RSS

Category Archives: ΘΕΑΤΡΙΚΑ

Η άτιμη η κενωνία

Η άτιμη η κενωνία

Η άτιμη η κενωνία

Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη

Τα πράγματα είναι απλά. Απλά και εύκολα. Όσο εύκολες ήταν οι εργασίες που έχουν κάνει στη ζωή τους κάποιοι πολιτικοί μας ηγέτες, άριστοι κατά τα άλλα, και λάτρεις της σκληρής εργασίας.

Άμα είσαι γιατρός και σώζεις ζωές και μάχεσαι για να νιώθει ο άνθρωπος αξιοπρεπής μέσα στην ασθένειά σου, όπως ευτυχώς συμβαίνει με τους περισσότερους γιατρούς, και δεν παίρνεις φακελάκια ως προϋπόθεση για να τους αναλάβεις, η κοινωνία, επίσημη και ανεπίσημη, σου χαρίζει απλόχερα το χειροκρότημά της. Σε στύβει στις υπερωρίες και ακόμα στις χρωστάει. Γιατρουδάκι σε ανεβάζει γιατρουδάκο σε κατεβάζει. Ενώ αν είσαι από τους άλλους, τους εκβιαστές, η κοινωνία, επίσημη και ανεπίσημη, σε ανταμείβει. Σε κάνει καθηγητή, μεγαλογιατρό με πουράκλες στο γραφείο σου κάτω από το «απαγορεύεται το κάπνισμα». Μέχρι και πρύτανη μπορεί να σε κάνει για να έχεις τον έλεγχο και να τα κονομάς από παντού ή και ειδικό σε κάποια από τις επιστημονικές επιτροπές για να έχουν οι ιθύνοντες το κεφάλι τους ήσυχο.

Άμα είσαι άνθρωπος του μόχθου, του μεροκάματου και της καθημερινής βιοπάλης, η κοινωνία, επίσημη και ανεπίσημη, σε έχει κυριολεκτικά χεσμένο. Μόνο η μάνα σου σε θυμάται και μόνο αυτή νιώθει το τι περνάς. Ποιος νοιάζεται αν έχεις να περάσεις το μήνα, αν έχεις για το ενοίκιο, αν σου φτάνουν για τη δόση του δανείου, αν έχεις φαΐ στο πιάτο κάθε που γυρνάς στο σπίτι ή αν δουλεύεις ένα σκασμό ώρες κάθε μέρα;

Αν είσαι όμως μέγας πληρωμένος ξεχασμένος και ξεγραμμένος μαχητής και μπορείς και επιβιώνεις σε στημένες κακουχίες κάπου εκεί στην καραϊβική τότε η κοινωνία, επίσημη και ανεπίσημη, σε έχει περί πολλού. Σε περιμένει στα αεροδρόμια για να σε επευφημήσει λες και ανακάλυψες το φάρμακο για τον καρκίνο, λες και έβαλες έστω ένα λιθαράκι, έναν κόκκο άμμου βρε αδερφέ για να φτιάξεις ένα σκαλί για να πατήσει ο «άνθρωπος» και να δικαιολογήσει το όνομά του. Σου ετοιμάζει συνεντεύξεις σε κανάλια πανελλαδικής εμβέλειας για να αναλύσεις τις κραυγές που έβγαζες όταν βουτούσες στα λασπόνερα ξυπνώντας ακόμη και στα τσακάλια ακόμη πιο ζωώδη ένστικτα.

Αν πάλι είσαι μισθωμένος αγρότης σε φάρμα, τέτοιος αγρότης που σηκώνεται ο φράχτης, παίρνει των ομματιών του και πάει μετανάστης στην Παταγονία, και ουρλιάζεις χωρίς λόγο όλη την ώρα κάνοντας τον άγριο και τον τσαμπουκαλεμένο, η κοινωνία, επίσημη και ανεπίσημη, σε προβάλλει σαν πρότυπο. Να γαμπρός για τις κόρες τις έμορφες. Και δως του τα κανάλια να σε κυνηγάνε για μια σου λέξη, τι λέξη δηλαδή, για ένα σου μουγκρητό έστω για ένα σου γέλιο για να λάμψει η λευκασμένη οδοντοστοιχία σου.

Αν όμως είσαι αγρότης κανονικός, από αυτούς που μυρίζουν το χώμα και καταλαβαίνουν αν και πόσο διψάει, από αυτούς που παλεύουν με τη γη για να ζήσουν οι ίδιοι και οι οικογένειές τους τότε η κοινωνία, επίσημη και ανεπίσημη, θα σε πει τεμπέλη και καφενόβιο που ζεις με τις επιδοτήσεις και κλείνεις τις εθνικές οδούς του Μπόμπολα και δεν αφήνεις τον Πέτρο να πάει να δει τη μανούλα του και στενοχωριέται ο Πέτρος και οι όμοιοί του. Και σε λίγα χρόνια εκεί που χρωστούσε και της Μιχαλούς κατορθώνει και μας κάνει τη χάρη να προσφέρει και πάλι με τα έντυπά του στον εκπολιτισμό του μνημονιακού νεοέλληνα. Αυτά είναι τα ωραία.

Όμως ευτυχώς για όλους εμάς τους υπόλοιπους που δεν είμαστε μέλη της κοινωνίας ούτε της επίσημης ούτε της ανεπίσημης, υπάρχουν εκείνοι, και είναι πάρα πολλοί, που κρατάνε άσβεστη τη φλόγα της ελπίδας και είναι φορές που την κάνουν πυρκαγιά που καίει ότι τοξικό υπάρχει και μπορούμε και ρουφάμε καθαρό αέρα.

Είναι όλοι αυτοί οι παραπάνω που η κοινωνία, επίσημη και ανεπίσημη, τους έχει απορρίψει. Και κοντά σ’ αυτούς είναι κι άλλοι, όπως οι φοιτητές που πέταξαν έξω τους μπάτσους του Μιχάλη και του Κούλη από τα πανεπιστήμια ή όπως οι εκπαιδευτικοί που όρθωσαν και πάλι ανάστημα στις εμμονικές αντιδραστικές επιδιώξεις της κυρά-Νίκης και πέταξαν για μία ακόμη φορά στον καλάθι των α(χ)ρήστων την αξιολόγησή τους.

Γιατί τα πράγματα είναι απλά. Άλλες οι ανάγκες της πραγματικής κοινωνίας και άλλες οι εικονικές ανάγκες της κενωνίας που θέλει να εμφανίζεται ως κοινωνία, επίσημη ή ανεπίσημη.

 

Ετικέτες: , , , , , ,

Πρέπει να φας παιδί μου

Πρέπει να φας παιδί μου

Πρέπει να φας παιδί μου

Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη

«Γιατί κλαις παιδί μου; Μήπως πεινάς; Θα πεινάς σίγουρα. Είσαι αδύνατος. Πρέπει να τρως. Έλα σε παρακαλώ. Φάε λίγο ψωμί τουλάχιστον.»

Δώδεκα γυναίκες, εργάτριες γης, στοιβαγμένες σε μια αποθήκη «του αφέντη», όλες από το διπλανό χωριό, αποκαμωμένες από το σκάλισμα των βαμβακιών νύχτα με νύχτα, στρωματσάδα πάνω σε κάτι σελτέδες γεμάτους κοριούς και τσιμπούρια. Τουαλέτα, που λέει ο λόγος, και τουλούμπα για πλύσιμο έξω από την αποθήκη. Καμιά τριανταριά μέτρα μακριά.

Είκοσι έξι χρονών η μικρότερη, με δύο παιδιά, τρίχρονο το τελευταίο, εξήντα δύο η μεγαλύτερη. Όλες άφησαν τα σπίτια τους και τις οικογένειές τους για δύο βδομάδες επειδή η ανάγκη τους έσφιγγε το λαιμό.

Για το μεροκάματο, για να βουλώσουν καμιά τρύπα, για να αγοράσουν ξύλα για το χειμώνα, για να πάρουν κανένα κιλό κρέας για το παιδί, για, για…

– Πάλι εφιάλτη έβλεπε η μικρή. Θα σκάσει από το κακό της.

– Μας βγήκε ευαίσθητη. Λες και τα δικά μας είναι σκυλιά κι όχι παιδιά.

Η μεγαλύτερη από όλες πήγε και σκούντηξε σιγά-σιγά τη μικρή για να την ξυπνήσει χωρίς να τρομάξει.

– Έλα σήκω. Σου είπα να μην ξεσυνερίζεσαι με όσα βάζεις στο μυαλό σου. Μια χαρά είναι το παιδί. Έχουμε δέκα μέρες ακόμα. Άμα δεν κοιμάσαι πώς θα αντέξεις όλες τις μέρες με το τσαπί στο χέρι;

– Είδα πάλι ότι έκλαιγε και δεν έτρωγε. Έμαθε με μένα και δεν τρώει με την πεθερά μου. Πώς θα βάλει κάνα γραμμάριο άμα δεν τρώει.

– Μην κάνεις έτσι. Εμείς δεν έχουμε παιδιά; Δεν βλέπουμε και εφιάλτες κάθε βράδυ, πετάχτηκε η εργάτρια που την κατέκρινε και πριν.

Η «μικρή» δεν μίλησε. Μόνο την κοίταξε με απορία και θλίψη.

– Εσύ να κοιτάς τη δουλειά σου, της είπε η πιο ηλικιωμένη.

– Κι εσύ τη δική σου, της απάντησε η ίδια εργάτρια.

Από την πρώτη μέρα η μικρομάνα δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει πίσω στα παιδιά της και στο σπίτι της. Είχε έρθει και πέρυσι για μεροκάματο, στον ίδιο «αφέντη», αλλά φέτος δεν επέστρεφε κάθε βράδυ στους δικούς της. Για δυο βδομάδες, μέχρι να τελειώσει το σκάλισμα θα έμεναν στην αποθήκη του αφέντη για να μην χάνουν χρόνο.

Το φαΐ λιγοστό και μετρημένο. Βλέπετε «δεν του περίσσευαν» και του αφέντη. Με αυτά τα «ψωροχωραφάκια πάσχιζε κι αυτός να τα φέρει βόλτα».

Όλη τη μέρα την έβγαζε στο χωράφι να επιτηρεί τις εργάτριες.

Άμα του «γυάλιζε» και καμία, την πλησίαζε όταν έβρισκε ευκαιρία και άρχιζε τις «προτάσεις».

– Ας τολμήσει να πλησιάσει και θα του ανοίξω το κεφάλι με την τσάπα στα δυο σαν κολοκύθι, είπε μία από τις εργάτριες που ο αφέντης έδειξε από την πρώτη στιγμή ότι του αρέσει.

Το έλεγε και το εννοούσε η συγκεκριμένη. Ήταν όμορφη κι ανύπαντρη κι όσο να’ ναι όσοι έβαζαν κακό με το νου τους τη θεωρούσαν «εύκολο στόχο».

Πριν από τρία χρόνια όταν ο γιος του αφεντικού σε ένα άλλο χωριό τόλμησε να απλώσει το χέρι του και να την ακουμπήσει την ώρα που γύριζε με το θκούλι το τριφύλλι, του κάρφωσε το θκούλι στο χέρι και το έμπηξε στο χώμα.

– Εμένα χωρίς να το θέλω δεν με ακουμπάει κανείς, του είπε. Έβγαλε το θκούλι από το χέρι του νεαρού, το ακούμπησε στον ώμο της και τράβηξε κατά το αφεντικό που ερχόταν προς το μέρος της καθώς άκουσε τα ουρλιαχτά του γιού του.

– Τα μεροκάματά μου και φεύγω, του είπε κρατώντας το θκούλι κατά πάνω του.

– Παλάβωσες; Της είπε εκείνος.

– Τώρα θα παλαβώσω. Σύμασε το γυφτόπιασμα το παλιοζάγαρο το γιο σου να μην τον στείλω σουβλισμένο στη γυναίκα σου.

Σκιάχτηκε το αφεντικό. Είδε και το θκούλι να τον σημαδεύει στο «δόξα πατρί» και σου λέει: ζουρλή είναι ετούτη χωρίς αμφιβολία.

– Δεν έχω μαζί μου παράδες. Στέκα εδώ να πάω στο σπίτι να σου φέρω.

Πήρε τα μεροκάματα και έφυγε με τα ποδάρια. Από κοντά την ακολούθησαν κι άλλες. Μόνο πέντε έμειναν. Τον τάραξε στο ξύλο το γιο του το αφεντικό.

– Σύρε να γυρίσεις μόνο σου το τριφύλλι τώρα. Παλιο κοθώνι του κερατά.

Πίσω στην αποθήκη οι περισσότερες εργάτριες ξαγρύπνησαν. Άρχισαν να λένε ιστορίες και να σιγοτραγουδούν. Αυτές που νύσταζαν γκρίνιαζαν πως ήθελαν να κοιμηθούν για να αντέξουν την επόμενη μέρα.

– Στεκάτε λίγο, είπε σε κάποια στιγμή η ηλικιωμένη. Πήγε στον τροβά της και έβγαλε από μέσα ένα μπουκάλι. Τράβηξε το φελλό και ήπιε μια γουλιά. Σφούγγιξε με το μανίκι το στόμα της και είπε: Μωρέ και πεθαμένο ανασταίνει το άτιμο.

– Έφερες τσίπουρο μαρή;

– Όχι θα κάθομαν. Χρειάζεται κι αυτό καμιά φορά. Έλα πιες λίγο και να πλαγιάσουμε. Πέρασε η ώρα. Άρχισαν να λαλάνε τα κοκόρια. Ξημερώνει σε λίγο.

Πριν ακόμα χαράξει, το αφεντικό έφτασε έξω από την αποθήκη και άρχισε να φωνάζει για να ξυπνήσουν οι εργάτριες.

Οι γυναίκες άρχισαν να αναδεύονται και να σκουντάνε η μία την άλλη.

– Ήρθε ο ξεσποριασμένος ακόμα δεν βγήκε ο ήλιος! Μη χάσει κάνα λεπτό!

Πολύ γρήγορα όλες ήταν στο πόδι. Κίνησαν προς την άλλη πλευρά της αποθήκης για να πάρουν τα τσαπιά.

Όλες εκτός από μία.

Η μικρομάνα έλλειπε.

– Το’ πε και το’ κανε, η αφορισμένη, είπε η πιο ηλικιωμένη για να συνεχίσει: Αφεντικό, η μικρή έφυγε. Εγώ δεν κάθομαι να δουλέψω. Θα πάω να τη βρω μην πάθει και τίποτα στο δρόμο. Μικρό κορίτσι είναι.

– Όποια φύγει να ξέρει πως δεν θα πληρωθεί και δεν θα ξαναδουλέψει για μένα.

– Θα μας πληρώσεις και θα πεις κι ένα τραγούδι μην πάρω το θκούλι και σε περιλάβω μ’ αυτό, όπως τον άλλον. Τώρα όσο για τη δουλειά, θα μας παρακαλάς και δεν θα ερχόμαστε, του είπε η άλλη εργάτρια.

– Μα δεν τα έχω τώρα τα λεφτά. Αλλιώς τα υπολόγιζα. Και θα με αφήσετε έτσι; Ρωτούσε απεγνωσμένος τώρα ο «αφέντης» που έβλεπε πως το αρχικό του νταηλίκι πήγε στράφι.

– Εγώ θα μείνω, είπε μία από τις εργάτριες.

– Θα μείνει καμία άλλη; Ρώτησε η ηλικιωμένη.

Καμία δεν μίλησε.

– Πάμε λοιπόν. Θα στείλω αύριο τον άντρα μου για τα μεροκάματα, είπε πάλι η ηλικιωμένη στο αφεντικό.

Τελικά, όλες πήραν το δρόμο της επιστροφής.

Δυο χιλιόμετρα πιο πέρα, μετά το ποτάμι κάτω από έναν φτελιά, αντάμωσαν την εργάτρια που είχε φύγει.

Στάθηκε κάτω από τον ίσκιο να ξαποστάσει και την πήρε ο ύπνος. Ούτε που τις κατάλαβε που πλησίασαν.

«Μην κλαις παιδί μου. Μην κλαις γραμμένο μου. Έρχομαι να σε ταΐσω εγώ. Κάνε λίγο υπομονή κι έρχομαι. Πρέπει να φας παιδί μου. Είσαι αδύνατο.»

 

Ετικέτες: , , ,

Αχαρνών και στρατηγού Καλλάρη

Αχαρνών και στρατηγού Καλλάρη

Αχαρνών και στρατηγού Καλλάρη

Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη

Κάπου εκεί επί της Αχαρνών, πριν τα φανάρια με τη στρατηγού Καλλάρη, στο ρεύμα προς την Ομόνοια την έστηνε ο μικρός ακορντεονίστας.

Δεν ήταν και πολύ μεγάλο ταλέντο στο ακορντεόν είναι η αλήθεια, όμως αυτό που μπορούσε το έκανε με τον ψυχή του. Δεν κορόιδευε γιατί ήθελε το φιλοδώρημα που εισέπραττε να είχε κάποια ανταποδοτικότητα.

«Ρίξε κάτι στο νεαρό σε παρακαλώ».

«Άσε ρε Αντιγόνη, σε κάθε γωνιά κι ένας γύφτος να παίζει μουσική. Άλλος κιθάρα, άλλος ακορντεόν, άλλος κλαρίνο».

Θίχτηκε ο μικρός κι απάντησε.

«Γκύφτος μπορεί να είμαι κύριε όμως απατεώνας ντεν είμαι, ούτε ψώνιο».

«Γιατί ρε, είμαι εγώ απατεώνας;»

«Γκια απατεώνας ντεν ξέρω, αλλά γκια ψώνιο…»

«Τι είπες βρε σίχαμα; Ψώνιο εγώ;»

«Ντεν γλέπεις που εσύ είσαι παππούς ογκντόντα κρονών και κουβαλάς μαζί σου το εικοσάχρονο;»

Κι εκεί που άναβε ο καβγάς ένας πολύ δυνατός θόρυβος τον σταμάτησε απότομα. Όλοι γύρισαν να δουν τι είχε συμβεί.

Ένα από τα διερχόμενα αυτοκίνητα είχε πέσει σε κάποιο από τα σταθμευμένα με πολύ μεγάλη ταχύτητα με αποτέλεσμα η κόρνα του κινούμενου οχήματος να έχει κολλήσει μετά το τρακάρισμα δημιουργώντας ένα πραγματικό πανδαιμόνιο.

Κόσμος πολύς μαζεύτηκε γύρω από τα τρακαρισμένα οχήματα και πολύ σύντομα κατέφτασαν και τέσσερις μοτοσυκλέτες της αστυνομίας με οχτώ αστυνομικούς.

Κάποιοι πλησίασαν προς τη μεριά του οδηγού και άνοιξαν την πόρτα για να δουν σε τι κατάσταση βρισκόταν ο οδηγός του αυτοκινήτου.

Με το άνοιγμα της πόρτας ο οδηγός σωριάστηκε στο οδόστρωμα.

Ο μικρός ακορντεονίστας χώθηκε στην πίσω μεριά του σταθμευμένου αυτοκινήτου για να βλέπει τα όσα διαδραματίζονταν.

Δύο από τους αστυνομικούς πλησίασαν τον οδηγό ο οποίος έδειχνε να μην έχει τις αισθήσεις του.

«Καλά! Πώς έγινε αυτό ρε μαλάκα; Το στούκαρε στα καλά καθούμενα πάνω στο παρκαρισμένο».

«Δεν τον βλέπεις που βγάζει αφρούς από το στόμα; Πρεζόνι του κερατά είναι».

Τα σχόλια των ανθρώπων που μαζεύτηκαν γύρω από το χώρο του τρακαρίσματος, έδιναν και έπαιρναν.

«Ποιος ξέρει τι να έπαθε το παλικάρι;»

«Δεν άκουσες τον αστυνομικό; Πρεζόνι είναι».

«Πω ρε φίλε! Λαχείο τράβηξε αυτός με το παρκαρισμένο και είναι και καινούργιο!»

Ο μικρός μελαμψός ακορντεονίστας μας, πλησίασε τον νεαρό που ήταν πεσμένος κάτω. Έβγαλε από την τσέπη του ένα μπουκάλι με νερό και του έριξε λίγο στο ματωμένο του κεφάλι για να δροσιστεί.

«Πάρε το ακορντεόν σου και κάνε στην άκρη μη την πληρώσεις εσύ», του είπε ο ένας από τους υπόλοιπους αστυνομικούς που πλησίασαν στο χώρο.

«Γκιατί κύριε αστυνόμε; Ντεν έκανα κάτι. Νερό του έντωσα, ντεν τον σκότωσα».

«Φεύγα βρε διάολε από δω, με το προζόνι που μπλέξαμε σήμερα».

«Ντεν είναι πρεζόνι. Τα ξέρω τα πρεζόνια, ντεν κάνουν όπως αυτός».

Ο νεαρός άνδρας προσπαθούσε να μιλήσει, πάσχιζε με νοήματα να δώσει στους γύρω να καταλάβουν κάτι και κρατούσε με το αριστερό του χέρι την αλυσίδα που είχε περασμένη στο λαιμό του.

Ο μικρός τον πλησίασε ξανά και πρόλαβε να του ψιθυρίσει: «Μη φοβάσαι, έρχεται το αστενοφόρο να σε πάρει», πριν τον απομακρύνουν οι ένστολοι πάλι από κοντά του.

Δύο από τους αστυνομικούς σήκωσαν βίαια τον αιμόφυρτο νεαρό ο οποίος εξακολουθούσε να βγάζει αφρούς από το στόμα. Εκείνος έκανε να αντισταθεί αλλά οι αστυνομικοί με μια λαβή του έφεραν τα χέρια πίσω από τη μέση και του πέρασαν χειροπέδες ακινητοποιώντας τον με βίαιο τρόπο πάνω στο τρακαρισμένο και παρκαρισμένο αυτοκίνητο. Ο νεαρός, καθώς δεν τον κρατούσαν τα πόδια του, γλίστρησε στο αυτοκίνητο και έπεσε ανάσκελα κάτω στο δρόμο.

«Σιγά ρε παιδιά, τραυματίας άνθρωπος είναι».

«Καλέστε ένα ασθενοφόρο, αιμορραγεί στο κεφάλι ο άνθρωπος».

«Καλά του κάνουν. Τέτοια κατακάθια δεν έπρεπε να κυκλοφορούν ελεύθερα. Μαστουρώνουν και μετά όποιον πάρει ο χάρος».

«Ντεν είναι μαστουρωμένος», επέμενε ο μικρός ακορντεονίστας.

Η σειρήνα του ασθενοφόρου ακουγόταν όλο και πιο κοντά. Σε λίγα λεπτά βρέθηκε δίπλα στα δύο τρακαρισμένα αυτοκίνητα.

Οι αστυνομικοί είχαν απομακρυνθεί καθώς μια επείγουσα κλήση από τον ασύρματο τους ενημέρωνε για ένοπλη συμπλοκή στην πλατεία Βάθης.

Ο μικρός τσιγγάνος βρήκε την ευκαιρία και πλησίασε τον τραυματία. Κάθισε δίπλα του και με το ένα του χέρι του χάιδευε το κεφάλι ενώ με το άλλο του έριχνε νερό με το μπουκάλι.

«Ήρτε το αστενοφόρο να σε πάρει. Μη φοβάσαι. Σου το’ πα ντεν σου το’ πα;»

Ο νεαρός μισάνοιξε τα μάτια του και προσπάθησε να του χαμογελάσει. Δεν τα κατάφερε γιατί ο πόνος στην πλάτη και στα χέρια από το τράβηγμα των αστυνομικών, ήταν ανυπόφορος.

Οι τραυματιοφορείς άφησαν στην άκρη το φορείο και με γρήγορες κινήσεις ανέβασαν πάνω τον τραυματία.

«Ντεν είναι πρεζόνι. Που θα τον πάτε;»

«Στον Ερυθρό», απάντησε ο ένας διασώστης.

Φτάνοντας στον Ερυθρό οι γιατροί που παρέλαβαν τον νεαρό γρήγορα διέγνωσαν «κρίση υπογλυκαιμίας». Η ταυτότητα που κρεμόταν στην αλυσίδα που είχε στο λαιμό του, το επιβεβαίωνε: «Θάνος Κ…… διαβητικός, τηλέφωνο επικοινωνίας 69………..»

Μέσα σε δύο ώρες ο νεαρός, μετά τη χορήγηση της απαραίτητης γλυκόζης ήταν έτοιμος να αποχωρήσει.

Βγαίνοντας ο Θάνος με τα πόδια από την κεντρική πύλη του νοσοκομείου αντίκρισε τον νεαρό τσιγγάνο. Χωρίς εκείνος να τον πάρει είδηση τον πλησίασε και του έπιασε μαλακά τον ώμο, ενώ οι πόνοι στο κορμί του γίνονταν όλο και πιο έντονοι.

«Σ’ ευχαριστώ. Σου είμαι ευγνώμων. Δεν ξέρω πώς να στο ξεπληρώσω»

Ξαφνιάστηκε ο μικρός και τραβήχτηκε πίσω, μέχρι που κατάλαβε ποιος του μίλησε.

«Μη σε νοιάζει. Ντεν έκανα τίποτα. Είσαι καλά τώρα;»

«Ναι μια χαρά. Μια κρίση υπογλυκαιμίας ήταν».

«Ντηλαντή;»

«Μου έπεσε το ζάχαρο».

«Α γκεια σου. Ο ζάχαρος πέφτει και του παππού μου και αφρίζει από το στόμα. Τους το έλεγα πως ντεν είσαι πρεζάκιας αλλά ντεν με άκουγαν».

Ο Θάνος ευχαρίστησε τον μικρό για μία ακόμη φορά και οι δυο τους απομακρύνθηκαν κινούμενοι σε αντίθετες κατευθύνσεις.

Μετά από μερικές μέρες, λόγω της δουλειάς του, ο Θάνος βρέθηκε στην εθνική Αθηνών-Λαμίας με προορισμό τη Λαμία.

Μερικά χιλιόμετρα μετά το Σχηματάρι, μπροστά του στη βοηθητική λωρίδα είδε ένα αυτοκίνητο σταματημένο και ένα μηχανάκι πεταμένο πιο πέρα.

Έκανε στην άκρη, σταμάτησε και κατέβηκε για να δει τι συμβαίνει.

Κάποιο αυτοκίνητο χτύπησε το μηχανάκι και εγκατέλειψε τον οδηγό του αβοήθητο, του είπαν οι επιβάτες του αυτοκινήτου που ήταν σταματημένο.

Ο οδηγός φορούσε κράνος αλλά με την πρόσκρουσή του στο πλαϊνό τσιμεντένιο προστατευτικό, το παρμπρίζ του κράνους είχε σπάσει και το πρόσωπο του οδηγού ήταν γεμάτο αίματα από τα σπασμένα κομμάτια.

Κανένας δεν πλησίαζε τον οδηγό.

Ο Θάνος, έβγαλε τη ζακέτα που φορούσε και πλησίασε τον πεσμένο οδηγό που φαινόταν να έχει χάσει τις αισθήσεις του.

Του καθάρισε σιγά-σιγά και με μεγάλη προσοχή τα κομμάτια του παρμπρίζ μαζί με τα αίματα που κάλυπταν το πρόσωπό του.

«Με ακούς», τον ρώτησε.

«Δεν ανταποκρίνεται. Καλέσαμε ασθενοφόρο», είπε κάποιος από τους επιβάτες του άλλου αυτοκινήτου.

Ο Θάνος έσκυψε ξανά πάνω από τον τραυματία. Του κράτησε με στοργή το χέρι και τον εμψύχωνε συνεχώς, ξέροντας πως εκείνος δεν τον άκουγε.

Έκανε σε λίγο να σηκωθεί και ανατρίχιασε καθώς ένιωσε το χέρι του τραυματία να σφίγγει το δικό του και με τρεμουλιαστή φωνή να του λέει: «Σε παρακαλώ, μη φύγκεις. Μη με αφήνεις μόνο μου γκιατί φοβάμαι».

Ταράχτηκε ο Θάνος γιατί η φωνή του φάνηκε τόσο γνώριμη.

Το ασθενοφόρο πλησίαζε για να παραλάβει τον τραυματία.

Ο Θάνος έστρεψε το βλέμμα του προς το μηχανάκι το οποίο είχε πάθει ολοκληρωτική παραμόρφωση.

Λίγα μέτρα πιο πέρα, στην άκρη του δρόμου ένα κατεστραμμένο ακορντεόν, βγαλμένο από τη θήκη του θύμιζε το τι είχε προηγηθεί.

«Το ακορντεόν μου να πάρεις σε παρακαλώ», πρόλαβε να πει στο Θάνο ο νεαρός τσιγγάνος πριν μπει στο ασθενοφόρο…

 

Ετικέτες: , ,

Χορεύοντας το Γοργοπόταμο

Χορεύοντας το Γοργοπόταμο

Χορεύοντας το Γοργοπόταμο

Από τον Χρήστο Επαμ Κυργιάκη

Έφυγε στα 98, πλήρης ημερών, πλήρης εμπειριών, πλήρης κακουχιών, πλήρης αρνήσεων να υποκύψει σε απειλές, εξορίες, ξύλο και εξευτελισμούς. Σαν κι αυτή έχει πολλές να αναδείξει η ιστορία. Όχι η κουφάλα η επίσημη αλλά η άλλη, η πραγματική, η κρυφή που γράφεται στις μνήμες, στις καρδιές και τις συνειδήσεις με πληγές και δάκρυα.

Είχε έξι παιδιά παρόλο που γέννησε δέκα. Τα τέσσερα δεν τα κατάφεραν. Αδύναμοι κρίκοι. Ατομική ευθύνη των αρχών του προηγούμενου αιώνα. Τι θαρρείτε; Πως η ατομική ευθύνη είναι ανακάλυψη των νέων γιαλαντζί δήθεν ηγετών;

Σαν ήρθαν οι γερμανοί μετά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο όλα τα παιδιά της τάχθηκαν στον αντιφασιστικό αγώνα μέσα από τις γραμμές του ΕΛΑΣ.

Αργότερα, στον εμφύλιο, διάλεξαν να μην πάνε με τους συνεχιστές των δοσίλογων, των ταγματασφαλιστών, των γερμανοτσολιάδων και των υπηρετών των ξένων κατακτητών.

Τα δύο της παιδιά σκοτώθηκαν. Τα υπόλοιπα υπέστησαν διώξεις και τρομοκρατία.

Η ίδια εξορίστηκε στο Μακρονήσι για σωφρονισμό. Δε λύγισε, δεν τους έκανε τη χάρη να κλάψει ούτε στα πιο φριχτά της βασανιστήρια.

Σαν χάσεις τα δυο σου παλικάρια, τους δυο σου ήλιους, σαν φας τον πόνο με το κουτάλι και τον πιεις μονορούφι στο ποτήρι, πώς να σε τρομάξουν τα ανθρωπάκια όπως οι δειλοί βασανιστές;

Και πέρασαν τα χρόνια και γύρισε στο σπίτι της στο χωριό και ήρθε και η χούντα και οι ίδιοι που την έδειχναν με το δάχτυλο στους διώκτες της, έλυναν και έδεναν.

Και πάλι δεν σκιάχτηκε.

Τους κοιτούσε χαμογελώντας και έφτυνε χάμω όταν τους συναντούσε.

Και κάποτε «αποκαταστάθηκε» και η δημοκρατία και πολλοί από εκείνους που την κατέλυσαν είχαν στο χωριό πάλι το πάνω χέρι.

Πρώην φασίστες, μαυραγορίτες και νυν τοκογλύφοι είχαν τα μέσα για να τρομοκρατούν και πάλι, με διαφορετικό τρόπο φυσικά, αλλά πάντα με τον ίδιο σκοπό. Να έχουν εκείνοι το χρήμα και τη δύναμη.

Και ήρθε η μέρα που η εγγονή της γιαγιάς θα παντρευόταν.

Στο σόι υπήρχε και ο πλούσιος, ο τοκογλύφος του χωριού. Ένα ανθρώπινο απόβρασμα χωρίς ηθικούς φραγμούς που του άρεσε να ποδοπατά ανθρώπους και να τους κάνει να φαίνονται μικροί επειδή εκείνος ποτέ δεν ξεπέρασε σε μπόι αυτό του σκουληκιού που σέρνεται.

Τα μέλη του δεύτερου σογιού ήταν βγαλμένα μέσα από τους διωγμούς και τις εξορίες που πλέον «αναγνωρίστηκαν» τυπικά ως «ίσα» με τα καθωσπρέπει μέλη της υπόλοιπης κοινωνίας από το επίσημο «δημοκρατικό κράτος».

Την ώρα που το γλέντι άναψε, αμέσως μετά το χορό της νύφης, σηκώθηκε ο τοκογλύφος με την παρέα του να χορέψει.

Βγάζει ένα μάτσο χαρτονομίσματα, πλησιάζει στα όργανα επιδεικτικά, πιάνει μερικά χιλιάρικα και τα πετάει στα πόδια του κλαρινίστα.

«Παίξε το Ζέρβα», του λέει και βγάζει το μαντήλι από την τσέπη του παντελονιού του για να τον πιάσουν να χορέψει.

Μια παγωμένη βουβαμάρα απλώνεται παντού και ένα «ωχ» βγαίνει από τα στόματα όλων.

Αργότερα κατάλαβα, μικρός καθώς ήμουν, γιατί βγήκε από τα στόματα όλων αυτών ο αναστεναγμός, και του ενός σογιού και του άλλου.

Μια τέτοια παραγγελιά σήμαινε ευθεία κήρυξη πολέμου με το άλλο σόι. Οι «νικητές» πετάνε το γάντι στους «ηττημένους» και μάλιστα μέσα στο ίδιο τους το σπίτι.

Κάποιοι από την ίδια παρέα προσπάθησαν να αλλάξουν γνώμη στον πρωταίτιο αλλά εκείνος ήταν ανένδοτος.

«Είπα τον Ζέρβα. Τελείωσε.»

Το κλαρίνο άρχισε να παίζει και ο χορός ήταν έτοιμος να ξεκινήσει.

«Αυτό το τραγούδι δεν θα ακουστεί σε τούτο το σπίτι», ακούστηκε μια φωνή σπαρακτική και οργισμένη τόσο δυνατή που σκέπασε τον ήχο του κλαρίνου.

Τα όργανα σταμάτησαν και από το διπλανό τραπέζι πετάχτηκε η κόρη της γιαγιάς.

«Τα αδέρφια μου σκοτώθηκαν από σένα και τους ομοίους σου», είπε στον τοκογλύφο και τον πιάνει από τους γιακάδες του πουκαμίσου του. Τραβάει το μαντήλι με το ένα χέρι, το πετάει κάτω και το πατάει με τα πόδια της με όση δύναμη είχε.

«Σήκω και φύγε. Να πας στο σπίτι σου να το χορέψεις μέχρι το πρωί. Φύγε πριν γίνει κανένα κακό. Σε τούτη εδώ τη ρούγα περπάτησαν τα αδέρφια μου. Δεν θα τα μαγαρίσεις χορεύοντας το Ζέρβα. Θες να χορέψεις το Γοργοπόταμο; Αν θες σου βαράω και παλαμάκια και κερνάω και τα όργανα.»

Η ατμόσφαιρα ήταν τόσο ηλεκτρισμένη που έλεγες ότι όπου να’ ναι θα γίνει έκρηξη και θα ισοπεδωθούν τα πάντα.

Εμείς τα μικρότερα είχαμε μαζευτεί σε μία άκρη και περιμέναμε με αγωνία περισσότερο παρά με φόβο, για το τι θα συμβεί.

«Παίξε το Ζέρβα για να χορέψω», επέμενε ο νταής.

Ο οργανοπαίχτης, μαζεύει τα χιλιάρικα που του άφησε και τα επιστρέφει στον επίδοξο χορευτή.

«Τα παλικάρια που χάθηκαν ήταν φίλοι μου. Δεν μπορώ να το παίξω αυτό το τραγούδι.»

«Γιατί; Αφού το ξεκίνησες».

«Το ξέχασα. Δεν το θυμάμαι. Θες κάποιο άλλο; Αν όχι, σήκω και φύγε και μη χαλάς άλλο το γάμο.»

Μάζεψε τα χιλιάρικα ο τοκογλύφος, έκανε νόημα στην παρέα του και έφυγε βρίζοντας.

Σηκώθηκε στη ρούγα το σόι της γιαγιάς.

Πλησίασε η κόρη της στα όργανα, ξεκομπόδιασε το μαντήλι και έβγαλε από μέσα τη μία και μοναδική λίρα που ήταν μέσα κομποδιασμένη.

Την έδωσε στα όργανα.

«Παίξτε το Γοργοπόταμο μέχρι το πρωί. Να το ακούσουν τα αδέρφια μου και να έρθουν να χορέψουν. Κι εσύ μάνα, σήκω. Σήκω να σύρεις πρώτη το χορό.»

Μπροστά η γιαγιά τραγουδούσε κι έκλαιγε κι ακολουθούσαν τα τέσσερα παιδιά της. Χόρευαν όλοι για τα δύο τα παλικάρια που σκοτώθηκαν.

Χόρευαν κι έκλαιγαν και μαζί τους σιγόκλαιγε και το κλαρίνο…

 

Ετικέτες:

Είμαστε, μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε

Είμαστε, μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε

Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη

– Άντε βρε Χρήστο μου τι θα γίνει; Ακόμα να ετοιμαστείς; Όπου να’ ναι θα έρθει το παιδί κι εσύ είσαι ακόμα με τις πυτζάμες; Όχι τίποτε άλλο αλλά το ξέρεις εκείνο το βλέμμα της νύφης μας. Σκέτο δηλητήριο! Ίδιο με της μάνας της.

– Σάμπως ο πατέρας της; Μας κοκορεύεται επειδή ταξίδεψε δέκα φορές στο εξωτερικό, ο μπουρτζόβλαχος, που μέχρι να πάει φαντάρος νόμιζε πως το Καρπενήσι είναι νησί καρπερό. Μωρέ, αν δεν ήταν ξάδερφος του Αρτέμη ακόμα στα κατσάβραχα θα ήταν να μιμείται τα βελάσματα των γιδιών. Το γίδι!

– Μη μου συγχύζεσαι χρυσέ μου. Σε παρακαλώ, τώρα που θα έρθουν, κοίτα να είσαι ψύχραιμος. Μην τσακωθείτε πάλι. Θα κάνεις ρυτίδες στα μάτια και δεν θα “γράφεις” στην τηλεόραση.

– Δεν πειράζει Ματίνα μου. Θα πούμε ότι οφείλεται στην κούραση της καθημερινής δουλειάς για το καλό του τόπου.

– Πώς το σκέφτηκες πάλι αυτό; Πολύ έξυπνο!

– Ο πρέσβης μου το είπε. Το ανέφερε ο πρόεδρος σε μία συνέντευξή του στους Times. Για πες μου, πώς σου φαίνομαι; Θα σκάσει ο αγροίκος μόλις το δει.

– Γιατί; Καταλαβαίνει από υψηλή ραπτική; Αν μπορούσε, ακόμα με τα γουρουνοτσάρουχα θα ήταν.

– Βλέπω Ματίνα μου. Τα γνωρίζεις τα γουρουνοτσάρουχα. Δεν ξεχνιέται η ρημάδα η παιδική ηλικία με τα τραύματά της!

– Να αφήσεις ήσυχη την παιδική μου ηλικία. Δεν σε πείραξε όταν κάνατε την κομπίνα με τις βαμβακοσυλλεκτικές μηχανές του μπαμπά.

– Καλά. Άστα αυτά τώρα και πες στην Γιασμίν να ανοίξει. Χτυπάει το κουδούνι.

– Γιασμίιιιν! Άνοιξε παιδί μου. Κουφάθηκες κι εσύ;

Ο γιος, η νύφη και τα συμπεθέρια, εισέρχονται στη βίλα του υπουργού.

– Γεια σου Κίτσο! Που είσαι βρε παιδί μου; Χρόνια πολλά και ευχές πολλές από τον Αρτέμη. Είναι στην Πολωνία. Πήγε να παραλάβει δύο πλοία. Θα τα στείλει κι αυτά στην Κολομβία. Ξέρεις, ο “καφές” έχει μεγάλη ζήτηση. Χα, χα! Καταλαβαίνεις έτσι;

– Καταλαβαίνω Δημήτρη μου, καταλαβαίνω. Δεν χρειάζονται παραπάνω λεπτομέρειες.

– Άιντε πάλι, “Δημήτρη μου” και “Δημήτρη μου”. Εμένα όλος ο κόσμος με φωνάζει Μήτσο. Μην το αλλάξουμε τώρα.

– Ελάτε! Χρήστο, Δημήτρη! Ελάτε να πάρουμε ένα ποτό πριν το φαγητό. Έλα κι εσύ Ευτέρπη μου.

– Έφη, Σταματίνα μου. Έφη.

– Κι εσύ Ευτέρπη μου βλέπω ότι ξεχνάς. Ματίνα είπαμε. Άκου Σταματίνα!

– Κορίτσια, αφήστε τα τώρα αυτά με τα ονόματα. Πάμε μέσα να δούμε και τον εγγονό. Που είσαι βρε Μητσάρα;

– Χρήστο το βαφτίσαμε το παιδί Δημήτρη.

– Χρήστο-Δημήτρη το βαφτίσαμε το παιδί αν θυμάμαι καλά. Εγώ την πλήρωσα τη βάφτιση. Μήπως το ξέχασες;

– Ας είναι. Δεν θα τα χαλάσουμε τώρα για το όνομα.

– Δε μου λες Κίτσο, τι θα κάνουμε με την περίπτωση του “Δάσκαλου”;

– Ποιου Δάσκαλου;

– Δε σε πήραν από το γραφείο του Αρτέμη; Κάτι πρέπει να κάνουμε με την “τυφλή”. Εντάξει. Είχε ανάγκες ο άνθρωπος όταν έβαλε χέρι στα λεφτά. Είχε σκοπό να τα επιστρέψει στη θέση τους. Μετά τον πήρε η κρίση από κάτω. Τι θα κάνουμε τώρα; Τα δικαστήρια δεν μπορούν να κάνουν, λέει, κάτι. Πρέπει να του δώσεις χάρη.

– Τι είναι αυτά που λες Δημήτρη; Θα μας βγάλουν στα κανάλια και στις εφημερίδες. Σκάνδαλο θα γίνει.

– Ποια κανάλια; Δικά μας είναι; Μη σε νοιάζει. Θα παίζουν την καπνοαπαγόρευση. Κανείς δεν θα πάρει χαμπάρι. Είναι ευκαιρία. Να απαλλάξουμε και τους νεαρούς με το ηλεκτρικό και να βγάλουμε και τα “καλόπαιδα” από το γύψο. Εντάξει, έμειναν εκτός “θεάτρου”, αλλά μη χάσουν και τα λεφτά. Πρέπει να μπορούν να κινούνται κι αυτοί. Ο “μαριονέτας” δεν έχει πρόβλημα.

– Καλά, αυτός τι πρόβλημα να έχει. Δεν χρεώνεται με πολιτικό κόστος.

– Εγώ Κίτσο δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα πολιτικά κόστη. Άμα μια δουλειά πρέπει να γίνει, θα γίνει. Αν δεν μπορεί να γίνει νόμιμα με την “τυφλή”, θα πρέπει να την κάνετε εσείς. Υπουργικές αποφάσεις. Γι’ αυτό υπάρχουν. Αν πάλι δεν μπορείς εσύ, να αναλάβει άλλος.

– Δεν είπα τέτοιο πράγμα. Απλά, έπεσαν πολλά μαζεμένα. Έχουμε ανοίξει πολλά μέτωπα και ο πρόεδρος φοβάται μην ξεσπάσει ο κόσμος. Καταλήψεις, άσυλο, ξυλοδαρμοί, υδρογονάνθρακες. Έχουμε να μοιράσουμε και το πλεόνασμα. Έχουν μπει στη σειρά και ζητάνε.

– Α, δε θέλω τέτοια. Γι’ αυτό βγήκατε. Το έργο πρέπει να συνεχιστεί, να υπάρχει μια συνέχεια. Έτσι δεν είναι; Άλλες φορές με το μαλακό, άλλες με το άγριο. Τι να κάνουμε; Στη βράση κολλάει το σίδερο. Ασφάλεια, τάξη κι ανάπτυξη. Όλα πάνε καλά. Αν δεν μπορείτε να αναλάβουν οι άλλοι πάλι.

– Εντάξει, θα μιλήσω με τον πρόεδρο μόλις επιστρέψει από τις διακοπές.

– Που πήγε; Πήρε πάλι τα βουνά;

– Μπα στη θάλασσα πήγε. Θα γυρίσει αύριο και θα του πω.

– Καλά, πάμε να φάμε τώρα γιατί μας περιμένει και ο Μητσάρας ο μικρότερος.

Τέτοιες μέρες πρέπει να τις περνάμε με τις οικογένειές μας. Ξέρεις πόσο στεναχωριέμαι όταν σκέφτομαι όλους αυτούς που αναγκάζονται χρονιάρες μέρες να δουλεύουν μέχρι αργά, μακριά από τους δικούς τους;

– Κι εγώ Δημήτρη το ίδιο. Το έγραψα και στην εορταστική επιστολή που μοίρασα στις εφημερίδες. Ας όψεται αυτή η κρίση. Που θα πάει όμως, θα την ξεπεράσουμε. Αρκεί να είμαστε όλοι ενωμένοι. Δεν έχει πλούσιος και φτωχός. Προέχει το καλό του τόπου και του έθνους. Αυτά έγραφα πάνω-κάτω και στην επιστολή.

– Γεια σου ρε Κιτσάρα. Γι’ αυτό σε αγαπάω, κι εγώ κι ο Αρτέμης, γιατί είσαι μεγάλη καρδιά και πάνω απ’ όλα βάζεις το κοινό καλό.

Άντε, ας αρχίσουμε το φαγοπότι.

Καλή μας όρεξη!

 

Ετικέτες: , , , , ,

ΘΕΑΤΡΙΚΟ: ΟΙ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΙ

ΘΕΑΤΡΙΚΟ

 

«ΟΙ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΙ»

 Χρήστος Επαμ. Κυργιάκης

ΠΡΑΞΗ 1η

 

Η ιστορία διαδραματίζεται στο καφενείο: «Το ραντεβού της νεολαίας». Μόνιμοι θαμώνες στο καφενείο της γειτονιάς μια παρέα  συνταξιούχων για να περνάνε το χρόνο τους και να γεμίζουν τη μοναξιά τους. Τους τοίχους του καφενείου κοσμούν οι φωτογραφίες του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του Ανδρέα Παπανδρέου, του Κώστα Σημίτη, του Κώστα Καραμανλή, του Γιώργου Παπανδρέου, του Αντώνη Σαμαρά και του Αλέξη Τσίπρα. Σε μια ιδιαίτερη θέση, δίπλα στο εικονοστάσι, βρίσκεται κρεμασμένη και η φωτογραφία του Κώστα Μητσοτάκη, «διανθισμένη» με μια αρμαθιά σκόρδα για καλό και για κακό.

 

Είναι 9 η ώρα το πρωί, ημέρα Δευτέρα 2 Απριλίου. Οι φίλοι και οι φίλες μας πληρώθηκαν τη σύνταξή τους και το κλίμα είναι θετικό.

Η μουσική που έβαλε η Ντίνα, η γυναίκα του καφετζή, του Γρηγόρη, ταιριάζει με το θετικό κλίμα. Ήδη στο καφενείο βρίσκονται ο Αντώνης, ο Κώστας, η Ευτέρπη και η Γεωργία.

 

ΝΤΙΝΑ: Αντωνάκη μου, στον πέτυχα τον καφέ σήμερα, έτσι δεν είναι;

 

ΑΝΤΩΝΗΣ: Μωρέ τον πέτυχες… στο «δόξα πατρί». Αν είχε και λίγο καφέ μέσα θα μπορούσες να τον πεις και «καφέ».

 

ΝΤΙΝΑ: Μια ζωή γκρινιάρης και γρουσούζης, γι’ αυτό έμεινες μόνος σου.

 

ΑΝΤΩΝΗΣ: Είσαι οχιά και μέγαιρα.

 

ΕΥΤΕΡΠΗ: Έλα Ντίνα μου, μην του δίνεις σημασία.

 

ΑΝΤΩΝΗΣ: Μίλησε και η «Τέρπη». Άκου Τέρπη! Αλλά, τι ανάγκη έχεις; Ας έπαιρνα κι εγώ τη συνταξάρα που παίρνεις εσύ και να δεις τι πλακίτσες θα έκανα.

 

ΕΥΤΕΡΠΗ: Δούλεψα τόσα χρόνια Αντώνη.

 

ΑΝΤΩΝΗΣ: Ε βέβαια, ενώ εμείς κάναμε διακοπές στις Μπαχάμες. (ειρωνικά). Δούλεψες! Σ’έφαγε το λιοπύρι. Καθόσουνα αναπαυτικά στα δικαστικά έδρανα και απένειμες τάχα δικαιοσύνη, κι εσύ κι ο άντρας σου. Άιντε μην ανοίξω το στόμα μου, άιντε μην τ’ ανοίξω.

 

ΝΤΙΝΑ: Μπα! κλειστό το είχες τόση ώρα;

 

(Παύση…)

 

ΓΕΩΡΓΙΑ: (Ψιθυριστά και εμπιστευτικά). Δεν ξέρω εσύ Τέρπη μου πως τα πας με τον Σόλωνα, πάντως εγώ έχω θέμα με τον Τάσο.

 

ΤΕΡΠΗ: Τι θέμα;

 

ΓΕΩΡΓΙΑ: Να, ξέρεις…καταλαβαίνεις…σεξουαλικής φύσεως.

 

ΤΕΡΠΗ: Τι; Δεν ανταποκρίνεται;

 

ΓΕΩΡΓΙΑ: Ανταποκρίνεται, δε λέω. Κάνε πιο δω να σου πω. Κάθε φορά που παίρνουμε τη σύνταξη, θέλει να το γιορτάζουμε.

 

ΤΕΡΠΗ: Μπα, και δεν του φαινότανε. Κοίτα να δεις ο Τάσος!

 

ΓΕΩΡΓΙΑ: Ναι αλλά, μόλις αρχίσει κι ανεβάσει παλμούς αρχίζει και «ξεφυσάει».

 

ΤΕΡΠΗ: Ταύρος πραγματικός ο Τάσος σα να λέμε!

 

ΓΕΩΡΓΙΑ: Ναι αλλά δεν ξεφυσάει από το στόμα.

 

ΤΕΡΠΗ: Κι από πού ξεφυσάει;

 

ΓΕΩΡΓΙΑ: (γεμάτη ντροπή) Από…τον πισινό.

 

(Ακούγονται τρανταχτά γέλια. Ο Κώστας που ήταν λίγο πιο πέρα άκουσε όλη τη συζήτηση)

 

ΚΩΣΤΑΣ: Συγνώμη Γιωργίτσα μου, δεν το έκανα επίτηδες. Αλλά μου φάνηκε τόσο αστείο. (γελώντας) Άκου να «ξεφυσάει»!

 

ΓΕΩΡΓΙΑ: Καλά δε ντρέπεσαι να κρυφακούς; Αλλά τι περιμένεις από έναν άνθρωπο που ήταν σε όλη του τη ζωή χασάπης; Από πού να μάθει τρόπους; Από τα μοσχάρια ή από τα γουρούνια;

 

ΚΩΣΤΑΣ: Χασάπης ήμουνα και λέω τα πράγματα με το όνομά τους. Βλέπεις, δεν ήμουνα δικηγόρος σαν τον Τάσο σου (αρχίζει πάλι να γελάει). Άκους εκεί να «ξεφυσάει»!

 

ΓΕΩΡΓΙΑ: Γέλα τώρα που μπορείς γιατί σε λίγο, θα πλακώσει το σόι σου για την «είσπραξη» και θα σου κοπεί το γέλιο. Ούτε μία δεκάρα δεν θα έχεις αύριο στην τσέπη σου βρε κακομοίρη!

 

(Πριν καλά-καλά προλάβει η Γεωργία να τελειώσει τη φράση της, η πόρτα του καφενείου ανοίγει και εισέρχεται ο Δημήτρης, ο γιος του Κώστα)

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Καλημέρα σε όλους. Πατέρα, καλημέρα. Όλα καλά; Ντινάκι, μου φτιάχνεις ένα καφεδάκι σε παρακαλώ, έτσι μερακλίδικο να το φχαριστηθώ;

 

ΝΤΙΝΑ: Να σου φτιάξω, γιατί να μη σου φτιάξω. Δε μου λες Δημητράκη μου. Κερασμένος από τον μπαμπά σου;

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Ντινάκι μου με πληγώνεις. Επειδή, δηλαδή με χτύπησε η ατυχία σα το χταπόδι στο βράχο, θα πρέπει η κοινωνία να πέσει να με φάει;

 

ΑΝΤΩΝΗΣ: Ποια ατυχία Δημητράκη; Για ποια ατυχία μιλάς; Είχες μια χαρά στρωμένη δουλειά από τον πατέρα σου και την εγκατέλειψες.

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Κυρ-Αντώνη, άσε αυτά που εγκατέλειψα εγώ και πιάσε αυτούς που εγκατέλειψαν εσένα.

 

ΚΩΣΤΑΣ: Μπορείτε σας παρακαλώ να σταματήσετε; Στο κάτω-κάτω δεν σας αφορά τι κάνω εγώ με τα λεφτά μου. Δική μου είναι η σύνταξη και την κάνω ότι θέλω.

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Καλά σας λέει ο πατέρας μου. Μπράβο ρε πατέρα, τους έβαλες στη θέση τους.

ΚΩΣΤΑΣ: Μάλλον δεν κατάλαβες καλά γιε μου. Αυτά που είπα αφορούν και σένα. Τέρμα το άρμεγμα. Ότι έφαγες, έφαγες. Το μαγαζί είναι ακόμα στη θέση του και σε περιμένει. Αύριο κιόλας αν θέλεις ξεκινάς.

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Τι μου λες τώρα ρε γέρο; Και τη μεγάλη μου αγάπη τι να την κάνω; Να την παρατήσω; Κρίμα είναι;

 

ΚΩΣΤΑΣ: Για ποια μιλάς; Γνώρισες καμιά κοπέλα;

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Κοπέλα;

 

ΚΩΣΤΑΣ: Ε, τι γνώρισες; Μπουλντόζα;

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Η μεγάλη μου αγάπη είναι η ποίηση. Πόσες φορές να στο πω; Έχω εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές. Είναι θέμα χρόνου, μέχρι να με ανακαλύψουν οι αναγνώστες. Ειδικά η τελευταία μου συλλογή αναμένεται να κάνει θραύση. Ο εκδότης μου είναι σίγουρος.

 

ΚΩΣΤΑΣ: Ο εκδότης σου είναι σίγουρος γιατί σε μαδάει κανονικά. Δηλαδή, όχι εσένα. Εμένα έχει τσουρομαδήσει όπως τη γριά κότα πριν την κάνουν σούπα.

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: (μαζεμένος γιατί βλέπει ότι χάνει τη χρηματοδότηση)

Πατέρα, είσαι άδικος. Άμα σου διαβάσω μερικούς στίχους από ένα τελευταίο ποίημά μου, θα αλλάξεις γνώμη.

 

(Βγάζει την ποιητική του συλλογή από το σακίδιό του, το ανοίγει και αρχίζει να διαβάζει όρθιος. Εν τω μεταξύ η Ντίνα του φέρνει και τον καφέ που είχε παραγγείλει)

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Λέγεται: «Ζαρζαβατικούλι μου».

Δεν άντεξα όταν σε είδα/πίσω από τη λαχανίδα

Γλυκούλα σαν μια ντοματούλα/και ζουμερή σαν πατατούλα

Άγρια ήσουν σαν τσουκνίδα/κι αφράτη σαν την κουνουπίδα

 

ΝΤΙΝΑ: Κουνουπίδι λέγεται, όχι κουνουπίδα.

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Ποιητική αδεία, αγράμματη, αλλά τι να καταλάβεις εσύ από ποίηση;

ΝΤΙΝΑ: Αν σου φέρω το δίσκο στο κεφάλι να δεις εσύ τι θα καταλάβεις.

 

ΑΝΤΩΝΗΣ: Δεν πα να φτιάξεις καμιά σαλάτα λέω εγώ, να λιγδώσει λίγο και το άντερό σου.

 

(Εν τω μεταξύ ο Κώστας, είχε γύρει πάνω στο τραπέζι με τα χέρια του να έχουν αγκαλιάσει το κεφάλι σα να θέλει να προφυλαχτεί από σεισμό. Δεν άντεξε κι έβαλε τα κλάματα. Σκουπίζει τα μάτια του και αρχίζει να μιλάει)

 

ΚΩΣΤΑΣ: Από την πρώτη στιγμή που γεννήθηκες, η σχωρεμένη η μάνα σου ονειρευόταν μεγαλεία για σένα. Πως θα γίνεις μεγάλος και τρανός. Σε ήθελε το λιγότερο πρωθυπουργό της Ελλάδας.

(Γυρνώντας προς τη φωτογραφία του Ανδρέα Παπανδρέου σταυροκοπιέται) Μεγάλε Ανδρέα, σχώρα με. Χατίρι δε σου χάλασε ποτέ. Θα το χαλάσεις το παιδί, της έλεγα. Το χαβά της αυτή.

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Η μητέρα με αγαπούσε και με πίστευε όσο κανείς άλλος στον κόσμο. Είχε αντιληφθεί από πολύ νωρίς την κλίση μου στην ποίηση.

 

ΑΝΤΩΝΗΣ: (Φασκελώνοντάς τον  και με τα δύο χέρια)

Να, πάρε δέκα Νόμπελ για να ησυχάσεις.

 

ΚΩΣΤΑΣ: Βλέπεις, εκείνη ήταν από τζάκι. Δε συγχώρεσε ποτέ στον εαυτό της το ότι ερωτεύτηκε εμένα, έναν χασάπη. Προσπάθησα να τη συνεφέρω αλλά δεν έπαιρνε από λόγια. Κι εσύ, βρε παλιοτόμαρο κατάλαβες από νωρίς την αδυναμία που σου είχε και την εκμεταλλευόσουνα μέχρι εκεί που δεν παίρνει.

 

(Ο Δημήτρης κάθεται σε μια καρέκλα και ακούει με σκυφτό το κεφάλι)

 

ΚΩΣΤΑΣ: Όμως Δημητράκη μου ως εδώ. Δεν αντέχω άλλο. Έστω κι αν είναι αργά, αποφάσισα να το σταματήσω αυτό το παραμύθι. Η χρηματοδότηση κομμένη. Η θα δουλέψεις το μαγαζί ή να αρχίσεις να τρως τις ποιητικές συλλογές σου.

 

(Ο Δημήτρης σηκώνεται. Με σκυφτό το κεφάλι και αργά βήματα, κατευθύνεται προς την πόρτα του καφενείου για να φύγει)

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Εντάξει πατέρα, έχεις δίκιο. Φεύγω.

 

ΚΩΣΤΑΣ: Και που πας;

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Πάω να φάω τις ποιητικές μου συλλογές, όπως είπες. Άλλωστε έχω τρεις μέρες να βάλω μπουκιά στο στόμα μου. (Φεύγει τρέχοντας)

 

ΚΩΣΤΑΣ: Στάσου, μη φεύγεις. Δεν μου απάντησες (Τον ακολουθεί με το γέρικο βηματισμό του. Στο καφενείο επικρατεί απόλυτη σιωπή)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ετικέτες: , , , , , ,

 
απέραντο γαλάζιο

"το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή..."

blog it

QUAERE VERUM:ΑΝΑΖΗΤΗΣΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ

aioroumenesskepseis

The greatest WordPress.com site in all the land!

dpa2007

Just another WordPress.com site

Blogs Of The Day

Just another WordPress.com weblog

Kyrgiakischristos's Blog

πεζογραφία-σχολιασμός επικαιρότητας-σάτιρα και πολλά άλλα

Βιο...λογισμοί

Βιολογία | Εκπαίδευση | Υγεία

fysikhlykeiou

Ασκήσεις-Προβλήματα-Διαγωνίσματα-Μεθοδολογία φυσικής λυκείου και πανελληνίων εξετάσεων και ...πολλά άλλα

WordPress.com

WordPress.com is the best place for your personal blog or business site.

Αρέσει σε %d bloggers: