RSS

Category Archives: ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Να μη σου στείλει η ζωή όσα μπορείς να αντέξεις

Να μη σου στείλει η ζωή όσα μπορείς να αντέξεις

Να μη σου στείλει η ζωή όσα μπορείς να αντέξεις

Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη

Έτυχε ο πατέρας σου να μην «κοιτάζει μόνο τη δουλειά του» και να μην κλείνει τα μάτια στο άδικο, έτυχε να μην τον νοιάζουν μόνο τα δικά του παιδιά κι ας είχε πέντε να θρέψει, έτυχε να μην μπορεί να κάτσει με σταυρωμένα τα χέρια περιμένοντας κάποιον σωτήρα και πήγε να συναντήσει τους φασίστες φάτσα-κάρτα και να τους πολεμήσει. Τους πολέμησε, μαζί με πάρα πολλούς ακόμη και τους έδιωξε, μα ο ίδιος δεν βγήκε ζωντανός.

Έμειναν ζωντανοί όμως όλοι εκείνοι που δεν ήθελαν να βγάλουν το φίδι από την τρύπα μαζί με τους άλλους που δεν θα χαλάλιζαν ούτε λεπτό από τη δική τους τη ζωή για να διορθώσουν τα κακώς κείμενα.

Έτυχε ο πατέρας σου να μην ξαναγυρίσει κοντά σας και να μείνετε χωρίς στον ήλιο μοίρα, έξι ζωές ανυπεράσπιστες.

Ορφάνια και φτώχεια, απειλές και εκφοβισμοί από δειλά ανθρωπάκια που πουλούσαν νταηλίκια στην θλιμμένη τη μάνα σου. Τόσες κακουχίες και τόσος πόνος που δεν χωράει σε νου ανθρώπου.

Κρύφτηκες νύχτες πολλές μέσα στην αποθήκη και στον αχυρώνα για να μην σε βρουν οι ύαινες που δεν χόρτασαν με το χαμό του πατέρα σου. Ήθελαν να γεμίσουν τις μαυρισμένες τους ψυχές με τη χαρά του εξευτελισμού και της ταπείνωσης της δικής σου, της μάνας σου, των αδερφών και των αδερφιών σου.

Κι όσο δεν σκύβατε και δεν δηλώνατε υποταγή άλλο τόσο σκύλιαζαν τα τέρατα που δεν μπορούσαν να εξηγήσουν από πού αντλούσατε αυτή τη δύναμη. Για τους ίδιους η υποταγή κυλούσε στο αίμα τους.

Ήταν ένα από τα πολλά βράδια που ο γνωστός δοσίλογος του χωριού και συνεργάτης των φασιστών του Χίτλερ επισκέφτηκε το σπίτι της οικογένειας σου μαζί με δύο παρατρεχάμενους, δυο καθίκια του κερατά, δυο χαφιέδες που δεν άξιζαν ούτε το σάλιο για να τους φτύσεις και που σαν τους έριχνες ματιά δεν μπορούσες να τους δεις. Τόση μαυρίλα έκρυβαν που απορροφούσαν όλο το φως που έπεφτε πάνω τους. Δυνατό χτύπημα στα παράθυρα και την πόρτα και μετά φωνές και απειλές.

Έτρεξε η μάνα, μάζεψε τα δύο μικρότερα παιδιά τα έβγαλε από την πίσω πόρτα και τα έκρυψε μέσα στην αποθήκη με το σιτάρι. Έτρεμαν τα καημένα από το φόβο κι έκλαιγαν βουβά τραβώντας τη μαύρη μαντίλα της μάνας.

«Μη μας αφήνεις μάνα».

«Μη σκιάζεστε, για λίγο θα είναι, μέχρι να φύγουν οι αναθεματισμένοι».

Μέχρι να γυρίσει, τα σκυλιά είχαν μπουκάρει στο σπίτι.

Το ένα από τα δύο κατακάθια σε είχε πιάσει από το χέρι και σε ρωτούσε για τη μάνα. Έκλαιγες και του έλεγες πως πήγε να ταΐσει τα ζώα αλλά δεν σε πίστευε. Σε χαστούκισε και όταν ο μεγάλος σου αδερφός προσπάθησε να σε προστατεύσει τον χαστούκισε και κείνον.

«Άσε ήσυχα τα παιδιά», ούρλιαξε η μάνα μπαίνοντας.

«Καλώς την», απάντησε εκείνος χαιρέκακα. «Πέντε παιδιά δεν είχες;» συνέχισε με βλοσυρό ύφος.

«Τα δύο τα μικρά τα έστειλα στην πεθερά μου στο χωριό», απάντησε η μάνα κι έτρεμε το φυλλοκάρδι της μην τύχει και αρχίσουν το ψάξιμο.

«Έχεις και ζώα, έμαθα», μίλησε ο αρχηγός.

«Έχω δυο πρόβατα, ίσα για να παίρνω δυο σταγόνες γάλα για τα παιδιά. Μη μου τα πάρετε, θα πεθάνουν από την πείνα», απάντησε η μάνα κοιτώντας τον στα μάτια.

«Αυτά να τα σκέφτονταν ο άντρας σου πριν αποφασίσει να τα βάλει μαζί μας».

«Δεν τα έβαλε μαζί σας, με τον κατακτητή τα έβαλε».

«Το ίδιο είναι. Οι εχθροί των Γερμανών είναι και δικοί μας εχθροί».

«Μη μας τα πάρεις τα πρόβατα. Έχεις και συ παιδιά», πετάχτηκες κρατώντας με το μικρό σου χέρι το χτυπημένο μάγουλο.

«Μη μιλάς εσύ», σου φώναξε η μάνα και σε πήρε στην αγκαλιά της.

«Μωρέ εσείς γεννιέστε έτσι ανάποδα. Το έχετε στο αίμα σας να μην κάθεστε στα αυγά σας. Βούλωστο να μη στο βουλώσω εγώ», σου είπε αγριεμένος ο αρχιρουφιάνος.

Ύστερα έκανε νόημα στους άλλους δύο και βγήκαν έξω. Κινήθηκαν προς το πίσω μέρος του σπιτιού για να βρουν τα πρόβατα που ήταν μαντρωμένα.

Από πίσω και η μάνα να τους παρακαλάει να μην τα πάρουν, από κοντά κι εσύ με την αδερφή σου και τον αδερφό σου να σκιάζεσαι για τα χειρότερα.

Έβγαλαν σχοινιά από το ταγάρι που είχαν μαζί τους, πέρασαν θηλιές στο λαιμό των ζώων και άρχισαν να τα τραβάνε προς τα έξω.

«Τι όφελος θα έχετε αν πεθάνουν τα παιδιά;» τους ρώτησε η μάνα τούτη τη φορά με σφιγμένα δόντια αλλά χωρίς να κλαίει.

«Στο είπα και πριν, δεν τα λογάριασε καλά ο άντρας σου. Ήθελε να κάνει τον ήρωα, λες κι εμείς δεν ξέραμε να κάνουμε τους νταήδες άμα θέλαμε. Όμως σκεφτήκαμε τις οικογένειές μας, τα παιδιά μας. Έτσι κάνουν οι πατεράδες, όχι σαν αυτόν που σας παράτησε στους πέντε δρόμους», είπε ο δοσίλογος κοιτώντας εσένα.

Και τότε, πριν προλάβει να σε κρατήσει η μάνα σου, έτρεξες, στάθηκες μπροστά του και τον έφτυσες. Ούτε που κατάλαβες πότε σου γύρισε μια ξανάστροφη που σε πέταξε πέρα. Σε πέτυχε στη μύτη και έτρεξε αίμα.

Τα ουρλιαχτά τα δικά σου και των άλλων παιδιών ξύπνησαν τους γείτονες και κάποιοι πλησίασαν δειλά-δειλά να δουν τι είχε συμβεί.

Τα τρία αποβράσματα πήραν τα πρόβατα κι έφυγαν μέσα στο σκοτάδι.

Εκείνο το βράδυ, κατά πως μου είπες, δεν το ξέχασες και δεν θα το ξεχάσεις ποτέ.

Μετά από λίγες μέρες μαθεύτηκε πως οι τρεις καταδότες έφυγαν για πάντα από το χωριό. Κάποιοι είπαν πως έφυγαν επειδή φοβήθηκαν για το τι θα ακολουθούσε καθώς οι αντάρτες είχαν μάθει τα καμώματά τους και δεν ήταν ούτε τα μοναδικά ούτε και λίγα.

Κάποιοι άλλοι έλεγαν με σιγουριά πως ήταν νεκροί. Το σίγουρο είναι ότι κανένας δεν τους ξαναείδε από τότε.

Κι ένα πρωινό, καθώς πήρες το παγούρι για να πας για νερό στη βρύση, περνώντας πίσω από το σπίτι, είδες τα δύο πρόβατα να είναι μαντρωμένα στο μέρος τους.

Έτρεξες να το πεις στη μάνα αλλά εκείνη το ήξερε ήδη από το βράδυ.

«Να μη σου στείλει η ζωή όσα μπορείς να αντέξεις», μου είπες τις προάλλες όταν σε ρώτησα πού βρήκες τη δύναμη για να σταθείς όρθια.

Ρητορικό το ερώτημα.

Και για σένα και για πολλούς ακόμα. Παλιότερους και σύγχρονους.

Και είναι πολλοί, πάρα πολλοί. Περισσότεροι από όσους βάζει ο νους μας.

 

Ετικέτες: ,

Μη φοβάστε, αντέχω

Μη φοβάστε, αντέχω

Μη φοβάστε, αντέχω

Και να’μαι πάλι εδώ, όρθιος, ζωντανός, χωρίς φωνή, να ακούω και να υπομένω.

Ξαπλωμένος χάμω, αλλά όχι γονατιστός. Ανάσκελα, να κοιτάω τ’ αστέρια και να τα μετράω ένα-ένα. Όπως τα λάθη μου, όπως τα τραύματά μου, όπως τα λάθη σας, όπως τα τραύματά μου.

Θέλησα να είμαι εγώ κι όχι κάποιος άλλος αυτός που θα σας μιλάει, που θα σας αγαπάει, που θα σας κάνει να θυμώνετε. Εγώ, ο εαυτός μου, ο πραγματικός και όχι ο δήθεν.

Εγώ είμαι, ο ίδιος με τις αδυναμίες μου δίπλα στη δύναμή μου.

Αυτός που αγκαλιάζετε, αυτός που διώχνετε, αυτός που θαυμάζετε, αυτός που σιχαίνεστε, αυτός που τρέχετε να ακούσετε, αυτός που κλείνετε τα αυτιά σας για να μην τον ακούτε, αυτός που στηρίζεστε πάνω του όλοι σας, αυτός που θα θέλατε να μην γνωρίζετε όλοι σας.

Δεν κρύβομαι ποτέ. Ούτε όταν σας χαϊδεύω ούτε όταν σας μαλώνω.

Σας θέλω όπως είστε, χωρίς όρους, χωρίς αστερίσκους, χωρίς απαγορεύσεις, χωρίς πρωτόκολλα, χωρίς υποσημειώσεις.

Με θέλετε στα μέτρα σας, με όρους, με απαγορεύσεις, με προϋποθέσεις.

Σας άπλωσα το χέρι να σας χαϊδέψω και μου το κόψατε.

Σας ζήτησα απεγνωσμένα ένα χάδι και μου το αρνηθήκατε.

Σας ρώτησα να μάθω αν είστε καλά και δεν μου απαντήσατε.

Σας ρώτησα αν πονάτε και μου είπατε να μην είμαι περίεργος.

Μοιράστηκα μαζί σας την ελπίδα και μου είπατε να μην λέω τα ίδια και τα ίδια.

Δεν με ρωτήσατε ποτέ αν είμαι καλά γιατί δεν μου αναγνωρίζετε το δικαίωμα να μην είμαι καλά.

Επιμένετε να λέτε πως με ξέρετε αλλά τελικά μόνο αυτό ξέρετε καλά: Να λέτε πως με ξέρετε.

Λέτε συνεχώς πως οι άνθρωποι αλλάζουν κι εσείς παραμένετε πάντα οι ίδιοι.

Στα μάτια σάς κοιτώ και σκύβετε το κεφάλι, μα σαν σκύβω το δικό μου από θλίψη μου λέτε πως δεν δικαιούμαι εγώ να θλίβομαι.

Ξέρετε πως θα είμαι εδώ, όπως πάντα.

Ξαπλωμένος χάμω, αλλά όχι γονατιστός. Ανάσκελα, να κοιτάω τ’ αστέρια και να τα μετράω ένα-ένα, ‘Όπως τα όνειρα που κάνω, όπως τα τραύματά μου, όπως τα όνειρα που καίω, όπως τα τραύματά μου.

Μη φοβάστε.

Αντέχω…

 
 

Ετικέτες:

Όχι άλλα δάκρυα

Όχι άλλα δάκρυα

Όχι άλλα δάκρυα

Όχι παιδί μου.

Δε σου έδωσα την ανάσα μου για σε θυσιάσουν κόβοντάς την μπρος στο τοτέμ του κέρδους τους.

Δε σου έδωσα το αίμα μου για να το χύσουν σε δυο αναθεματισμένες ράγες  σα να μην είχες καμία αξία.

Δε σε κανάκεψα για να έρθουν να μου πουν πως η δολοφονία σου οφειλόταν απλά σε «ανθρώπινο λάθος».

Δε σε νανούρισα μικρό σαν ήσουν, για να σε φέρουν κλεισμένο σε ένα ξύλινο φέρετρο και να γίνεις αιτία «να φτιάξουν έναν υπέροχο σιδηρόδρομο».

Δε σε ανάθρεψα γουλιά τη γουλιά για να αφήνουν μαύρα μπαλόνια στον ουρανό τώρα που σε δολοφόνησαν.

Δε σου έμαθα να περπατάς βήμα το βήμα για να μου λένε πως αρκεί να περπατήσω σιωπηλά λίγα μέτρα για να βρεις δικαίωση.

Δε σου έμαθα να μιλάς λέξη τη λέξη για να μου λένε να σιωπήσω τώρα που πρέπει να ουρλιάξω καθώς με πνίγει το άδικο.

Δε σου έμαθα να σκέφτεσαι τον άνθρωπο, να νοιάζεσαι για τις ανάγκες του, να αγωνίζεσαι για το καλύτερο για να εισπράξω από τους επαγγελματίες συνδικαλιστές και τους αστούς επαγγελματίες πολιτικούς, την υποκρισία και την αδιαφορία.

 

Ετικέτες: , ,

Οι «Αθέατες Διαδρομές» στα βιβλιοπωλεία- Παρουσίαση του βιβλίου

Οι «Αθέατες Διαδρομές» στα βιβλιοπωλεία- Παρουσίαση του βιβλίου

Οι «Αθέατες Διαδρομές» ήδη ξεμύτισαν στα ράφια των παρακάτω βιβλιοπωλείων:

ΑΘΗΝΑ

– Εν Αθήναις (Ακαδημίας & Μαυροκορδάτου 9, στη Ζωοδόχο Πηγή)

– Παρ’ ημίν (Χαρ. Τρικούπη 11, Χημείο)

– Πολιτεία (Ασκληπιού 1-3, Ακαδημία)

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

– Ακυβέρνητες Πολιτείες (Αλεξ. Σβώλου 28, πλ. Ναυαρίνου)

ΚΑΡΔΙΤΣΑ

– Ζάχος (Πλαστήρα 8)

Ηλεκτρονικές παραγγελίες μπορούν να γίνουν στο σάιτ του εκδοτικού (παράδοση στην πόρτα σας με κούριερ): http://anoteleia.gr/cat_051.htm

 

Ετικέτες: , , , , ,

Για σένα

Για σένα

Για σένα

Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη

Ας μιλήσω, ας μιλήσω για σένα.

‘Όμως τι να πρωτοπώ που πριν αρχίσω καλά-καλά να σκαρώνω λέξεις κι ένας κόμπος σκάλωσε στο στήθος, και μια σταγόνα αγάπη κρεμάστηκε στην άκρη των ματιών.

Να πω για τότε που σε πρωτοείδα;

Σεπτέμβρης ήταν κι είχε ο μήνας δεκατέσσερις. Κάπου στην Καισαριανή. Στο πάρκο. Σε είδα και είπα πως δεν γίνεται να είναι αλήθεια αυτό που βλέπω.

Ετών δεκαοχτώ. Δεκαοχτώ χρόνια τυφλός.

Πάγωσε το αίμα, το βλέμμα καρφώθηκε πάνω σου και δεν έλεγε να φύγει. Δεν μπορούσε να φύγει. Τι λέω; Δεν ήθελε να φύγει.

Πλησίασες και άρχισα να τρέμω.

Αναρωτήθηκα αν θα μου μιλήσεις.

«Από πότε τα επουράνια ασχολούνται με τα επίγεια;» αναρωτήθηκα ξανά και περίμενα την επιβεβαίωση.

Πλησίασες κι άλλο. Τα μηνίγγια μου πήγαιναν να σπάσουν. Με κοίταξες, αδιάφορα αλλά με κοίταξες. Κι ήταν λες και με είχαν κοιτάξει για πρώτη φορά, λες και όλα τα άλλα βλέμματα που είχαν πέσει πάνω μου δεν υπήρξαν ποτέ.

Σε έχει κάψει βλέμμα ποτέ; Εμένα ναι. Ήταν εκείνο το πρώτο σου βλέμμα και όλα όσα ακολούθησαν.

Είπα θα πεθάνω μα άλλαξα γνώμη αμέσως. Είπα θα ζήσω για να μην χορταίνω αυτό το βλέμμα μέχρι να πεθάνω.

Είπα πως είναι πιο πάνω κι από όνειρο για να μπορεί να είναι γίνει αληθινό.

Εσύ κι εγώ.

Εντάξει, εσύ, αλλά εγώ που κολλάω.

Πώς να σταθώ δίπλα στο φως;

Πώς να αντέξω την απόλυτη ομορφιά;

Πώς να πιστέψω σε άπιαστο όνειρο.

Και μετά που κάναμε παρέα, που δεν κυλούσε η ζωή μου μακριά σου, που μετρούσα τα βήματα μέχρι να φτάσω στο «120», που χανόμουν όταν δεν απαντούσες το κουδούνι, που έσκαγαν βεγγαλικά όταν σε άκουγα στο θυροτηλέφωνο, που δεν έφταναν 24 ώρες τη μέρα για να πούμε όσα δεν προλαβαίναμε, που ήθελα να ξεκινούσε η ζωή μου από τότε που σε πρωτοείδα…

Και σαν ήρθε το πρώτο φιλί, ήταν τόση η γλύκα στα χείλη που μου κόπηκαν τα γόνατα κι είπα θα σωριαστώ στην Ιπποκράτους δίπλα στα φανάρια.

Κι ήθελα μετά, γυρνώντας στο σπίτι με τα πόδια, να ήταν το σπίτι πολλά χιλιόμετρα μακριά για να περπατάω με τη γλύκα του φιλιού σου στα χείλη μου, τη μορφή σου καρφωμένη στο μυαλό και το σκίρτημα στην καρδιά μόνιμο και τρυφερό.

Τέτοια ομορφιά αξίζει να δώσεις και τη ζωή σου για να την αγναντέψεις, να τη ζήσεις και να τη νιώσεις, τέτοια ομορφιά … είναι η ζωή ή ίδια …

 

Ετικέτες: , , ,

Ζεϊμπέκικο

<strong>Ζεϊμπέκικο</strong>

Του Χρήστου Επαμ. Κυργιάκη

Τεσσάρων ετών, περίπου. Καλοκαίρι. Σάββατο απόγευμα. Οι οικοδόμοι πήραν το βδομαδιάτικο. Ένα μέρος του, το απόθεσαν σε καημό, αλκοόλ, τραγούδι και χορό. Εκεί στο γνωστό καφενείο. Μετά, αγόρασαν το κρέας της επόμενης μέρας. Μοσχάρι, από το καλό, όχι «κατεψυγμένο».

Στα ίδια κι ο πατέρας του, με το συνεργείο της οικοδομής.

Κατά τις πέντε έφτασαν στο σπίτι. Ξεπέζεψαν από τα μηχανάκια. Οι σοφάδες σκέπαζαν ρούχα και χέρια.

Η μάνα του, τους περίμενε. Κάθε Σάββατο τους περίμενε. Με αγωνία και λαχτάρα μαζί.

Μπήκαν και οι τέσσερις μέσα, χαιρετώντας και τραγουδώντας. Τα ποτήρια βρήκαν θέση στο τραπέζι και τα τραγούδια στις ψυχές.

Ήρθε κι η μάνα του δίπλα τους.

«Έβαλε ο διαβολάκος, την ουρά του πάλι», τραγουδούσε ο Μιχαλόπουλος.

Ο Γιαννακός ρίχνει την ιδέα: «Χορεύει ο μικρός».

Ο Γώγος συμφωνεί. Το ίδιο κι ο Λευτέρης. Ο πατέρας, του ρίχνει μια ματιά και του γνέφει να χορέψει.

Τεσσάρων ετών.

Σηκώνεται, χωρίς να καταλαβαίνει ακριβώς τι γίνεται. Νιώθει μόνο ότι κάνει κάτι σπουδαίο. Ξεκινάει το χορό ακούγοντας τα λόγια για να μη χάσει το ρυθμό.

Οι τέσσερις άντρες με τη μάνα του έκαναν τον κύκλο του χορού. Η ευλάβεια στα παλαμάκια ίδια σα να χόρευε συνομήλικος.

Ο μικρός το κατάλαβε. Έπρεπε να τους δικαιώσει. Σιγά μη δεν στεκόταν στο μπόι του. Ύψος δεν είχε, αλλά από μπόι περίσσευε.

Ο χορός τελείωσε. Ο ιδρώτας έλουζε το παιδί από την κορφή ως τα νύχια.

Ο πατέρας αγκάλιασε πρώτα τη μάνα, μετά το ίδιο. Πήρε το τραπέζι μαζί με τα ποτήρια και τα πιόματα, το σήκωσε, το έβγαλε έξω στην αυλή και το γύρισε ανάποδα. Μετά το ξαναέβαλε στη θέση του. Πήγε στην κουζίνα και το ξαναγέμισε με κρασί και ποτήρια.

Εφτά ετών, περίπου. Φθινόπωρο. Οι συγγενείς, μετανάστες πρώτης γενιάς μαζί με τα παιδιά τους, περιμένουν στο σπίτι στο χωριό, το ταξί για να τους μεταφέρει στα ΚΤΕΛ. Το φαγητό είχε ολοκληρωθεί και εδώ και αρκετή ώρα παρέα στο κρασί έκαναν τα τραγούδια. Της ξενιτιάς-τι άλλο θα μπορούσαν να είναι;-του καημού και της ελπίδας.

«Να χορέψει ο μικρός», πρόσταξε και παρακάλεσε μαζί κάποιος. «Παραγγελιά, να παραγγείλει ποιο θέλει».

«Το μερτικό μου απ΄τη χαρά», προστάζει το παιδί και ο Στέλιος αρχίζει να «κλαίει». Μαζί του και ο γηραιότερος της παρέας. Το ταξί ήρθε μα κανένας δεν το κατάλαβε. Μόνο η θκια η Παναγιώτα.

«Περίμενε να χορέψει ο μικρός πρώτα. Δεν φεύγουμε αλλιώς», είπε στον ταξιτζή. Έτσι κι έγινε.

Άδειασαν τα ποτήρια, άδειασαν τα μυαλά, γέμισαν οι ψυχές και το ταξίδι για τη Σουηδία ξεκίνησε. Υπόσχεση για αντάμωση του χρόνου.

Δώδεκα ετών, περίπου. Μάλλον Χειμώνας, λίγο πριν τα Χριστούγεννα.

Ο μικρός, που μεγάλωσε κάμποσο, πήγαινε μετά το μεσημεριανό φαγητό προς την πλατεία του χωριού για να ανταμώσει τους φίλους τους.

Στο δρόμο, έξω από το σπίτι του Πέτρου του γείτονα ακούει τραγούδια. Γυρνάει το κεφάλι και τον καλησπερίζει.

«Έλα να σε κεράσω», του λέει ο Πέτρος.

Κάνει να φύγει, μα ο γείτονας επιμένει.

«Πες ποιο τραγούδι θες να χορέψεις;» ακούστηκε η φωνή του Πέτρου.

«Του Βοτανικού ο μάγκας», λέει κοφτά το παιδί.

Η παραγγελιά μπήκε στο κασετόφωνο σε λίγα δευτερόλεπτα. Του Πέτρου του φάνηκε πως η παραγγελιά είχε και πολιτικό υπονοούμενο.

Μπορεί και να είχε.

«Που θα πάει. Θα αλλάξουν τα πράγματα», είπε καθώς ευχαριστούσε το παιδί που συνέχιζε το δρόμο του.

Το παιδί μεγάλωσε, τα χρόνια πέρασαν και κάποια στιγμή θέλησε με ένα ζεϊμπέκικο να χορέψει για τον πατέρα του το αγαπημένο του τραγούδι: «Τα νιάτα τα μπερμπάντικα». Το ήξεραν κι οι δύο πως η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει. Κανένας δεν το έλεγε στον άλλο. Μόνο το αντάλλασσαν με τα βλέμματα.

Θέλησε το παιδί να το ουρλιάξει με ένα ζεϊμπέκικο. Το τελευταίο που θα χόρευε για τον πατέρα του.

Το τελευταίο και το καλύτερο.

Έπρεπε να μην πατάει στη γη. Μόνο να τη νιώθει με τις άκρες της ψυχής του την ώρα που ο πατέρας θα του χτυπούσε παλαμάκια για τελευταία φορά.

Δεν θυμάται πώς και πότε το τραπέζι βρέθηκε πέρα από την αυλή.

Δεν θυμάται αν οι καρέκλες έσπασαν με δική του παρέμβαση ή αν λύγισαν από το βάρος του αναπάντητου «γιατί να φύγεις ρε πατέρα».

Τώρα πια, αυτό που θυμάται είναι πως την ώρα που χόρευε, η ψυχή του έγινε ένα με τον ουρανό και τα μάτια του είχαν στεγνώσει, σα να έκλαιγε μέρες.

Η αλήθεια είναι πως έκλαιγε, αλλά βουβά. Κανένας μην τον δει. Κανένας μην τον ακούσει.

Κανένας μην καταλάβει…

 

Ετικέτες: , , , , ,

Για το ανέφικτο λοιπόν

Για το ανέφικτο λοιπόν

Για το «ανέφικτο» λοιπόν

Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη

Τα μετράς από δω, τα ζυγίζεις από κει, τα υπολογίζεις ξανά από την άλλη, μα πάντα βγαίνεις με έλλειμμα.

Πόλεμος, σκοτωμοί, προσφυγιά, ανέχεια, ακρίβεια, φτώχια-άλλος πόλεμος αυτός-ανηθικότητα, υποκρισία, απογοήτευση, κρύο. Αυτό το κρύο σου τρυπάει τα μηνίγγια. Τη μια στιγμή να καίγεται ο κόσμος και η φύση και την άλλη να κρυώνεις μέσα στο σπίτι σου, τη σύγχρονη φυλακή σου, τη σημερινή αλυσίδα των ποδιών σου. Να έχεις ηλεκτρικές συσκευές και να αναπολείς τους μπουχαρήδες και τις γάστρες.

Πιάνεις τον εαυτό σου να γελάει δυνατά, καυστικά, θυμωμένα, μόνο και μόνο για να μην βάλεις τα κλάματα και αρχίσεις να ουρλιάζεις από οργή.

Το βλέπεις αδύνατο, παράταιρο και ανεξήγητο όλο αυτό που γίνεται γύρω σου.

Σου ρούφηξαν το μεδούλι δώδεκα χρόνια τώρα, σου έκοψαν με τσαμπουκά περίσσιο σχεδόν το μισό από το μισθό σου, το αντάλλαγμα του ελεύθερου χρόνου σου, σου άρπαξαν τη χαρά τού να κάνεις δώρα στις γιορτές και να πας τρεις μέρες κάπου, έτσι για να λες πως έκανες διακοπές.

Γιατί τι άλλο ήταν αλήθεια ο 13ος και 14ος μισθός;

Κι εκείνοι οι λίγοι οι ζάμπλουτοι παίζουν με τα εκατομμύρια λες και είναι πλατανόφυλλα και όχι το αίμα και ο ιδρώτας ο δικός σου και του διπλανού σου.

Σε έβαλαν να δουλεύεις νύχτα με νύχτα και το δέχτηκες σχεδόν αγόγγυστα.

Σου στέρησαν την αξιοπρέπεια στην αρρώστια, σου χαντάκωσαν τα όνειρα τα δικά σου και των παιδιών σου.

Σου ξέσκισαν και πάλι την αξιοπρέπεια όταν έγινες απόμαχος της ζωής και αντί για σεβασμό σου χάρισαν ντροπή καθώς περίμενες ελεημοσύνη έξω από το φούρνο της γειτονιάς σου.

Πώς τους ανέχεσαι ακόμα;

Πώς αντέχεις να τους ακούς να σου μιλάνε για γενναίες αυξήσεις της τάξης του 2% ή 5% ή 10% όταν ξέρεις πως οποιαδήποτε αύξηση κάτω από 70% είναι κοροϊδία αφού μόνο έτσι καλύπτονται οι μειώσεις στο μισθό, η ακρίβεια και ο πληθωρισμός; Όταν μετράς τις απώλειες των δώδεκα μνημονιακών χρόνων και τις βρίσκεις γύρω στις 80.000 ευρώ;

Αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν να ζητάς με το σωματείο σου, «γενναίες και πραγματικές» αυξήσεις; Ως πότε θα παίζεις άμυνα που να πάρει η ευχή;

Πότε θα σταματήσεις να φοβάσαι μήπως και πεις κάτι που δεν θα αρέσει στην «κοινή γνώμη»; Στους καναλάρχες και στα φερέφωνά τους δηλαδή; Εσύ κι ο διπλανός σου είστε η «κοινή γνώμη». Κανένας άλλος.

Νιώθεις πως τουλάχιστον εσύ και οι όμοιοί σου πρέπει να λέτε την αλήθεια, να ζητάτε, όπως λέτε με το φίλο σου όλα αυτά που σας αξίζουν και τίποτα λιγότερο.

Και η αλήθεια είναι πως αυτό που περνάμε δεν είναι ζωή αλλά ένας άνισος αγώνας για επιβίωση στη ζούγκλα που ονόμασαν καπιταλισμό.

Όπως επίσης είναι αλήθεια πως αν δεν πάψουν να υπάρχουν οι ελάχιστοι τρισεκατομμυριούχοι, οι λίγο περισσότεροι δισεκατομμυριούχοι και οι μερικοί εκατομμυριούχοι που έχουν το μισό πλούτο της υφηλίου, δεν θα πάψεις να υποφέρεις εσύ και οι όμοιοί σου που αποτελείτε τη συντριπτική πλειοψηφία του πλανήτη.

Αλήθεια είναι και πως όλοι αυτοί οι ζάμπλουτοι δεν θα ξυπνήσουν ένα πρωί και θα μοιράσουν τις περιουσίες τους επειδή το επιβάλει η θρησκεία τους ή η ηθική τους. Τότε δεν θα είχαν εφεύρει τις τόσες  θρησκείες κι εσύ δεν θα μπορούσες να ισχυριστείς ότι υπερτερείς απέναντί τους ηθικά.

Γιατί η δική τους ηθική είναι βουτηγμένη στα έσχατα όταν δεν είναι ανύπαρκτη.

Γιατί η δική σου ηθική μπορεί να εμπνέει και να ανάβει πυρκαγιές στις ψυχές των ανθρώπων, ενώ η δική τους ηθική μπορεί να φτάσει το πολύ μέχρι την εξαγορά. Εξαγορά μυαλών, συνειδήσεων και ζωών.

Γιατί όσο και να προσπαθούν με τους μηχανισμούς που διαθέτουν να σου αποδείξουν πως έχεις άδικο ξέρουν πως αυτό είναι αδύνατο. Το αίσθημα του δικαίου δεν ξεριζώνεται από κανέναν άνθρωπο. Ούτε από τον βασανισμένο, ούτε από αυτόν που στάθηκε απέναντι από το εκτελεστικό απόσπασμα. Το ξέρουν και γι’ αυτό ανακάλυψαν την έννοια του εφικτού. Έχεις δίκιο σου λένε αλλά δεν είναι εφικτό.

Πώς κρίνεται όμως κάτι ως «εφικτό» πριν προσπαθήσεις με όλο σου το είναι, με όσο μυαλό και φαντασία διαθέτεις, ώστε να το πετύχεις;

Το «ανέφικτο» είναι που τους τρομάζει γιατί θα χάσουν τα προνόμιά τους.

Σκέψου λίγο, πόσο πιο ανέφικτα είναι τα «θέλω» των πολλών από αυτήν την ανισότητα και την αδικία που υπάρχει γύρω μας και κανένας ανθρώπινος νους δεν μπορεί να το εξηγήσει;

Σκέψου ότι υπάρχει τόση φτώχια δίπλα σε βουνά από πλούτη, τόση πείνα δίπλα σε σωρούς πεταμένα αποφάγια, τόση δυστυχία δίπλα στην αντικειμενική δυνατότητα να ζούμε χωρίς τα άγχη της επιβίωσης!

Σκέψου πόσα «ανέφικτα» αποδείχτηκαν τελικά πως ήταν μια χαρά «εφικτά».

Φωτιά, τροχός, αλληλεγγύη, αγάπη για το όμορφο και το ανθρώπινο, αγώνες επιτυχημένοι για δικαιοσύνη, ισότητα, εξανθρωπισμό και κοινωνική απελευθέρωση.

Όχι, το δικό σου το «ανέφικτο» δεν θα το εγκαταλείψεις γιατί είναι το ίδιο με των άλλων, των όμοιων με σένα, των πολλών που αναζητάνε το ξέφωτο, που δεν βούτηξαν και δεν θέλουν να βουτήξουν στα έσχατα για το χρήμα το πολύ ή το λίγο.

Το «ανέφικτο» όλων εκείνων που συγκινούνται από το χαμόγελο ενός  παιδιού όποιο κι αν είναι το χρώμα του δέρματός του, που προσπαθούν να συναισθανθούν και όχι να υπολογίσουν, που μισούν το μίσος, πολεμούν τον πόλεμο, χαίρονται τη χαρά και αγαπούν τους ανθρώπους και όχι τις τσέπες τους.

Να το ξαναπιάσεις από την αρχή. Έτσι πρέπει! Αγκαζέ με τους άλλους, τους πολλούς, τους όμοιούς σου, με το κεφάλι αγέρωχο, ψηλά, τη ματιά καρφωμένη μπροστά και τη γροθιά υψωμένη. Έτσι πρέπει!

Όχι φίλε μου, θα το πετύχεις το «ανέφικτο».

Δεν «δικαιούσαι» να μην το πετύχεις…

 

Ετικέτες: , , , , , ,

Ποιο είναι το νόημα της ζωής τελικά;

Ποιο είναι το νόημα της ζωής τελικά;

Ποιο είναι το νόημα της ζωής τελικά;

Από την Γεωργία-Ειρήνη Βαχλιώτη

Με το ψεύτικο χαμόγελο της προσπαθούσε πάση θυσία να περιορίσει τα δάκρυα της. Τα γαλανά της μάτια πιέζονταν να μην ξεσπάσουν, να μην δείξουν τι πραγματικά ένιωθαν. Προσπαθούσε να επιβάλλει ένα ψεύτικο χαμόγελο στο πρόσωπο της, σάμπως ήταν κάποιος πιεστικός τύραννος. Μέσα της ήξερε καλά πως ήθελε να ουρλιάξει, φαινόταν καλά πίσω από την προστατευτική «μάσκα» που είχε φορέσει. Κρατιόταν με νύχια και με δόντια, μα παρόλο το καταπιεζόμενο χαμόγελο της και τα ψευδώς γελαστά της ματιά, μπορούσες να διακρίνεις, αν κοίταγες λίγο καλύτερα, πως κάτι μέσα της είχε γίνει κομμάτια. Ένα βαθύ αγκάθι είχε μπει στο μυαλό της και στην καρδιά της, που δεν την έκανε απλώς να πονέσει.

Την έκανε να υποκρίνεται, άθελά της, στους ανθρώπους που την αγαπούσαν. Μα δεν ήθελαν να την ρωτήσουν τι έγινε. Θα ένιωθε χειρότερα. Όταν την αγκάλιασα, ένιωσα πως το σώμα της ζητούσε βοήθεια. Σαν κάποιος να μου ψιθυρίζει ότι αυτό που αγκάλιαζα είχε τεράστια ανάγκη την σωματική επαφή εκείνη την στιγμή. Έσφιξε τα αδύναμα χέρια της στα πλευρά μου. Ήταν η αιτία που κυριολεκτικά ανατρίχιασε όλο μου το σώμα. Όταν πήγα να δω τι είχε συμβεί είχα τρομάξει, ήξερα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά μα δεν ήξερα τι συνέβαινε στ’ αλήθεια. Αντίκρισα το βαθύ γαλάζιο των ματιών της και για μια στιγμή απόρησα. Πως δεν είχα προσέξει τα πανέμορφα μάτια της;

Έτρεχαν σαν ποτάμι τα δάκρυα στο πρόσωπο της και το μακιγιάζ της πλέον είχε πάρει την κάτω βόλτα. Άραγε τι ήταν αυτό που την είχε κάνει να νιώθει τόσο ευάλωτη; Κανείς δεν ξέρει τι γίνεται πίσω από τις κλειστές πόρτες, και όταν το μάθει τρομάζει και αναρωτιέται: για πόσα είμαστε ικανοί τελικά; 

Δεν κοιμήθηκα εκείνο το βράδυ. Ξέρεις, έχω εκείνο το χαρακτηριστικό: όταν κάποιος που αγαπάω, σέβομαι και εκτιμώ δεν είναι χαρούμενος και έχει κάποιο πρόβλημα που τον βασανίζει, δεν μπορώ να κοιμηθώ τα βράδια. Καλό ή κακό; Δεν ξέρω. Θα μου πεις, αν ήταν έτσι, δεν θα κοιμόμουν ποτέ – όλοι έχουν πάντα προβλήματα. Όμως, όσο και αν πασχίζω, δεν μπορώ να δαμάσω αυτό το τέρας μέσα μου που προσπαθεί να βρει μια λύση. Ακόμα και αν τις περισσότερες φορές δεν ξέρω πραγματικά το πρόβλημα.

Ίσως το νόημα της ζωής να είναι τελικά όλα αυτά που σε κάνουν να νιώθεις ζωντανός και ανθρώπινος. Αυτή η αγκαλιά που θα δώσεις σε αυτόν που αγαπάς όταν πραγματικά την έχει ανάγκη, όταν σου φωνάζει έμμεσα ότι τώρα σε χρειάζεται περισσότερο από ποτέ. Ίσως εκείνο το συμβάν μου έδωσε, χωρίς να το καταλάβω, την απάντηση στο ερώτημα εκείνης της βραδιάς: «Ποιο είναι το νόημα της ζωής τελικά;»

 

Ετικέτες: , , ,

Να τα λέμε κι αυτά , ξανά

Να τα λέμε κι αυτά , ξανά

Να τα λέμε κι αυτά, ξανά

Από τον Χρήστο Επαμ Κυργιάκη

Πόσο τυχεροί που είμαστε τελικά, Παναΐτσα μου; Πόσα καινούργια πράγματα μάθαμε, είδαμε και ακούσαμε τις τελευταίες εβδομάδες;

Να τα λέμε κι αυτά!

Μάθαμε πως η τηλεκπαίδευση δημιουργεί γνωστικά κενά και προκαλεί ψυχολογική επιβάρυνση στους μαθητές! Το είπε ο γενικός γραμματέας (όχι ο Μήτσος), ο Αλέξης (όχι ο γνωστός), επιβεβαιώνοντας το γνωστό παλιό άσμα με τις λέξεις που μπορούν και τον κρύβουν. Εντάξει, το λένε εδώ και δύο χρόνια και οι εκπαιδευτικοί αλλά δεν είναι το ίδιο. Τι να ξέρουν οι άνθρωποι; Απλοί εκπαιδευτικοί είναι.

Όχι, να τα λέμε κι αυτά!

Μάθαμε ότι παλιά το χιόνι το σωστό έπεφτε νύχτα. Μέρα δεν έπεφτε ποτέ, γι΄αυτό και ο κόσμος περίμενε να δει μιαν άσπρη μέρα αλλά δεν την έβλεπε! Το τελευταίο της «Ελπίδας» έπεσε μέρα. Αυτό δεν ήταν χιόνι, ήταν κ@λ%χιονο. Τι να σου κάνει κι ο πρωθυπουργός μας; Τι να σου κάνει κι ο κρατικός μηχανισμός μπροστά στο αναπάντεχο; Οι επιστήμονες σηκώνουν τα χέρια ψηλά, όσοι έχουν μαλλιά τα τραβάνε και οι φαλακροί βγάζουν τρίχες κατσαρές.

Νομίζετε πως αν το ήξερε ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί του θα κάθονταν με σταυρωμένα χέρια; Όχι! Θα κάθονταν αλλά τα χέρια θα τα είχαν απλωμένα!

Να τα λέμε κι αυτά!

Ευτυχώς που μας προέκυψε η «Ελπίδα» και μάθαμε από τα λάθη μας. Γεμίσαμε τα αυτοκίνητά μας με αλυσίδες, αντίσκηνα, ισοθερμικά, γκαζάκια, γεννήτριες, αντιπυρετικά, χημικές τουαλέτες, ταχυδρομικά περιστέρια. Τώρα πλέον ξεκινάμε για την δουλειά μας με την απαιτούμενη ασφάλεια και κυρίως την απαιτούμενη ατομική ευθύνη. Ευτυχώς που ο δρόμος ανήκει σε ιδιωτική εταιρία. Κανονικά η εταιρία θα έπρεπε να ζητήσει αποζημίωση από τους οδηγούς γιατί με τον εγκλωβισμό τους σταμάτησε η ροή και χάθηκαν τόσα χρήματα από τους άλλους οδηγούς που ήθελαν να μπουν στον δρόμο και δεν μπορούσαν.

Ευτυχώς που τους έτριξε τα δόντια ο καλός μας πρωθυπουργός και μαζεύτηκαν!

Όχι, να τα λέμε κι αυτά!

Αποδείχτηκε επίσης περίτρανα ότι ο κρατικός μηχανισμός είναι παρών και λειτουργεί παρόλα όσα έχουν ειπωθεί με αφορμή την «Ελπίδα».

Δεν πρόλαβαν οι αγρότες να βγουν στην Εθνική Οδό και αμέσως έφτασαν εκεί διμοιρίες των ΜΑΤ. Δεν πέρασαν ούτε λίγες ώρες από την καταγγελία της Γεωργίας για βιασμό και ο υπουργός της τάξης βρέθηκε αμέσως στο αρμόδιο αστυνομικό τμήμα. Κι όλα έγιναν «κατά πως έπρεπε να γίνουν». Να μην ξεχνάμε την αντίστοιχη άμεση αντίδραση και στην υπόθεση Λιγνάδη. Ούτε τρεις μήνες δεν άργησε η αστυνομία να ελέγξει τα αρχεία στους υπολογιστές του. Έδρασε αστραπιαία!

Να τα λέμε κι αυτά!

Είδαμε και κάποια σωματεία και ομοσπονδίες να ζητάνε αυξήσεις μετά από δώδεκα χρόνια. Και επαναφορά των δώρων. Μπορεί να μην λένε πόσο μεγάλες πρέπει να είναι οι αυξήσεις αλλά δεν έχει σημασία. Αλλά τι να πουν; Αφού ο καλός μας πρωθυπουργός τους πρόλαβε. Κοτζάμ 2% αυξήσεις έχει αναγγείλει και είπε πως θα δώσει κι άλλες. Τους τάπωσε!

Όχι, να τα λέμε κι αυτά!

Πέσαμε όλοι από τα σύννεφα όταν διαπιστώθηκε για εκατοστή έκτη φορά ότι πολλά φασιστοειδή βρίσκουν ζεστασιά, στοργή, φροντίδα και τη γνωστή πούδρα, στους οργανωμένους συνδέσμους μεγάλων, αλλά και μικρότερων, ομάδων που έχουν ιδιοκτήτες μεγάλους, αλλά και μικρότερους, οικονομικούς παράγοντες που είναι και ιδιοκτήτες μεγάλων, αλλά και μικρότερων, μέσων μαζικής ενημέρωσης. Μείναμε άφωνοι με την αντίδραση των ομάδων και της κυβέρνησης. Όλα λειτούργησαν σα να μην έγινε τίποτα. Σα να μην δολοφονήθηκε ο Άλκης. Μπορεί οι δολοφόνοι του να ήθελαν να δημιουργήσουν προβλήματα στην απρόσκοπτη διεξαγωγή των ποδοσφαιρικών πρωταθλημάτων αλλά δεν τα κατάφεραν. Αυτοί που διοικούν το ποδόσφαιρο όμως δεν τσίμπησαν.

Να τα λέμε κι αυτά!

Πρόσφατα πληροφορηθήκαμε ότι στη χώρα μας υπάρχουν 5.247.295 πλούσιοι, όσα είναι και τα αυτοκίνητά της με βάση τα στοιχεία της Ένωσης Ευρωπαίων Κατασκευαστών Αυτοκινήτου (για το 2019). Το είπε ο υπουργός μας ο κυρ Σκυλακάκης. Οι κατέχοντες αυτοκίνητα είναι πλούσιοι. Δεν ξέρει εκείνος κοτζάμ υπουργός και ξέρουμε εμείς; Ευτυχώς, ακούστηκε η φωνή της λογικής. Άποψη με επιχειρήματα όχι λαϊκισμοί και αηδίες!

Να τα λέμε κι αυτά!

Αμ το άλλο που μάθαμε και διαπιστώσαμε ότι τόσα χρόνια ζούσαμε στο σκοτάδι; Αν έχεις 500 ευρώ καταθέσεις είναι απολύτως γνωστό το πώς αποκτήθηκαν. Αν όμως έχεις 350.000 ευρώ τότε η πηγή τους καθίσταται αδιευκρίνιστη. Το γεγονός μπορεί να προκαλέσει στον κάτοχο των καταθέσεων αυτών μία ροπή προς την τσιρίδα και το σκούξιμο. Υπάρχει και σχετική παροιμία για κλέφτες και νοικοκυραίους μα και για γάτους που σκούζουν ενώ δεν θα έπρεπε.

Όχι, να τα λέμε κι αυτά!

Επιτέλους γίναμε κοινωνοί νέων ανακαλύψεων και αποκαλύψεων που κανονικά θα έπρεπε να τις μάθουν και να τις διδαχτούν οι μαθητές όλων των σχολείων της χώρας.

Αν την ώρα που η γυναίκα σκέφτεται να κάνει παιδί βλέπει στην τηλεόραση Ουρανό, τότε αυτό μεγαλώνοντας θα λέει συνέχεια ψέματα και θα συκοφαντεί. Αν βλέπει υπουργό με τσιριχτή φωνή μεγαλώνοντας θα έχει σταθερές κομματικές προτιμήσεις. Για μια ζωή θα υποστηρίζει το ίδιο κόμμα.

Να τα λέμε κι αυτά!

Όμως το πιο συγκλονιστικό είναι αυτό που μάθαμε για τον Παρθενώνα. Στέκει στον γνωστό βράχο εκατομμύρια χρόνια και κανένας δεν τον είχε πάρει χαμπάρι. Μόνο κάπου εκεί στον 5ο αιώνα π.Χ τον ανακάλυψαν οι άνθρωποι. Καταρρίπτονται όλα τα ιστορικά στοιχεία και η μέθοδος της ραδιοχρονολόγησης αποδεικνύεται λανθασμένη που μιλάνε για ηλικία 2.468 χρόνων. Επιβεβαιώνεται ότι χτίστηκε από εξωγήινους. Δεν έχει σημασία αν αποδεικνύεται. Σημασία έχει ποια το είπε. Αυτό και μόνο αποτελεί απόδειξη. Είναι θέμα «αγωγής».

Έτσι, να τα λέμε κι αυτά για να ακούγονται!

 

Τέρατα και λεβέντες

Τέρατα και λεβέντες

Τέρατα και λεβέντες

Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη

Σε μια χώρα μακρινή…

Πριν από κάμποσα χρόνια ήταν μια εταιρία η 4Δ + 5Η = 9Ζ που παρασκεύαζε διάφορα ζουμιά. Για να ακριβολογούμε, οι εργάτες της εταιρίας τα παρασκεύαζαν. Τα αφεντικά τους έγιναν οι πιο πλούσιοι της χώρας. Αποφάσισαν, που λέτε, τα αφεντικά να μεταφέρουν κάποια εργοστάσια σε μια διπλανή χώρα όπου οι εκεί εργάτες θα παρασκεύαζαν τα ίδια ζουμιά. Τότε οι εργάτες των εργοστασίων που θα έκλειναν αντέδρασαν και μαζί τους και η κοινωνία ολόκληρη. Γέμισαν οι δρόμοι με αφίσες που καλούσαν τους κατοίκους της χώρας να μην αγοράζουν τα ζουμιά της εταιρίας.

Μέσα σε τρεις ώρες δεν υπήρχε καμία τέτοια αφίσα κολλημένη σε κολώνα ή τοίχο. Φρόντισαν τα αφεντικά πληρώνοντας εργάτες να ξηλώσουν τις αφίσες που καλούσαν σε συμπαράσταση σε κάποιους άλλους εργάτες που θα έχαναν τη δουλειά τους.

Λεβέντες σωστοί τα αφεντικά. Μα και οι εργάτες; Περίμεναν ο Γολιάθ να νικήσει τον Δαυίδ; Λίγη Παλαιά Διαθήκη δεν είχαν διδαχθεί στο σχολείο; Τηλεόραση τη μεγάλη εβδομάδα δεν είδαν ποτέ;

Ευτυχώς, μας φύλαξε ο μεγαλοδύναμος και στη χώρα μας δεν έχουμε τέτοια αφεντικά.

Η εταιρία καλόζησε και αναπτύχθηκε και έφτιαξε κι άλλα ζουμιά, χιλιάδες τόνους από τότε.

Παιδιά όμως δεν έφτιαξε. Μόνο τέρατα έφτιαξε, άγρια και γλοιώδη που έβρισκαν ευχαρίστηση στο να ξεφτιλίζουν και να βιάζουν απροστάτευτους ανθρώπους, Γιατί αυτά τα τέρατα ήταν και χέστες. Φρόντιζαν πρώτα να εξουδετερώνουν τα θύματά τους, γιατί φοβούνταν τις αντιδράσεις τους, και μετά να κάνουν πως είναι τέρατα-νταήδες.

Τα παιδιά-τέρατα έκαναν παρέα μόνο με όμοιούς τους. Πήγαιναν σε διάφορα φιλανθρωπικά γκαλά όπου πολλές φορές σύχναζαν και βιαστές, παιδεραστές, υπουργοί, βουλευτές, εκπρόσωποι του μεγαλοδύναμου, καθηγητές πανεπιστημίου, τοκογλύφοι, πρώην αγωνιστές του κώλου, ιδιοκτήτες ομάδων, εφοπλιστές, καταξιωμένοι ηθοποιοί και σκηνοθέτες, επιχειρηματίες-κρατικοδίαιτοι και μη- μεγαλοδικηγόροι, δικαστές, έμποροι ναρκωτικών και ελπίδων-ναρκωτικό είναι κι αυτή κάποιες φορές-και γενικά όλοι όσοι συνιστούσαν τον λεγόμενο «εθνικό κορμό».

Ευτυχώς, μας φύλαξε ο μεγαλοδύναμος και στη χώρα μας δεν έχουμε τέτοια παιδιά-τέρατα ούτε τέτοιον «εθνικό κορμό».

Στη χώρα αυτή τη μακρινή συνέβαιναν και πολλά άλλα αποτρόπαια συμβάντα και εξωφρενικά περιστατικά.

Μέσα σε δύο χρόνια μια φοβερή αρρώστια σκόρπισε το θάνατο σε 25.000, ηλικιωμένους κυρίως, αλλά κανένας κυβερνητικός δεν συγκινήθηκε ούτε και σκέφτηκε πως φέρει κάποια ευθύνη.

«Την έστειλε ο μεγαλοδύναμος», έλεγαν οι κυβερνητικοί.

«Ο μεγαλοδύναμος θα μας σώσει», έλεγαν οι εκπρόσωποί του μεγαλοδύναμου.

«Για να το λένε και οι μεν και οι δε, δεν μπορεί, έτσι θα είναι», έλεγαν οι κάτοικοι της χώρας.

Έτσι, συνέχιζαν να αγοράζουν πλοία και αεροπλάνα για να παίζουν πόλεμο με τους γείτονες που κι αυτοί αγόραζαν πλοία και αεροπλάνα για τον ίδιο λόγο. Αγόρασαν τόσα πολλά αεροπλάνα και μετά έψαχναν να βρουν τη μίζα τους, γιατί αυτές οι πολεμικές μηχανές, όπως και όλα τα άλλα μηχανοκίνητα οχήματα, δεν παίρνουν μπρος χωρίς μίζα. Κι έτσι θα ζούσαν καλά και με παιχνίδια πολεμικά αυτοί και τα τρισέγγονά τους.

Μετά πήραν κόσμο πολύ για να κάνουν τους εκπροσώπους του μεγαλοδύναμου και μετά πήραν κι άλλους, τους έντυσαν σαν αστακούς, τους έδωσαν κι άλλα οχήματα, πιο μικρά για να παριστάνουν τα όργανα. Και σ΄αυτά τα οχήματα έψαχναν για τη μίζα τους.

Όχι, γιατρούς για την κακιά αρρώστια δεν πήραν, ούτε νοσοκόμους, ούτε νοσοκομεία έφτιαξαν. Τα θεώρησαν αχρείαστα γι΄αυτό και έκλεισαν και κάποια από αυτά που υπήρχαν.

Άφησαν και κάποια να τα χρησιμοποιούν οι ίδιοι και οι δικοί τους σε μια δύσκολη ώρα. Αυτή τη δύσκολη ώρα πάντα την σκέφτονταν σε εκείνη τη μακρινή χώρα, γι΄αυτό και τον παρά τους τον είχαν φυλαγμένο σε άλλες χώρες, πιο μακρινές. Λέγεται πώς ήταν τόσοι πολλοί αυτοί που σκέφτονταν τη δύσκολη ώρα που τους είχαν γράψει και σε λίστες μυστικές που τις κρατούσαν οι κυβερνητικοί στα συρτάρια τους.

Ευτυχώς, μας φύλαξε ο μεγαλοδύναμος και στη χώρα μας όποτε πέφτει η κακιά αρρώστια έχουμε απ’ όλα. Και γιατρούς και νοσοκομεία και φάρμακα και εμβόλια και κρεβάτια και δεν πεθαίνει κανένας, όπως σε μια ακόμη πιο μακρινή χώρα που το όνομά της μοιάζει με Κουβά. Άκου Κουβά!

Μετά, στη μακρινή αυτή χώρα ήρθε μια άλλη αρρώστια, η ακρίβεια.

Οι κάτοικοι πεινούσαν, κρύωναν διψούσαν, δεν είχαν να ντυθούν ούτε να ποδεθούν.

Για να τα ξεχνάνε όλα αυτά, τυλίγονταν με φλοκάτες, γέμιζαν μαντίλια με ζάχαρη και τα έγλυφαν, βλέποντας  στην τηλεόραση διάφορα θεάματα. Μάγειρες να μαγειρεύουν, και τους έπεφταν τα σάλια, ανθρώπους να συναγωνίζονται μέσα στα έσχατα και τις λάσπες, και ένιωθαν όμορφα στις φλοκάτες, χορευτές με ταλέντο να λικνίζονται, και ευφραίνονταν το μέσα τους.

Όταν ο πλανήτης συμπλήρωνε μία περιφορά γύρω από το άστρο του, οι κυβερνητικοί, με τα λεφτά των κατοίκων, πλήρωναν κάποιους για να τους το θυμίζει τραγουδιστά.

Οι κυβερνητικοί μοίραζαν μισό κουλούρι στον καθένα, τρία κουταλάκια του γλυκού νερό, ένα τάμπλετ, μικρά παγουρίνα και μεγάλες μάσκες για κάθε χρήση. Ύστερα πήγαιναν ταξίδια, σε βουνά, σε θάλασσες, με ποδήλατα με ελικόπτερα, με αεροπλάνα. Όμως δεν ξεχνούσαν να διατυμπανίζουν πως η πλεονεξία είναι αμάρτημα και η ολιγάρκεια προσόν μεγάλο.

Ευτυχώς, μας φύλαξε ο μεγαλοδύναμος και στη χώρα μας δεν ζούμε τέτοιες καταστάσεις.

Από όσα μαθεύτηκαν, γιατί τα νέα ταξιδεύουν δύσκολα από μια μακρινή χώρα, οι κάτοικοι εξαγριώθηκαν με όλα αυτά γιατί κάποια στιγμή ο κόμπος έφτασε στο χτένι, και τον «εθνικό κορμό», τον πήρε και τον σήκωσε.

Ευτυχώς, μας φύλαξε ο μεγαλοδύναμος και στη χώρα μας, αν ποτέ συνέβαιναν αυτά, θα ξεσηκωνόμασταν πριν ο κόμπος φτάσει στο χτένι. (;)

 

Ετικέτες: , , , ,

 
απέραντο γαλάζιο

"το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή..."

blog it

QUAERE VERUM:ΑΝΑΖΗΤΗΣΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ

aioroumenesskepseis

The greatest WordPress.com site in all the land!

dpa2007

Just another WordPress.com site

Blogs Of The Day

Just another WordPress.com weblog

Kyrgiakischristos's Blog

πεζογραφία-σχολιασμός επικαιρότητας-σάτιρα και πολλά άλλα

Βιο...λογισμοί

Βιολογία | Εκπαίδευση | Υγεία

fysikhlykeiou

Ασκήσεις-Προβλήματα-Διαγωνίσματα-Μεθοδολογία φυσικής λυκείου και πανελληνίων εξετάσεων και ...πολλά άλλα

WordPress.com

WordPress.com is the best place for your personal blog or business site.

Αρέσει σε %d bloggers: