Γεωργία-Ειρήνη Βαχλιώτη
Ήταν πολύ βαρύς αυτός ο χειμώνας. Εκείνο το πρωινό ο ήλιος φαινόταν τόσο παγερός μπροστά στο απέραντο χιονισμένο τοπίο. Ήταν λες και μια τόση δα φλογίτσα προσπαθούσε να ζεστάνει ένα τεράστιο παγόβουνο, λες και προσπαθούσε να την σιγονταρίσει μα μάταια, γιατί το προηγούμενο βράδυ μια μεγάλη χιονοθύελλα φρόντισε ώστε το χιόνι να μας φτάνει ως τα γόνατα. Είχαμε όλοι μεγάλη δυσκολία να κινηθούμε μέσα στις λάσπες που ήταν αναμιγμένες με χιόνι και στο έδαφος υπήρχε παγετός οπότε πολλοί από εμάς έχαναν την ισορροπία τους, ευτυχώς για λίγα δευτερόλεπτα, και φρόντιζαν να είναι πιο προσεκτικοί με τα επόμενά τους βήματα.
Ξάφνου, ακούγονται σφαίρες. Ξέραμε ότι είχαμε φτάσει σε απόσταση αναπνοής από το σημείο που οι Ιταλοί είχαν αποφασίσει να στρατοπεδεύσουν ώστε να μας επιτεθούν. Στιγμιαία από το νου μου πέρασε η ανάμνηση εκείνου του αυγουστιάτικου καλοκαιριού, που ο παιδικός μου φίλος, ο Αντέρο είχε έρθει στο χωριό να με επισκεφτεί, καθώς είχαν αποφασίσει να επιστρέψουν στην πατρίδα των γονιών του, την Ιταλία. Σκεφτόμουν πόσο όμορφα μου περιέγραφε τα σπίτια εκεί, τις πόλεις αλλά και τους ανθρώπους. Πόσο ωραία του φερόταν η κυρία Ζαγκλίν, η γειτόνισσά του, η οποία κάθε πρωί μόλις τον έβλεπε να πηγαίνει στο σχολείο του έδινε από μια μεγάλη σοκολάτα, γιατί ήξερε πως ήταν γλυκατζής. Αυτές μου οι αναμνήσεις με έκαναν να συνειδητοποιήσω πόσο οικεία αισθανόμουν με τους Ιταλούς στρατιώτες που έβλεπα εκείνη την στιγμή αντίκρυ μου, αντιθέτως ταυτιζόμουν μαζί τους.
Σκεφτόμουν και συνειδητοποιούσα λεπτό με λεπτό, ότι και αυτοί ήταν 200 στρατιώτες οι οποίοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, τις οικογένειες τους, τις μανάδες τους, τον τόπο τους και την καθημερινή τους ζωή για να έρθουν και να γίνουν πιόνια δύο μεγάλων φαντασμένων, οι οποίοι θεωρούσαν ορθό να στερούν από τον λαό τους όλα όσα αγαπάει μόνο και μόνο για το δικό τους καθαρό συμφέρον και μόνο και μόνο για να ενισχύεται το κύρος τους μέρα με την μέρα μη υπολογίζοντας τον ψυχολογικό και σωματικό πόνο που θα συνοδεύει αυτούς τους αθώους άντρες για όλη τους τη ζωή και θα επηρεάζει ακόμα και τις επόμενες γενιές. Και όλα αυτά; Για να έχουν να λένε ότι εγώ είμαι αυτός που κατέκτησε όλη την Ευρώπη, ενώ στην πραγματικότητα αυτοί το μόνο που έκαναν ήταν να διατάζουν και να φέρονται απάνθρωπα σε τόσους πολλούς ανθρώπους έτσι ώστε, με τις πράξεις τους ντρόπιαζαν το ανθρώπινο είδος και γινόντουσαν ανάξιοι να αποκαλούνται άνθρωποι, γιατί κάτι τέτοιοι τύποι μόνο άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να λέγονται.
Η σφαίρα, είχε διαπεράσει όλη μου την λεκάνη και πριν καταλάβω καλά καλά τι είχε γίνει βρέθηκα στο έδαφος προσπαθώντας να ανοίξω τα μάτια μου και να συνειδητοποιήσω τι είχε μόλις συμβεί. Μια ιταλική σφαίρα είχε καταφέρει να με ακινητοποιήσει, και ο πόνος σε αυτό το σημείο γινόταν ολοένα και πιο οδυνηρός. Προσπαθούσα να απλώσω το χέρι μου και να πιαστώ από κάποιον συμπατριώτη μου, αλλά όλοι προχωρούσαν με γοργά βήματα προσπερνώντας με και ρίχνοντας μου ένα βλέμμα λύπησης. Μου έλεγαν ότι δεν έχουμε αρκετό χώρο και ότι αυτή τη στιγμή είμαστε σε πολύ κρίσιμο σημείο καθώς οι Ιταλοί προχωράνε προς τα μέσα. Μου έλεγαν ότι και να με βοηθούσανε, δεν είχαμε τα απαραίτητα φάρμακα. Την προηγούμενη ημέρα είχα δώσει όσες γάζες μου είχαν απομείνει σε έναν άλλον στρατιώτη ο οποίος είχε τραυματιστεί και είχε χάσει τις δικές του. Έτσι κανείς δεν προσφέρθηκε για να θυσιάσει τις δικές του, και εν μέρει τούς δικαιολογώ καθώς ήμασταν στην κόψη του ξυραφιού.
Όσο προσπαθούσα παρόλα αυτά να κρατηθώ από κάποιον με τις λιγοστές δυνάμεις μου, και καθώς ήξερα ότι από λεπτό σε λεπτό θα άφηνα την ζωή μου σε αυτά εδώ τα παγερά βράχια, είδα ένα παλικάρι να τρέχει δέκα μέτρα πιο πίσω και να σπρώχνει τους υπόλοιπους στρατιώτες, κατευθύνοντας προς το μέρος μου. Ήταν ο άνθρωπος, στον οποίο θα όφειλα την ζωή μου μέχρι και την μέρα που θα ξεψυχούσα στο κρεβάτι μου
Αυτός ο άνθρωπος όχι μόνο με τράβηξε και με έβαλε στους ώμους του, αλλά με κουβάλησε με το κουρασμένο του κορμί μέχρι την επόμενη μας στάση. Εκείνες τις στιγμές δεν θα τις ξεχνούσα ποτέ στην ζωή μου. Ήταν η στιγμή, που κατάλαβα ότι τελικά μέσα σε όλη αυτή την απάνθρωπη κατάσταση, υπήρχαν ακόμη λίγα απομεινάρια ανθρωπιάς στην ψυχή τους. Ήταν εκείνος που με μια κίνηση έδειξε ότι η κάθε ψυχή σε αυτόν τον πόλεμο έχει νόημα, ήταν εκείνος που για το υπόλοιπο της ζωής μου θα τον είχα μέσα στην καρδιά μου και θα τον κουβάλαγα μαζί μου για πάντα.
Με κουβάλαγε σαν κατσίκι στους ώμους του, μισολιπόθυμο, και μέχρι και σήμερα μετανιώνω που δεν τον ρώτησα πώς τον λένε. Ένας άγνωστος μου είχε σώσει την ζωή, και εγώ, ο χαζός, δεν τον είχα ρωτήσει μια τόσο απλή ερώτηση της οποίας η απάντηση θα με βασάνιζε για το υπόλοιπο της ζωής μου. Σε εκείνον θα όφειλα ακόμη και την οικογένειά μου, καθώς μέχρι τότε δεν είχα τίποτε πέρα από τον εαυτό μου. Η γυναίκα μου, τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου, όλα τα χρωστούσα σε εκείνον, γιατί αν δεν ήταν αυτός εγώ δεν θα ‘χα καταφέρει τίποτα. Μέχρι και πριν ξεψυχήσω ήθελα να τον βρω, να τον αγκαλιάσω και να τον ευχαριστήσω που έδειξε πόσο θαρραλέος ήταν, βάζοντας σε κίνδυνο την ζωή του για να σωθώ εγώ, ένας κοινός στρατιώτης ανάμεσα στους εκατοντάδες άλλους.
«Αν είναι να πεθάνω, ας πεθάνω με αξιοπρέπεια» μου είπε και αυτή τη φράση θα την θυμόμουν κάθε φορά που θα ξύπναγα τα βράδια ιδρωμένος, νομίζοντας πως βόμβες έπεφταν πάνω μου. Τελικά, εμείς οι άνθρωποι δεν έχουμε καταλάβει ακόμα πως η ζωή μας κρέμεται από μια λεπτή κλωστή, η οποία είναι ζήτημα χρόνου να κοπεί.
Αν γυρνούσα τον χρόνο πίσω, θα του έλεγα λίγο πριν κινήσει ο καθένας για τον τόπο του, «Κώστας…»
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...