των πολλών από αυτήν την ανισότητα και την αδικία που υπάρχει γύρω μας και κανένας ανθρώπινος νους δεν μπορεί να το εξηγήσει;

Σκέψου ότι υπάρχει τόση φτώχια δίπλα σε βουνά από πλούτη, τόση πείνα δίπλα σε σωρούς πεταμένα αποφάγια, τόση δυστυχία δίπλα στην αντικειμενική δυνατότητα να ζούμε χωρίς τα άγχη της επιβίωσης!

Σκέψου πόσα «ανέφικτα» αποδείχτηκαν τελικά πως ήταν μια χαρά «εφικτά».

Φωτιά, τροχός, αλληλεγγύη, αγάπη για το όμορφο και το ανθρώπινο, αγώνες επιτυχημένοι για δικαιοσύνη, ισότητα, εξανθρωπισμό και κοινωνική απελευθέρωση.

Όχι, το δικό σου το «ανέφικτο» δεν θα το εγκαταλείψεις γιατί είναι το ίδιο με των άλλων, των όμοιων με σένα, των πολλών που αναζητάνε το ξέφωτο, που δεν βούτηξαν και δεν θέλουν να βουτήξουν στα έσχατα για το χρήμα το πολύ ή το λίγο.

Το «ανέφικτο» όλων εκείνων που συγκινούνται από το χαμόγελο ενός  παιδιού όποιο κι αν είναι το χρώμα του δέρματός του, που προσπαθούν να συναισθανθούν και όχι να υπολογίσουν, που μισούν το μίσος, πολεμούν τον πόλεμο, χαίρονται τη χαρά και αγαπούν τους ανθρώπους και όχι τις τσέπες τους.

Να το ξαναπιάσεις από την αρχή. Έτσι πρέπει! Αγκαζέ με τους άλλους, τους πολλούς, τους όμοιούς σου, με το κεφάλι αγέρωχο, ψηλά, τη ματιά καρφωμένη μπροστά και τη γροθιά υψωμένη. Έτσι πρέπει!

Όχι φίλε μου, θα το πετύχεις το «ανέφικτο».

Δεν «δικαιούσαι» να μην το πετύχεις…

 

Ετικέτες: , , , , , ,

Ποιο είναι το νόημα της ζωής τελικά;

Ποιο είναι το νόημα της ζωής τελικά;

Ποιο είναι το νόημα της ζωής τελικά;

Από την Γεωργία-Ειρήνη Βαχλιώτη

Με το ψεύτικο χαμόγελο της προσπαθούσε πάση θυσία να περιορίσει τα δάκρυα της. Τα γαλανά της μάτια πιέζονταν να μην ξεσπάσουν, να μην δείξουν τι πραγματικά ένιωθαν. Προσπαθούσε να επιβάλλει ένα ψεύτικο χαμόγελο στο πρόσωπο της, σάμπως ήταν κάποιος πιεστικός τύραννος. Μέσα της ήξερε καλά πως ήθελε να ουρλιάξει, φαινόταν καλά πίσω από την προστατευτική «μάσκα» που είχε φορέσει. Κρατιόταν με νύχια και με δόντια, μα παρόλο το καταπιεζόμενο χαμόγελο της και τα ψευδώς γελαστά της ματιά, μπορούσες να διακρίνεις, αν κοίταγες λίγο καλύτερα, πως κάτι μέσα της είχε γίνει κομμάτια. Ένα βαθύ αγκάθι είχε μπει στο μυαλό της και στην καρδιά της, που δεν την έκανε απλώς να πονέσει.

Την έκανε να υποκρίνεται, άθελά της, στους ανθρώπους που την αγαπούσαν. Μα δεν ήθελαν να την ρωτήσουν τι έγινε. Θα ένιωθε χειρότερα. Όταν την αγκάλιασα, ένιωσα πως το σώμα της ζητούσε βοήθεια. Σαν κάποιος να μου ψιθυρίζει ότι αυτό που αγκάλιαζα είχε τεράστια ανάγκη την σωματική επαφή εκείνη την στιγμή. Έσφιξε τα αδύναμα χέρια της στα πλευρά μου. Ήταν η αιτία που κυριολεκτικά ανατρίχιασε όλο μου το σώμα. Όταν πήγα να δω τι είχε συμβεί είχα τρομάξει, ήξερα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά μα δεν ήξερα τι συνέβαινε στ’ αλήθεια. Αντίκρισα το βαθύ γαλάζιο των ματιών της και για μια στιγμή απόρησα. Πως δεν είχα προσέξει τα πανέμορφα μάτια της;

Έτρεχαν σαν ποτάμι τα δάκρυα στο πρόσωπο της και το μακιγιάζ της πλέον είχε πάρει την κάτω βόλτα. Άραγε τι ήταν αυτό που την είχε κάνει να νιώθει τόσο ευάλωτη; Κανείς δεν ξέρει τι γίνεται πίσω από τις κλειστές πόρτες, και όταν το μάθει τρομάζει και αναρωτιέται: για πόσα είμαστε ικανοί τελικά; 

Δεν κοιμήθηκα εκείνο το βράδυ. Ξέρεις, έχω εκείνο το χαρακτηριστικό: όταν κάποιος που αγαπάω, σέβομαι και εκτιμώ δεν είναι χαρούμενος και έχει κάποιο πρόβλημα που τον βασανίζει, δεν μπορώ να κοιμηθώ τα βράδια. Καλό ή κακό; Δεν ξέρω. Θα μου πεις, αν ήταν έτσι, δεν θα κοιμόμουν ποτέ – όλοι έχουν πάντα προβλήματα. Όμως, όσο και αν πασχίζω, δεν μπορώ να δαμάσω αυτό το τέρας μέσα μου που προσπαθεί να βρει μια λύση. Ακόμα και αν τις περισσότερες φορές δεν ξέρω πραγματικά το πρόβλημα.

Ίσως το νόημα της ζωής να είναι τελικά όλα αυτά που σε κάνουν να νιώθεις ζωντανός και ανθρώπινος. Αυτή η αγκαλιά που θα δώσεις σε αυτόν που αγαπάς όταν πραγματικά την έχει ανάγκη, όταν σου φωνάζει έμμεσα ότι τώρα σε χρειάζεται περισσότερο από ποτέ. Ίσως εκείνο το συμβάν μου έδωσε, χωρίς να το καταλάβω, την απάντηση στο ερώτημα εκείνης της βραδιάς: «Ποιο είναι το νόημα της ζωής τελικά;»

 

Ετικέτες: , , ,

Να τα λέμε κι αυτά , ξανά

Να τα λέμε κι αυτά , ξανά

Να τα λέμε κι αυτά, ξανά

Από τον Χρήστο Επαμ Κυργιάκη

Πόσο τυχεροί που είμαστε τελικά, Παναΐτσα μου; Πόσα καινούργια πράγματα μάθαμε, είδαμε και ακούσαμε τις τελευταίες εβδομάδες;

Να τα λέμε κι αυτά!

Μάθαμε πως η τηλεκπαίδευση δημιουργεί γνωστικά κενά και προκαλεί ψυχολογική επιβάρυνση στους μαθητές! Το είπε ο γενικός γραμματέας (όχι ο Μήτσος), ο Αλέξης (όχι ο γνωστός), επιβεβαιώνοντας το γνωστό παλιό άσμα με τις λέξεις που μπορούν και τον κρύβουν. Εντάξει, το λένε εδώ και δύο χρόνια και οι εκπαιδευτικοί αλλά δεν είναι το ίδιο. Τι να ξέρουν οι άνθρωποι; Απλοί εκπαιδευτικοί είναι.

Όχι, να τα λέμε κι αυτά!

Μάθαμε ότι παλιά το χιόνι το σωστό έπεφτε νύχτα. Μέρα δεν έπεφτε ποτέ, γι΄αυτό και ο κόσμος περίμενε να δει μιαν άσπρη μέρα αλλά δεν την έβλεπε! Το τελευταίο της «Ελπίδας» έπεσε μέρα. Αυτό δεν ήταν χιόνι, ήταν κ@λ%χιονο. Τι να σου κάνει κι ο πρωθυπουργός μας; Τι να σου κάνει κι ο κρατικός μηχανισμός μπροστά στο αναπάντεχο; Οι επιστήμονες σηκώνουν τα χέρια ψηλά, όσοι έχουν μαλλιά τα τραβάνε και οι φαλακροί βγάζουν τρίχες κατσαρές.

Νομίζετε πως αν το ήξερε ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί του θα κάθονταν με σταυρωμένα χέρια; Όχι! Θα κάθονταν αλλά τα χέρια θα τα είχαν απλωμένα!

Να τα λέμε κι αυτά!

Ευτυχώς που μας προέκυψε η «Ελπίδα» και μάθαμε από τα λάθη μας. Γεμίσαμε τα αυτοκίνητά μας με αλυσίδες, αντίσκηνα, ισοθερμικά, γκαζάκια, γεννήτριες, αντιπυρετικά, χημικές τουαλέτες, ταχυδρομικά περιστέρια. Τώρα πλέον ξεκινάμε για την δουλειά μας με την απαιτούμενη ασφάλεια και κυρίως την απαιτούμενη ατομική ευθύνη. Ευτυχώς που ο δρόμος ανήκει σε ιδιωτική εταιρία. Κανονικά η εταιρία θα έπρεπε να ζητήσει αποζημίωση από τους οδηγούς γιατί με τον εγκλωβισμό τους σταμάτησε η ροή και χάθηκαν τόσα χρήματα από τους άλλους οδηγούς που ήθελαν να μπουν στον δρόμο και δεν μπορούσαν.

Ευτυχώς που τους έτριξε τα δόντια ο καλός μας πρωθυπουργός και μαζεύτηκαν!

Όχι, να τα λέμε κι αυτά!

Αποδείχτηκε επίσης περίτρανα ότι ο κρατικός μηχανισμός είναι παρών και λειτουργεί παρόλα όσα έχουν ειπωθεί με αφορμή την «Ελπίδα».

Δεν πρόλαβαν οι αγρότες να βγουν στην Εθνική Οδό και αμέσως έφτασαν εκεί διμοιρίες των ΜΑΤ. Δεν πέρασαν ούτε λίγες ώρες από την καταγγελία της Γεωργίας για βιασμό και ο υπουργός της τάξης βρέθηκε αμέσως στο αρμόδιο αστυνομικό τμήμα. Κι όλα έγιναν «κατά πως έπρεπε να γίνουν». Να μην ξεχνάμε την αντίστοιχη άμεση αντίδραση και στην υπόθεση Λιγνάδη. Ούτε τρεις μήνες δεν άργησε η αστυνομία να ελέγξει τα αρχεία στους υπολογιστές του. Έδρασε αστραπιαία!

Να τα λέμε κι αυτά!

Είδαμε και κάποια σωματεία και ομοσπονδίες να ζητάνε αυξήσεις μετά από δώδεκα χρόνια. Και επαναφορά των δώρων. Μπορεί να μην λένε πόσο μεγάλες πρέπει να είναι οι αυξήσεις αλλά δεν έχει σημασία. Αλλά τι να πουν; Αφού ο καλός μας πρωθυπουργός τους πρόλαβε. Κοτζάμ 2% αυξήσεις έχει αναγγείλει και είπε πως θα δώσει κι άλλες. Τους τάπωσε!

Όχι, να τα λέμε κι αυτά!

Πέσαμε όλοι από τα σύννεφα όταν διαπιστώθηκε για εκατοστή έκτη φορά ότι πολλά φασιστοειδή βρίσκουν ζεστασιά, στοργή, φροντίδα και τη γνωστή πούδρα, στους οργανωμένους συνδέσμους μεγάλων, αλλά και μικρότερων, ομάδων που έχουν ιδιοκτήτες μεγάλους, αλλά και μικρότερους, οικονομικούς παράγοντες που είναι και ιδιοκτήτες μεγάλων, αλλά και μικρότερων, μέσων μαζικής ενημέρωσης. Μείναμε άφωνοι με την αντίδραση των ομάδων και της κυβέρνησης. Όλα λειτούργησαν σα να μην έγινε τίποτα. Σα να μην δολοφονήθηκε ο Άλκης. Μπορεί οι δολοφόνοι του να ήθελαν να δημιουργήσουν προβλήματα στην απρόσκοπτη διεξαγωγή των ποδοσφαιρικών πρωταθλημάτων αλλά δεν τα κατάφεραν. Αυτοί που διοικούν το ποδόσφαιρο όμως δεν τσίμπησαν.

Να τα λέμε κι αυτά!

Πρόσφατα πληροφορηθήκαμε ότι στη χώρα μας υπάρχουν 5.247.295 πλούσιοι, όσα είναι και τα αυτοκίνητά της με βάση τα στοιχεία της Ένωσης Ευρωπαίων Κατασκευαστών Αυτοκινήτου (για το 2019). Το είπε ο υπουργός μας ο κυρ Σκυλακάκης. Οι κατέχοντες αυτοκίνητα είναι πλούσιοι. Δεν ξέρει εκείνος κοτζάμ υπουργός και ξέρουμε εμείς; Ευτυχώς, ακούστηκε η φωνή της λογικής. Άποψη με επιχειρήματα όχι λαϊκισμοί και αηδίες!

Να τα λέμε κι αυτά!

Αμ το άλλο που μάθαμε και διαπιστώσαμε ότι τόσα χρόνια ζούσαμε στο σκοτάδι; Αν έχεις 500 ευρώ καταθέσεις είναι απολύτως γνωστό το πώς αποκτήθηκαν. Αν όμως έχεις 350.000 ευρώ τότε η πηγή τους καθίσταται αδιευκρίνιστη. Το γεγονός μπορεί να προκαλέσει στον κάτοχο των καταθέσεων αυτών μία ροπή προς την τσιρίδα και το σκούξιμο. Υπάρχει και σχετική παροιμία για κλέφτες και νοικοκυραίους μα και για γάτους που σκούζουν ενώ δεν θα έπρεπε.

Όχι, να τα λέμε κι αυτά!

Επιτέλους γίναμε κοινωνοί νέων ανακαλύψεων και αποκαλύψεων που κανονικά θα έπρεπε να τις μάθουν και να τις διδαχτούν οι μαθητές όλων των σχολείων της χώρας.

Αν την ώρα που η γυναίκα σκέφτεται να κάνει παιδί βλέπει στην τηλεόραση Ουρανό, τότε αυτό μεγαλώνοντας θα λέει συνέχεια ψέματα και θα συκοφαντεί. Αν βλέπει υπουργό με τσιριχτή φωνή μεγαλώνοντας θα έχει σταθερές κομματικές προτιμήσεις. Για μια ζωή θα υποστηρίζει το ίδιο κόμμα.

Να τα λέμε κι αυτά!

Όμως το πιο συγκλονιστικό είναι αυτό που μάθαμε για τον Παρθενώνα. Στέκει στον γνωστό βράχο εκατομμύρια χρόνια και κανένας δεν τον είχε πάρει χαμπάρι. Μόνο κάπου εκεί στον 5ο αιώνα π.Χ τον ανακάλυψαν οι άνθρωποι. Καταρρίπτονται όλα τα ιστορικά στοιχεία και η μέθοδος της ραδιοχρονολόγησης αποδεικνύεται λανθασμένη που μιλάνε για ηλικία 2.468 χρόνων. Επιβεβαιώνεται ότι χτίστηκε από εξωγήινους. Δεν έχει σημασία αν αποδεικνύεται. Σημασία έχει ποια το είπε. Αυτό και μόνο αποτελεί απόδειξη. Είναι θέμα «αγωγής».

Έτσι, να τα λέμε κι αυτά για να ακούγονται!

 

Σπέρνουν το ψέμα μα θα θερίσουν αλήθεια

Σπέρνουν το ψέμα μα θα θερίσουν αλήθεια

Σπέρνουν το ψέμα μα θα θερίσουν αλήθεια

Ο ένας ήταν εργάτης της ασφάλτου, διανομέας, ντελιβεράς «ανώνυμος», 44 χρονών, ξημερώματα Σαββάτου σκοτώθηκε σε τροχαίο στο Παλαιό Φάληρο εν ώρα δουλείας.

Άλλος συνάδελφός του στα Χανιά μια μέρα νωρίτερα, στάθηκε «τυχερός» και τη «γλύτωσε» με βαρύ τραυματισμό. Στο κορμί του; Στο μυαλό του; Στην ψυχή του;

Τρίτος εργαζόμενος εν ώρα δουλείας, προσπαθώντας να αποκαταστήσει βλάβη στην ηλεκτροδότηση την ώρα που η κακοκαιρία «Διομήδης» βρισκόταν σε εξέλιξη, για να μην στερηθούν οι συνάνθρωποί του το αγαθό του ηλεκτρικού ρεύματος, τουλάχιστον λόγω βλάβης. Γιατί πάρα πολύ το στερούνται λόγω ανημποριάς οικονομικής. Κάπου στη Λίμνη Πλαστήρα. Αγαπημένος θερινός και χειμερινός προορισμός.

Δεν ήταν διάσημοι, δεν τους έδειξε ποτέ ή τηλεόραση, δεν χάθηκαν ούτε κινδύνεψαν οδηγώντας παράτολμα κάποιο ακριβό αυτοκίνητο.

Τα γνωστά τηλεοπτικά κανάλια δεν ασχολήθηκαν μαζί τους. Δεν τους έκαναν αφιερώματα, δεν νοιάστηκαν για τις ζωές τους, για τις οικογένειες που θα τους στερηθούν, για τα παιδιά που θα τους αναζητούν, για τους φίλους και τους δικούς που θα τους ψάχνουν στις παρέες να τσουγκρίσουν τα ποτήρια και να πιουν στην υγειά τους-τραγική ειρωνεία-δεν έψαξαν με «αναλυτικό ρεπορτάζ» για τα όνειρά τους και τα μελλοντικά τους σχέδια.

Αλλά τι σόι όνειρα και τι σόι σχέδια μπορεί να έκαναν αυτοί οι φτωχοδιάβολοι, που να άξιζε να αναφερθούν από τους τηλεαστέρες της δήθεν ενημέρωσης.

Ίσως και να είναι άκρως τιμητικό για τη μνήμη τους το γεγονός ότι οι δικές τους οι ζωές, οι πραγματικές, οι ανθρώπινες, οι γήινες, δεν χωράνε στην ψευτιά που εκπέμπουν τα εν λόγω τηλεοπτικά κανάλια. Είναι τόσο μικρά για να χωρέσουν το μεγαλείο αυτών των ζωών.

Σπέρνουν το ψέμα λες και δεν γνωρίζουν πως θα θερίσουν αλήθεια!

Χ.Κ

 

Ετικέτες: , , , ,

Με 390 ευρώ το μήνα…

Με 390 ευρώ το μήνα…

Με 390 ευρώ το μήνα…

Από τονΧρήστο Επαμ. Κυργιάκη

Ξυπνάς το πρωί και η «καλημέρα» δε λέει να βγει από το σφιγμένα χείλη μα κι όταν βγει δεν έχει χαρά, δεν έχει ζωή. Μια κενή ευχή και τίποτα περισσότερο.

Ετοιμάζεις τα παιδιά για το σχολείο, κάνεις στα γρήγορα ένα καφέ και για σένα-γαμώτο πότε άδειασε το βάζο του καφέ-και ανάβεις τσιγάρο. Ρουφάς δυο τζούρες δηλητήριο-χωρίς καφέ δεν κατεβαίνει το άτιμο-κι ετοιμάζεσαι να «ζήσεις» άλλη μία μέρα.

Άλλο ένα ευέλικτο πεντάωρο σε περιμένει για να συμπληρώσεις τις 120 ώρες το μήνα. Απολογισμός: 390 ευρώ καθαρά κι αυτά στο περίπου.

Κάτι πήρε το αυτί σου για τον εργάτη στο λιμάνι της Cosco-της Cosco είναι και όχι του Πειραιά-που σκοτώθηκε εν ώρα εργασίας. Οι άλλοι εργάτες είπαν πως τον σκότωσε το εξαντλητικό ωράριο. Αναρωτιέσαι τι γίνεται; Ή θα δουλεύεις μέχρι θανάτου ή θα δουλεύεις ίσα για να πεθαίνεις λίγο-λίγο; Κάτι πιο ανθρώπινο δεν υπάρχει; Όχι, δε μιλάς για αυτά που δικαιούσαι αλλά για αυτά που σου αξίζουν. Ποιος αποφάσισε πόσο αξίζει η ζωή σου;

Κάτι πήρε το αυτί σου πως οι άλλοι εργάτες στο λιμάνι εξαγριώθηκαν και γκρέμισαν τις πύλες του κολαστηρίου. Έμαθες πως κέρδισαν πράγματα και αναθάρρησες. Σκέφτηκες: γιατί δεν το κάνουμε κι εμείς με τα δικά μας κολαστήρια. Απάντησες μόνος σου: μα εμείς δεν έχουμε νεκρό…Ξεφτίλα…

Κάπου διάβασες για τον εργάτη στη ΣΤΑΣΥ που σκοτώθηκε εν ώρα εργασίας επειδή ο συρμός δεν είχε φρένα, όπως θα έπρεπε να έχει, και σκέφτεσαι τα δικά σου φρένα που είναι έτοιμα να σπάσουν. Οι άλλοι εργάτες είπαν πως αυτό είναι το σύνηθες και πως ασφαλείς συνθήκες εργασίας δεν υπάρχουν γιατί αυτό σημαίνει λιγότερα φράγκα στις τσέπες των ιδιοκτητών.

Κάπου διάβασες πως έγινε απεργία διαμαρτυρίας. Όχι, τούτη τη φορά δεν έπεσαν οι πύλες του κολαστηρίου. Οι αυτόκλητοι προστάτες καρεκλοκένταυροι δεινόσαυροι της ΓΣΕΕ, για μία ακόμη φορά, γύρισαν πλευρό, όπως ήταν αναμενόμενο.

Τις προάλλες που γύριζες από τη δουλειά, είδες ένα κόκκινο ποτάμι από μηχανάκια και ντελιβεράδες να πορεύονται στην κεντρική λεωφόρο. Περίμενες να τελειώσει τούτο το ποτάμι για να περάσεις απέναντι γιατί βιαζόσουν. Κι αυτό το άτιμο δε λιγόστευε. Θυμήθηκες το Βάρναλη και σκέφτηκες: να δεις που θα έρθει ανάποδα ο ντουνιάς. Το δεξί σου χέρι έγινε γροθιά, τούτη τη φορά όχι ασυναίσθητα αλλά έχοντας πλήρη επίγνωση για το τι κάνεις. Το σήκωσες ψηλά και μετά χειροκροτούσες, και μετά φώναζες  «μπράβο» και «μαζί σας» και εισέπραξες ευχαριστίες. Στο τέλος ακολουθούσαν οι μηχανόβιοι ρόμποκοπ και φαίνονταν τόσο αστείοι και κυρίως τόσο αδύναμοι. Σα να τους έσερνε το κόκκινο ποτάμι από τη μύτη. Παρακαλούσες να μην είχε τελειώσει ποτέ τούτη η μοτοπορεία. Φούσκωσες από αυτοπεποίθηση και σκέφτηκες: αφού μπόρεσαν αυτοί μπορώ κι εγώ, μπορούμε κι εμείς και συνέχισες το δρόμο σου τραγουδώντας τον κυρ Μέντιο του Βάρναλη.

Έμαθες την επομένη πως εκείνοι οι τύποι για όλες τις δουλειές κέρδισαν αυτό που φαινόταν την προηγούμενη ως παράλογο, ανέφικτο κι αδύνατο.

Θυμήθηκες τότε-τι σου είναι το μυαλό-εκείνα τα παλιόπαιδα που συγκεντρώνονταν παράνομα για να μην επιτρέψουν στους αστυνομικούς να κάθονται δίπλα τους στα έδρανα των πανεπιστημιακών αμφιθεάτρων και ένιωσες ικανοποίηση γιατί εκείνα τα παλιόπαιδα νίκησαν. Μπορεί να μην ήταν δικά σου παιδιά μα αποφάσισες πως από την αμέσως επόμενη στιγμή θα είναι και δικά σου παιδιά.

Μπήκες στο σπίτι για να μαζέψεις λίγο τα συναισθήματά σου, κι άκουσες τον τηλεκανίβαλο να απαξιώνει τους δασκάλους. Πως είναι τάχα τεμπέληδες, πως δεν θέλουν να βελτιώνονται, πως είναι βολεμένοι και άλλα τέτοια.

Έκλεισες τον τηλεανεμιστήρα με τη λάσπη έβγαλες μια ξεχασμένη «επιστολή» από την τσάντα σου και βγήκες στο μπαλκόνι. Ήταν γράμμα των εκπαιδευτικών της περιοχής σου προς την κοινωνία. Το μοίραζαν κάτι «τεμπέληδες» στη λαϊκή πριν από μέρες. Δεν του είχες δώσει σημασία. Το διάβασες με προσοχή. Έγραφε για δημόσιο σχολείο, για δωρεάν παιδεία για όλα τα παιδιά. Έγραφε για φτώχεια στην εκπαίδευση για δεκάδες χιλιάδες κενά, για αίθουσες γεμάτες με μαθητές, για απολύσεις, για καταργήσεις σχολείων, για χορηγούς και ταξικούς φραγμούς στα παιδιά των οικονομικά και κοινωνικά αδύνατων. Αυτή, έγραφε, πως είναι η αξιολόγησή τους. Έφριξες! «Κουφάλες τηλεψεύτες», σκέφτηκες μέσα στην οργή και το θυμό.

Κάτι φωνές έφταναν στα αυτιά σου. Έκανες στην άκρη του μπαλκονιού για να βλέπεις στο μεγάλο δρόμο. Κι άλλο ποτάμι κατέβαινε με πανό και συνθήματα. Για αγώνα και δωρεάν παιδεία, διαδήλωναν, για κάποια δικαστήρια διαμαρτύρονταν. Έβγαλαν το δίκιο παράνομο αφού πρώτα έκαναν το άδικο νόμο. Σκέφτηκες πως αυτό δεν είναι μόνο άδικο μα και υβριστικό για τον καθένα. Είχες ακούσει πως οι δάσκαλοι των παιδιών σου αντιδρούσαν μαζικά σε τούτο το άδικο. Αναθάρρησες και πάλι.

Δεν πρόλαβες να ηρεμήσεις και το μυαλό σου πόνεσε από το τελευταίο «αγκάθι» των ημερών. Είχε και όνομα, εκτός από ψυχούλα…αχ βρε ψυχούλα μου.

Όλγα την έλεγαν και ήταν παιδί. Τι πρόλαβε να δει; Τι πρόλαβε να ζήσει; Μέχρι τη στιγμή που σφηνώθηκε στην πόρτα, πολύ λίγα. Όμως, τη στιγμή της τελευταίας αναγνωριστικής κλωτσιάς-ζει ή πέθανε ετούτο;-έζησε όλη την αδικία και την περιφρόνηση της γης. Κι όταν αυτή η περιφρόνηση προέρχεται από «το γιο της πλύστρας» είναι αφόρητη κι αβάστακτη που να πάρει η ευχή. Γιατί όλοι «οι γιοι της πλύστρας» οφείλουν να τα βάζουν με εκείνους που καταδίκασαν τη μάνα τους να είναι μια ζωή «πλύστρα» και όχι με τη Όλγα και την κάθε Όλγα.

Κι ένιωσες τότε σαν εκείνα τα ποτάμια τα βαθιά που άμα τα δεις από μακριά, έτσι όπως ρέουν χωρίς ορμή, τα περνάς για ακίνδυνα και δεν τους δίνεις σημασία. Όμως έχουν τέτοιο βάθος που αλίμονο σε όποιον τολμήσει να τα διασχίσει αψηφώντας τα.

Κατά πως φαίνεται, έτσι νιώθουν κι άλλοι που γίνονται όλο και περισσότεροι.

Με 390 ευρώ το μήνα, αυτό που περνάς δεν το λες ζωή…

 

Ετικέτες: , , , , ,

Στα όριά μας

Στα όριά μας

Στα όριά μας

Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη

Μπήκε ο Οκτώβρης και είναι λες και μπήκε χειμώνας βαρύς.

Άνοιξαν τα σχολεία και η ανείπωτη χαρά μας που θα βρισκόμασταν στο φυσικό μας χώρο μαζί με τους συναδέλφους και τους μαθητές μετατράπηκε σε ένα καθημερινό άγχος και σε ένα συνεχές ξόρκισμα του στρεσαρίσματος και της πίεσης.

ΚΥΑ για το ασφαλές άνοιγμα των σχολείων λόγω Covid. Να γίνουμε νοσηλευτές, να γίνουμε γιατροί, να γίνουμε υπεράνθρωποι, να κάνουμε συνεχή δίωρα και μετά εφημερία και μετά πάλι δίωρα, να συμπληρώνουμε φόρμες ηλεκτρονικές, κι άλλες φόρμες, κι άλλες φόρμες…Άι σιχτίρ μέσα.

Να φωνάζουμε όλοι πως ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΟΥΜΕ άλλο και να μας λένε αυτοί που μπαίνουν ελάχιστα έως καθόλου στις τάξεις, κάντε υπομονή, αντί να χαίρεστε που μπαίνετε τόση ώρα στην τάξη κάνετε συνεχώς παράπονα. Πάρτε κενά για να παίρνετε ανάσες, μας λένε, και να εφαρμοστεί και το 8 με 2 στα μουλωχτά, προσθέτω εγώ.

ΚΥΑ για εξ αποστάσεως σε περίπτωση καταλήψεων, με χιόνια με πλημμύρες, με σεισμούς με Covid, με, με, με…Σάμπως και νοιάζεστε που το 30% των μαθητών δεν έχει εξοπλισμό;

Καημένη κυρία Νίκη μου, ξέρεις πολύ καλά πως κάνεις το μνημόσυνο της δημόσιας εκπαίδευσης, με ξένα κόλλυβα, δυστυχώς τα κερνάμε εμείς. Διότι, χωρίς τον εξοπλισμό, το ίντερνετ και το χώρο που διέθεσαν οι εκπαιδευτικοί, η περίφημη «εξ αποστάσεως» που τόσο μας τη διαφημίσατε θα κατέρρεε την επόμενη μέρα. Όλοι το ξέρουν. Κι εμείς οι εκπαιδευτικοί το ξέρουμε. Αν αύριο εμφανιστούμε στα σχολεία για εξ αποστάσεως θα γελάνε μέχρι και οι τοίχοι. Δεν θα ξέρετε τι να μας κάνετε, ούτε εσείς ούτε τα στελέχη σας. Αφήστε λοιπόν τους λεονταρισμούς κατά μέρος.

Επενδύετε στο φιλότιμό μας και καλά κάνετε γιατί εμείς διαθέτουμε και φιλότιμο και ψυχή. Εσείς και οι συνάδελφοί σας είστε σαν σε «διατεταγμένη υπηρεσία». Χθες αλλού, σήμερα εδώ, αύριο ποιος ξέρει. Εμείς όμως; Εδώ από χθες και για όσο αντέξουμε. Και να είστε σίγουρη πως θα αντέξουμε όσο χρειαστεί κι ακόμα περισσότερο.

ΚΥΑ για την αξιολόγηση τη μία, άλλη ΚΥΑ για την αξιολόγηση την άλλη, και δως του η κατατρομοκράτηση. Θα σας κόψουν το μισθό, θα σας κόψουν τον κώλο, θα σας κρεμάσουν ανάποδα, δεν θα μπορείτε να γίνεται διευθυντές ή συντονιστές-δεν καιγόμαστε κιόλας-θα σας στείλουμε να σπάτε πέτρες, δεν θα σας κάνουμε μόνιμους εσάς τους καινούργιους, τι καινούργιοι δηλαδή που είστε όλοι πάνω από σαράντα, δεν θα σας πάρουμε πάλι αναπληρωτές εσάς τους αναπληρωτές που σιγά το πράγμα, η τελευταία τρύπα της φλογέρας είστε για μας. Κι άλλα τέτοια όμορφα και κυρίως δημοκρατικά.

Να γίνονται συνεδριάσεις των συλλόγων διδασκόντων που μετατρέπονται σε μάχες. Απειλές, εκφοβισμός και πίεση από τη μία. Αντίσταση επιχειρήματα, ηρωισμοί και απεργία αποχή από την άλλη.

Το υπουργείο μετά την αποτίμηση της ήττας άρχισε τα νομικίστικα και τα δικαστήρια. Θα βγει παράνομη η απεργία; Δεν θα βγει παράνομη η απεργία. Θα βγει καταχρηστική η απεργία; Δεν θα βγει καταχρηστική η απεργία.

Και να οι αποφάσεις. Παράνομη αλλά όχι καταχρηστική.

Όχι ρε γαμώτο. Τι θα πει αυτό συνάδελφε; Σάματις ξέρω και γω.

Και να οι εφέσεις από την ΟΛΜΕ και πάρε κι άλλη απεργία-αποχή από την ΑΔΕΔΥ και φτου κι απ΄την αρχή.

Αυτό που ξέρω είναι πως το καλό της παιδείας, των παιδιών, των καθηγητών, της κοινωνίας ολόκληρης δεν μπορεί να περνάει μέσα από τις αίθουσες δικαστηρίων.

Δεν γίνεται κυρία Νίκη να λες πως νοιάζεσαι για τα σχολεία και να μην αφήνεις τους καθηγητές να αντιδράσουν όταν κρίνουν ότι πρέπει να αντιδράσουν.

Γιατί κυρία Νίκη μου, αποδεδειγμένα όλα αυτά τα χρόνια, μόνο εκείνοι νοιάστηκαν για το ρημάδι το σχολείο.

Τους χλευάσατε τους κάνατε φτωχούς, τους εξουθενώσατε εργασιακά, τους κλέψατε δώρα, επιδόματα, εφάπαξ, συντάξεις, τους αφήσατε αδιόριστους αλλά αυτοί εκεί. Δεν πρόδωσαν τους μαθητές τους δεν πρόδωσαν τη μεγάλη τους αγάπη.

Λύσσαξες με την αξιολόγηση κυρία Νίκη μου, όμως τώρα δεν είναι όπως παλιά που έλεγε ο υπουργός «αξιολόγηση» και η κοινωνία συμφωνούσε με ανοιχτό το στόμα.

Όποιος αξιολογεί θα αξιολογείται και άλλα τέτοιες εξυπνάδες.

Δυστυχώς για σας και ευτυχώς για μας, κοινωνία δεν είναι τα καλοταϊσμένα ΜΜΕ. Ο κόσμος αρχίζει να το καταλαβαίνει και βάλαμε κι εμείς το χεράκι μας.

Ώστε η αξιολόγηση θα αναβαθμίσει το δημόσιο σχολείο!  Αλήθεια; ‘Όπως στις ΗΠΑ, όπως στην Αγγλία, τη Σουηδία, το Μεξικό, τον Καναδά ή όπου αλλού εφαρμόστηκε;

Λίστες με καλά και κακά σχολεία σε μια ιδιότυπη πασαρέλα με τους εκπαιδευτικούς χωρίς καμία εργασιακή ασφάλεια δούλους κανονικούς, τους γονείς να ψάχνουν με το κουπόνι στο χέρι, τους χορηγούς να δίνουν το πρόσταγμα και το μάθημα να περιορίζεται μόνο σε ότι χρειάζεται για τους διαγωνισμούς, τα τεστ, τις εξετάσεις, τα πρωταθλήματα και τους τελικούς μαθητικών αγώνων δεξιοτήτων.

Το γεγονός ότι σας αρκεί μια έκθεση αξιολόγησης ακόμη και από τον διευθυντή της σχολικής μονάδας δείχνει τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα στα οποία έχετε εκπαιδευτεί για να πείθετε τους ψηφοφόρους σας.

Αφήστε μας λοιπόν ήσυχους να κάνουμε αυτό που αγαπάμε. Ούτε που σας περνάει από το μυαλό πόσο επώδυνο είναι για μας όταν καταλαβαίνουμε, όσοι μπήκαν σε τάξη ξέρουν, ότι κάτι στο μάθημά μας δεν πήγε καλά.

Η δική σας δουλειά είναι να έχετε καθηγητές στην ώρα τους, που δεν τους έχετε, βιβλία στην ώρα τους, που δεν τα έχετε πάντα, ολιγομελή τμήματα, που δεν υπάρχουν, γυμναστήρια, θέατρα, εικαστικά εργαστήρια, μαθήματα κοινωνικών επιστημών, μαθήματα μουσικής, σύγχρονα βιβλία και κτήρια που να μην πέφτουν. Αυτά τα τελευταία, πάλι δεν τα έχετε. Και μας μιλάτε για αξιολόγηση και για αναβάθμιση του δημόσιου σχολείου.

Εκτός αν την τράπεζα θεμάτων, τις εξετάσεις από το δημοτικό και την ελάχιστη βάση εισαγωγής που σπρώχνουν τους μαθητές στην ιδιωτική πρωτοβουλία και τους γονείς να βάλουν βαθιά το χέρι μέσα στην τρύπια και άδεια τσέπη τους μπας και βρουν τίποτα, τη βαφτίζεται αναβάθμιση του δημόσιου σχολείου.

Πείτε τη καλύτερα με το όνομά της: Χάρισμα στις ορέξεις των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων όλων των βαθμίδων.

Επενδύσατε στο φόβο και χάσατε, για άλλη μια φορά.

Ο φόβος σκιάχτηκε και πλέον σας συνοδεύει στις σκέψεις και τις ενέργειές σας….

 

Ετικέτες: , , , , ,

Η άτιμη η κενωνία

Η άτιμη η κενωνία

Η άτιμη η κενωνία

Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη

Τα πράγματα είναι απλά. Απλά και εύκολα. Όσο εύκολες ήταν οι εργασίες που έχουν κάνει στη ζωή τους κάποιοι πολιτικοί μας ηγέτες, άριστοι κατά τα άλλα, και λάτρεις της σκληρής εργασίας.

Άμα είσαι γιατρός και σώζεις ζωές και μάχεσαι για να νιώθει ο άνθρωπος αξιοπρεπής μέσα στην ασθένειά σου, όπως ευτυχώς συμβαίνει με τους περισσότερους γιατρούς, και δεν παίρνεις φακελάκια ως προϋπόθεση για να τους αναλάβεις, η κοινωνία, επίσημη και ανεπίσημη, σου χαρίζει απλόχερα το χειροκρότημά της. Σε στύβει στις υπερωρίες και ακόμα στις χρωστάει. Γιατρουδάκι σε ανεβάζει γιατρουδάκο σε κατεβάζει. Ενώ αν είσαι από τους άλλους, τους εκβιαστές, η κοινωνία, επίσημη και ανεπίσημη, σε ανταμείβει. Σε κάνει καθηγητή, μεγαλογιατρό με πουράκλες στο γραφείο σου κάτω από το «απαγορεύεται το κάπνισμα». Μέχρι και πρύτανη μπορεί να σε κάνει για να έχεις τον έλεγχο και να τα κονομάς από παντού ή και ειδικό σε κάποια από τις επιστημονικές επιτροπές για να έχουν οι ιθύνοντες το κεφάλι τους ήσυχο.

Άμα είσαι άνθρωπος του μόχθου, του μεροκάματου και της καθημερινής βιοπάλης, η κοινωνία, επίσημη και ανεπίσημη, σε έχει κυριολεκτικά χεσμένο. Μόνο η μάνα σου σε θυμάται και μόνο αυτή νιώθει το τι περνάς. Ποιος νοιάζεται αν έχεις να περάσεις το μήνα, αν έχεις για το ενοίκιο, αν σου φτάνουν για τη δόση του δανείου, αν έχεις φαΐ στο πιάτο κάθε που γυρνάς στο σπίτι ή αν δουλεύεις ένα σκασμό ώρες κάθε μέρα;

Αν είσαι όμως μέγας πληρωμένος ξεχασμένος και ξεγραμμένος μαχητής και μπορείς και επιβιώνεις σε στημένες κακουχίες κάπου εκεί στην καραϊβική τότε η κοινωνία, επίσημη και ανεπίσημη, σε έχει περί πολλού. Σε περιμένει στα αεροδρόμια για να σε επευφημήσει λες και ανακάλυψες το φάρμακο για τον καρκίνο, λες και έβαλες έστω ένα λιθαράκι, έναν κόκκο άμμου βρε αδερφέ για να φτιάξεις ένα σκαλί για να πατήσει ο «άνθρωπος» και να δικαιολογήσει το όνομά του. Σου ετοιμάζει συνεντεύξεις σε κανάλια πανελλαδικής εμβέλειας για να αναλύσεις τις κραυγές που έβγαζες όταν βουτούσες στα λασπόνερα ξυπνώντας ακόμη και στα τσακάλια ακόμη πιο ζωώδη ένστικτα.

Αν πάλι είσαι μισθωμένος αγρότης σε φάρμα, τέτοιος αγρότης που σηκώνεται ο φράχτης, παίρνει των ομματιών του και πάει μετανάστης στην Παταγονία, και ουρλιάζεις χωρίς λόγο όλη την ώρα κάνοντας τον άγριο και τον τσαμπουκαλεμένο, η κοινωνία, επίσημη και ανεπίσημη, σε προβάλλει σαν πρότυπο. Να γαμπρός για τις κόρες τις έμορφες. Και δως του τα κανάλια να σε κυνηγάνε για μια σου λέξη, τι λέξη δηλαδή, για ένα σου μουγκρητό έστω για ένα σου γέλιο για να λάμψει η λευκασμένη οδοντοστοιχία σου.

Αν όμως είσαι αγρότης κανονικός, από αυτούς που μυρίζουν το χώμα και καταλαβαίνουν αν και πόσο διψάει, από αυτούς που παλεύουν με τη γη για να ζήσουν οι ίδιοι και οι οικογένειές τους τότε η κοινωνία, επίσημη και ανεπίσημη, θα σε πει τεμπέλη και καφενόβιο που ζεις με τις επιδοτήσεις και κλείνεις τις εθνικές οδούς του Μπόμπολα και δεν αφήνεις τον Πέτρο να πάει να δει τη μανούλα του και στενοχωριέται ο Πέτρος και οι όμοιοί του. Και σε λίγα χρόνια εκεί που χρωστούσε και της Μιχαλούς κατορθώνει και μας κάνει τη χάρη να προσφέρει και πάλι με τα έντυπά του στον εκπολιτισμό του μνημονιακού νεοέλληνα. Αυτά είναι τα ωραία.

Όμως ευτυχώς για όλους εμάς τους υπόλοιπους που δεν είμαστε μέλη της κοινωνίας ούτε της επίσημης ούτε της ανεπίσημης, υπάρχουν εκείνοι, και είναι πάρα πολλοί, που κρατάνε άσβεστη τη φλόγα της ελπίδας και είναι φορές που την κάνουν πυρκαγιά που καίει ότι τοξικό υπάρχει και μπορούμε και ρουφάμε καθαρό αέρα.

Είναι όλοι αυτοί οι παραπάνω που η κοινωνία, επίσημη και ανεπίσημη, τους έχει απορρίψει. Και κοντά σ’ αυτούς είναι κι άλλοι, όπως οι φοιτητές που πέταξαν έξω τους μπάτσους του Μιχάλη και του Κούλη από τα πανεπιστήμια ή όπως οι εκπαιδευτικοί που όρθωσαν και πάλι ανάστημα στις εμμονικές αντιδραστικές επιδιώξεις της κυρά-Νίκης και πέταξαν για μία ακόμη φορά στον καλάθι των α(χ)ρήστων την αξιολόγησή τους.

Γιατί τα πράγματα είναι απλά. Άλλες οι ανάγκες της πραγματικής κοινωνίας και άλλες οι εικονικές ανάγκες της κενωνίας που θέλει να εμφανίζεται ως κοινωνία, επίσημη ή ανεπίσημη.

 

Ετικέτες: , , , , , ,

Η μάνα

Η μάνα

Η μάνα

Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη

Λένε πως η δουλειά σε ανταμείβει, πως όποιος δουλεύει αργά ή γρήγορα θα βρει προκοπή. Εννοούν πως θα αποκτήσει περιουσία, θα βγάλει λεφτά θα ανέβει τάξη στην κοινωνία. Θα γίνει κάποιος βρε αδερφέ.

Δώδεκα χρονών ήταν ο Παναγής, εκεί γύρω στα 1920.

Τον ξύπνησε η μάνα του ένα πρωί και του ανακοίνωσε πως ο πατέρας του πέθανε.

– Και δεν θα τον ξαναδούμε μάνα;

– Είδες πολλούς πεθαμένους μέχρι τώρα;

– Δεν ξέρω μάνα, είμαι μικρός.

– Πέθανε σου λέω. Μας άφησε χρόνους που να καεί στην κόλαση ο αφορεσμένος.

– Όχι στην κόλαση μάνα. Κάνει πολλή ζέστα εκεί.

– Να καεί! Καψάλα να γίνει. Πώς θα τα βγάλω πέρα μόνη μου λες; Χωράφια δεν έχουμε, λίρες δεν έχουμε, παράδες δεν έχουμε. Και το σπίτι ακόμα που μένουμε είναι έτοιμο να σαρίσει.

– Μάνα γιατί πέθανε;

– Γιατί ήταν αχαΐρευτος. Εκεί που θέριζε έπεσε τέζα.

– Θέλω να τον δω. Πού είναι;

– Δεν χρειάζεται. Τον πήραν και τον έθαψαν. Δεν χρειάζεται να τον δεις.

– Είχα από προχτές να τον δω.

– Κι εγώ. Νόμιζα κοιμήθηκε στο χωράφι. Το είχε ξανακάνει. Αλλά αυτός πήγε και ψόφησε.

– Μη μιλάς έτσι για τον πατέρα. Σάματις ήθελε να πεθάνει λες;

– Κι άμα δεν ήθελε; Τώρα τι κάνουμε;

– Θα δουλέψω εγώ μάνα. Μη σκιάζεσαι.

– Θα πάω στον κυρ-Στέργιο και θα του ζητήσω δουλειά.

– Μην πας σ’ αυτόν.

– Γιατί;

– Δεν είναι καλός άνθρωπος. Και δεν μ’ αρέσει που σε κοιτάει. Ούτε που σε αγγίζει με τα χέρια του.

Δεν πρόλαβε ο Παναγής να τελειώσει τη φράση του και βρέθηκε με το κεφάλι στον τοίχο από την ξανάστροφη της μάνας του.

– Μάζεψε τη γλώσσα σου γιατί θα στην κόψω. Όταν ψηνόσουν στον πυρετό τις προάλλες, εκείνος πλήρωσε για να πας σε γιατρό στην πόλη. Ο ανεπρόκοπος ο πατέρας σου βλέπεις δεν μπορούσε.

Τα μάτια του παιδιού γέμισαν δάκρυα.

– Αν ξαναπείς ανεπρόκοπο τον πατέρα μου θα σε κλωτσήσω και θα φύγω.

– Να πας στα τρανά που θα με φοβερίξεις κιόλας.

Σηκώθηκε κι έφυγε ο Παναγής. Όχι, δεν την κλώτσησε τη μάνα του μα τα μάτια του έτρεχαν ασταμάτητα σα μικρές βρυσούλες. Μόνο που δεν έβγαζαν νερό γάργαρο. Φαρμάκι και πόνο έσταζαν, πόνο αβάσταχτο για την ψυχούλα του μικρού.

Πήγε στην άλλη άκρη του χωριού, στη θεια του τη Λένω, την αδερφή του πατέρα του.

– Κάτσε λίγες μέρες εδώ μέχρι να περάσει η μπόρα και θα πας να βρεις ξανά τη μάνα σου, του είπε η θεια του.

– Δεν πάω θεια. Δεν τη θέλω. Βρίζει τον πατέρα μου και θα πάει να βρει τον Στέργιο.

– Ποιον, εκείνο το παλιοζάγαρο;

– Ναι εκείνο.

– Ότι πει η μάνα σου, αυτό θα κάνεις κι εσύ.

– Εγώ δεν πάω σ’ αυτόν.

– Καλά! Σώπα τώρα. Αγρίμι σκέτο. Ίδιος ο πατέρας, Σε καλό να σου βγει.

Πέρασαν πάνω από δύο μήνες που έκατσε με τη θεια του. Η μάνα του πήγαινε και τον έβλεπε. Τον ξεκαθάρισε πως τον κυρ-Στέργιο θα τον παντρευτεί.

– Αν δεν τον παντρευτώ θα πεθάνουμε από την πείνα, κι εγώ κι εσύ μαζί που να μην έσωνα να τον παντρευόμουν τον αχαΐρευτο τον πατέρα σου.

Σηκώθηκε ο Παναγής και όρμησε με φόρα στη μάνα του. Τελευταία στιγμή, αντί να κλωτσήσει εκείνη, έριξε μια δυνατή κλωτσιά στο τραπέζι.

Ούρλιαξε η θεια του. Έβαλε τα κλάματα η μάνα του. Το παιδί βγήκε έξω κουτσαίνοντας και φωνάζοντας.

– Άι στο διάολο μάνα. Άι στο διάολο και συ και ο παλιό Στέργιος σου.

Τι κι αν δεν ήθελε ο Παναγής; Στο μήνα πάνω έγινε ο γάμος.

Αυτός κι η μάνα του μετακόμισαν στο σπίτι του πλούσιου πατριού του.

Από την πρώτη μέρα ο πατριός του έβαλε τους όρους του.

– Μικρέ, εδώ είναι το σπίτι μου. Το θες δεν το θες εδώ κουμάντο κάνω μόνο εγώ. Αν δεν συμφωνείς με όσα ορίζω θα μένεις έξω. Η μάνα σου είναι τώρα δική μου. Την ήθελα κι από παλιά αλλά οι δικοί της την έδωκαν στον πάτερα σου γιατί ήμουνα λέει μεγάλος.

– Σαν παππούς μου είσαι. Με το ένα πόδι στο τάφο.

– Όπως βλέπεις εγώ είμαι ολοζώντανος. Άλλος είναι στο τάφο.

Θόλωσε το παιδί με όσα άκουσε. Αρπάζει το κουζινομάχαιρο που ήταν πάνω στο τραπέζι και ορμάει στον κυρ-Στέργιο.

Τον προλαβαίνει εκείνος και του πιάνει το χέρι. Του τραβάει το μαχαίρι και είναι έτοιμος να το καρφώσει στο κορμί του παιδιού.

– Άτιμε θα σε σκοτώσω, ακούστηκε η φωνή της μάνας την ώρα που κάρφωνε στην πλάτη του κυρ-Στέργιου την κάμα που είχε πάντα στο ζωνάρι μέσα από τα σιγκούνια της.

Πέντε μαχαιριές του κατάφερε του κυρ-Στέργιου μέχρι να σιγουρευτεί πως ο γιος της δεν κινδυνεύει από τα χέρια του.

Φαρδύς πλατύς σωριάστηκε ο Στέργιος με το κουζινομάχαιρο να πέφτει δίπλα του στο πάτωμα.

– Φεύγα Παναγή. Τράβα στη θεια σου και πες της τι έγινε. Εμένα να με ξεχάσεις. Εκείνη θα έχεις τώρα για μάνα.

Τα χρόνια πέρασαν, ο Παναγής μεγάλωσε έκανε δική του οικογένεια μα τα σημάδια στην ψυχή του έμειναν ανεξίτηλα.

Ποτέ δεν αγκάλιασε τα τρία του παιδιά, ούτε όταν ήταν μικρά ούτε σαν μεγάλωσαν.

Και τη γυναίκα του, παρόλο που την «έκλεψε» από αγάπη γιατί οι δικοί της δεν τον ήθελαν για γαμπρό τους, δεν της είπε ποτέ ένα καλό, έναν γλυκό λόγο.

Και στο χωριό που κατέφυγε με την γυναίκα του για να συνεχίσει τη ζωή του, είχε τη φήμη του δύστροπου, του παράξενου και του αψύ ανθρώπου που όλα του έφταιγαν.

Σε κανέναν δεν μίλησε ποτέ για τα όσα πέρασε.

Αυτά μαθεύτηκαν αργότερα όταν ο ίδιος είχε φύγει πια από τη ζωή.

Κάποιοι έσκυψαν το κεφάλι, κάποιοι ένιωσαν τύψεις αλλά οι περισσότεροι συνέχισαν να ζουν τις ζωές τους με τα δικά τους τραύματα και τα δικά τους απωθημένα.

Μέχρι να κλείσει τα μάτια του δούλευε στα χωράφια.

Ούτε περιουσία απόκτησε, ούτε παράδες, ούτε λίρες, ούτε παλάτια.

Τι κι αν τον σκιάζονταν τα χώματα σαν τον έβλεπαν;

Ίσως δεν του «άξιζε να προκόψει»…

 

Ετικέτες: , , , , ,

 
απέραντο γαλάζιο

"το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή..."

blog it

QUAERE VERUM:ΑΝΑΖΗΤΗΣΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ

aioroumenesskepseis

The greatest WordPress.com site in all the land!

dpa2007

Just another WordPress.com site

Blogs Of The Day

Just another WordPress.com weblog

Kyrgiakischristos's Blog

πεζογραφία-σχολιασμός επικαιρότητας-σάτιρα και πολλά άλλα

Βιο...λογισμοί

Βιολογία | Εκπαίδευση | Υγεία

fysikhlykeiou

Ασκήσεις-Προβλήματα-Διαγωνίσματα-Μεθοδολογία φυσικής λυκείου και πανελληνίων εξετάσεων και ...πολλά άλλα

WordPress.com

WordPress.com is the best place for your personal blog or business site.

Αρέσει σε %d bloggers: