RSS

Daily Archives: 18 Νοεμβρίου 2015

Θα ήθελα να σας μισήσω αλλά δεν μπορώ. Μόνο λύπηση σας ταιριάζει

Θα ήθελα να σας μισήσω αλλά δεν μπορώ.

Μόνο λύπηση σας ταιριάζει

Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη

 

Τα χαράματα τον είχαν βρει ξάγρυπνο. Δεν είχε μπορέσει να κλείσει μάτι ούτε για ένα λεπτό. Είχε σηκωθεί από το κρεβάτι σαν χαμένος κι έφτιαξε καφέ, όπως κάθε μέρα. Καπνίζοντας στο μπαλκόνι ούτε που κατάλαβε ότι πέρασε η ώρα. Ετοιμάστηκε βιαστικά και βγήκε από το σπίτι.

Όμως, εκείνη τη μέρα τα πόδια του, αντί να πάνε μπροστά με κατεύθυνση το σχολείο, του φαινόταν πως γύριζαν προς τα πίσω.

Ήταν μέρα απεργίας.

Δεν θυμόταν ποτέ μέρα απεργίας να πάει προς το σχολείο. Όχι ότι πίστευε όλες τις φορές πως η απεργία που έκανε θα έφερνε κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Κάθε άλλο. Δεν ήταν λίγες οι φορές που θεωρούσε πως ήταν προσχηματικές, όμως, σε κάθε περίπτωση πίστευε πως είναι προτιμότερο να κάνεις κάτι από το να μην κάνεις τίποτα.

Ύστερα, ήταν κι εκείνα τα λόγια του Καζαντζάκη, που του τρυπούσαν το μυαλό και του θέριευαν την ψυχή:

“Ν’ αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω.”

Σαν τα έφερνε στο νους του λες και αποτελούσαν πρόσταγμα για τα πόδια του, κι εκείνα τον οδηγούσαν μακριά από το σχολείο, προς το μέρος της συγκέντρωσης και της διαμαρτυρίας.

Τον τελευταίο μήνα, του έπεσαν, όμως, πολλά μαζεμένα. Λογαριασμοί, ενοίκια, δόσεις, γιατροί, φάρμακα. Μάταια έψαχνε στις τσέπες για να βρει κάποιο ξεχασμένο χαρτονόμισμα.

Αυτός ήταν και ο λόγος που εκείνο το πρωινό η θέλησή του λύγισε και με βαριά καρδιά πέρασε την πόρτα του σχολείου σε μέρα απεργίας.

Σκεφτόταν όλους αυτούς που τον έφεραν σε τόσο δεινή θέση. Δεν τους μισούσε, δεν μπορούσε να τους μισήσει. Όμως, μισούσε τα όσα έλεγαν και κυρίως τα όσα έκαναν. Μισούσε τα ψέματά τους, την υποκρισία τους, τη διγλωσσία τους, εκείνο το ύφος το λυπημένο που έδειχνε, τάχα, το πόσο υπέφεραν που τόσος κόσμος βρέθηκε ένα βήμα πριν την απόγνωση και την τρέλα.

Τα έβαλε με τον εαυτό του, που τους έδωσε το δικαίωμα, εκείνο το πρωινό, να προδώσει τις αρχές του.

Η μέρα στο σχολείο πέρασε δύσκολα. Του φάνηκε αιώνας. Απέφευγε να κοιτάει τους μαθητές στα μάτια κι αναρωτήθηκε τι σόι δάσκαλος ήταν αυτός που άφησε να κυλίσει μια ολόκληρη μέρα, χωρίς τα βλέμματα των μαθητών του;

Γύρισε στο σπίτι και οι κουβέντες του έβγαιναν με το ζόρι λες και είχε ξεχάσει να μιλάει και έπρεπε να μάθει από την αρχή να συλλαβίζει.

Έψαχνε να βρει κάποιο λόγο που θα μπορούσε να τον ξαλαφρώσει. Είπε να τα βάλει με τους «πουλημένους» του σωματείου του αλλά ένιωσε περισσότερο φταίχτης. Μετά αναρωτήθηκε μήπως έχουν δίκιο όσοι ισχυρίζονται πως οι κυβερνώντες χαίρονται όταν οι απεργίες έχουν μεγάλη συμμετοχή γιατί εξοικονομούν έτσι χρήματα. Κατέληξε πως το επιχείρημα αυτό είναι το λιγότερο αστείο. Αν ήταν έτσι, δεν θα ζητούσαν την ονομαστική καταγραφή των απεργών, ούτε θα έβγαζαν παράνομες τόσες και τόσες απεργίες. Του φαινόταν αδιανόητο να δεχτεί πως οι κυβερνώντες εύχονταν η συμμετοχή στην απεργία να είναι 100% ώστε να εξοικονομήσουν το μέγιστο ποσό χρημάτων.

Κλείστηκε στο δωμάτιό του, έσφιξε τα δόντια τόσο που λίγο ακόμη και θα έσπαγαν και ξέσπασε σε λυγμούς. Ούτε που κατάλαβε πόση ώρα βρισκόταν σ’ αυτή την κατάσταση και πότε τον πήρε ο ύπνος.

Χρειάστηκε να περάσουν κάποιες μέρες μέχρι να ανακτήσει την αυτοεκτίμησή του.

Μέχρι που πλησίαζε η μέρα για μια νέα απεργία, πανεργατική και πανεκπαιδευτική. Τα ίδια διλήμματα, οι ίδιες δυσκολίες έκαναν πάλι την εμφάνισή τους. Θυμήθηκε έναν συνάδελφό του, από αυτούς που βγήκαν σε διαθεσιμότητα που του είχε πει πως δεν είχε κάνει ποτέ του απεργία και πως εκ των υστέρων κατάλαβε το λάθος που έκανε αλλά, δυστυχώς, ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω.

Δεν θα ήθελε με τίποτα να πει το ίδιο μετά από καιρό. Είχε κι εκείνος τον Καζαντζάκη που διάβασε πρόσφατα να του «επιτίθεται» διαρκώς:

«Ε κακομοίρη άνθρωπε, μπορείς να μετακινήσεις βουνά, να κάμεις θάματα, κι εσύ να βουλιάζεις στην κοπριά, στην τεμπελιά και στην απιστία! Θεό έχεις μέσα σου, Θεό κουβαλάς και δεν το ξέρεις – το μαθαίνεις μονάχα την ώρα που πεθαίνεις, μα ‘ναι πολύ αργά. Ας ανασκουμπωθούμε εμείς που το ξέρουμε, ας σύρουμε μπορεί να μας ακούσουν!»

Το πήρε απόφαση. Ετούτη τη φορά δεν θα λυγούσε όπως την προηγούμενη.

«Θα κόψω το τσιγάρο για ένα μήνα» σκέφτηκε «αλλά δεν θα τους κάνω τη χάρη να υποκύψω στις υποχρεώσεις, ούτε θα κάνω σημαία την απεργοσπασία και ιδεολογία την παράδοση άνευ όρων».

Ένιωσε καλύτερα. Μόλις είχε κερδίσει μια μεγάλη μάχη. Ίσως τη μεγαλύτερη, αυτή με τον εαυτό του.

Σκέφτηκε πάλι τους κυβερνώντες μα ούτε αυτή τη φορά μπόρεσε να τους μισήσει. Μόνο μια λύπη, ανεξήγητη, ένιωσε γι’ αυτούς

Ίσως επειδή δεν κέρδισαν ποτέ μια τέτοια μάχη και δεν ένιωσαν ποτέ το συναίσθημα που ένιωθε αυτός εκείνη τη στιγμή. Ένιωσε δυνατός, ικανός να πετύχει ακόμη κι αυτά που μοιάζουν αδύνατα.

Δίχως να το καταλάβει βρέθηκε στον τόπο της συγκέντρωσης. Βάδιζε δίπλα με πολλούς, πάρα πολλούς που έδωσαν τη δική τους μάχη και την κέρδισαν. Το έβλεπε στην έκφραση του προσώπου τους.

Ήταν έτοιμοι για το «αδύνατο»!

 

 

Συναγερμός στο κουβέρνο

Συναγερμός στο κουβέρνο

Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη

Το κουβέρνο έμοιαζε ανάστατο εκείνο το βράδυ του Οκτώβρη. Είχε πάρει στην κυριολεξία φωτιά. Οι υπουργοί και οι λοιποί παρατρεχάμενοι σβούριζαν δεξιά κι αριστερά ιδρωμένοι μέσα στα μεταξωτά τους βρακιά ρωτώντας ο ένας τον άλλον «Τι συμβαίνει;»

Ο πρωθυπουργός, κλεισμένος μέσα στο γραφείο με τους μυστικοσυμβούλους συζητούσαν το πώς θα μπορούσαν να αποφύγουν τα χειρότερα.

Δεν πάνε πολλές ώρες που έφτασαν τα μαντάτα από το Μεγάλο Βασίλειο της Ευρώπης και δεν ήταν μαντάτα καλά.

Η Μεγάλη Βασίλισσα έδωσε διορία στο υπουργικό συμβούλιο να βρει τρόπο να της στείλει μέσα σε δύο μήνες τα διπλά και τρίδιπλα χρυσά νομίσματα από όσα έστελνε μέχρι τώρα κάθε χρόνο. Αν δεν το έκαναν, όλοι οι υπουργοί θα έχαναν τις θέσεις τους και θα περνούσαν το υπόλοιπο της ζωής τους δουλεύοντας στα χωράφια και κόβοντας πλίνθους δίπλα στο βάλτο. Τέρμα, δηλαδή, τα πλούσια φαγητά, τέρμα τα ακριβά ρούχα, οι ασημένιες άμαξες, οι ανέσεις, οι πολυτέλειες και οι διακοπές στο βουνό.

«Να το πούμε στους υπουργούς», πρότεινε ο ένας μυστικοσύμβουλος.

«Όχι. Πρέπει να ενημερώσω πρώτα με το Μεγάλο Δούκα της Αμερικής», τον έκοψε ο πρωθυπουργός.

«Το ξέρει ήδη», πετάχτηκε ένας άλλος μυστικοσύμβουλος.

«Και συ πώς το ξέρεις αυτό;» ρώτησε ο πρωθυπουργός

«…»

Η ατμόσφαιρα έγινε βαριά.

«Να βάλουμε τους ντελάληδες να βγούνε στα χωριά να ντελαλήσουν πρωθυπουργέ μου» πρόσθεσε ένα τρίτος μυστικοσύμβουλος.

«Τι να ντελαλήσουν;»

«Να πουν πως η Μεγάλη Βασίλισσα θύμωσε με τη συμπεριφορά τους. Αν δεν δώσουν όσα χρυσά νομίσματα τους έχουν απομείνει η χώρα μας θα βουλιάξει και οι ίδιοι θα πεινάσουν. Δεν το έχει σε τίποτα να μας διώξει από το μεγάλο Βασίλειο. Έτσι να τους πούμε. Η μόνη λύση είναι να καλοπιάσουμε τη Μεγάλη Βασίλισσα για να μας δώσει μετά λίγα χρυσά νομίσματα πίσω, με τόκο φυσικά και να μας κρατήσει υπό την προστασία της στο μεγάλο Βασίλειο»

Ένας άλλος μυστικοσύμβουλος που μέχρι τότε άκουγε χωρίς να μιλάει, ζήτησε το λόγο.

«Τόσα χρυσά νομίσματα δεν θα βρούμε από τους χωρικούς. Τους τα πήραμε τις προηγούμενες φορές. Πρέπει να πάρουν σειρά τα χωράφια. Όποιος δεν έχει χρυσά νομίσματα θα δίνει τα χωράφια του.»

«Τι να τα κάνει αγαπητέ μου τα χωράφια η Μεγάλη Βασίλισσα;», αναρωτήθηκε ο πρώτος μυστικοσύμβουλος.

«Δεν κατάλαβες πως όλα αυτά γίνονται για τα χωράφια;», τον αποπήρε ο πρωθυπουργός.

«Τι εννοείται; Θα έρθει η Μεγάλη Βασίλισσα να καλλιεργήσει κριθάρι και βρώμη για να βγάλει μπύρα;»

«Είσαι ανόητος ή παριστάνεις τον ανόητο; Θα έρθει να σκάψει για να βγάλει τα αρχαία και ότι άλλο κρύβεται θαμμένο χιλιάδες χρόνια τώρα κάτω από το χώμα. Γιατί νομίζεις ανησυχεί ο Μεγάλος Δούκας; Τα είχα τάξει σε κείνον.»

Η ατμόσφαιρα ξαναέγινε βαριά. Απ’ έξω οι υπουργοί πηγαινοέρχονταν στους διαδρόμους προσπαθώντας να μαντέψουν τι έχει συμβεί. Κανένας δεν είχε το θάρρος να χτυπήσει την πόρτα για να ρωτήσει τον πρωθυπουργό. Ήταν κανόνας. Όποτε συζητούσε με τους μυστικοσυμβούλους του απαγορευόταν ρητά να τον διακόψουν για οποιοδήποτε λόγο.

Ένας υπουργός δεν άντεξε. «Θα χτυπήσω την πόρτα να ρωτήσω», είπε στους υπόλοιπους και φτάνοντας μπροστά από τη μεγάλη ξύλινη πόρτα της αίθουσας μυστικών συνεδριάσεων κοντοστάθηκε και σήκωσε το χέρι, έτοιμος να πιάσει το ρόπτρο. Το ξανασκέφτηκε και κατέβασε το χέρι. Πήρε βαθιές ανάσες, βρήκε το κουράγιο και έπιασε το ρόπτρο χτυπώντας το τρεις φορές πάνω στη βάση του.

Η πόρτα άνοιξε σε λίγο και ο υπουργός, μπήκε στην αίθουσα.

«Τι θέλεις;», ρώτησε ένας μυστικοσύμβουλος.

«Θέλω τον πρωθυπουργό. Να τον ρωτήσω τι συμβαίνει; Είμαστε όλοι αναστατωμένοι. Κυκλοφορούν φήμες ότι η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη.»

«Όντως είναι δύσκολη», του είπε ο πρωθυπουργός. «Δεν είναι η πρώτη φορά. Στο τέλος θα τα καταφέρουμε.»

«Νομίζω πως δεν καταλάβατε τι σας είπα. Όλοι οι υπουργοί είμαστε ανήσυχοι. Ο λόγος της ανησυχίας μας δεν έχει να κάνει με αυτό που νομίζετε.»

«Δηλαδή;»

«Ήρθαν οι μαντατοφόροι από ολόκληρη τη χώρα. Τα μαντάτα που φέρνουν δεν είναι τα καλύτερα.»

«Αν έχεις κάτι να πεις, πες το καθαρά. Αλλιώς μη μας τρως το χρόνο τσάμπα», του είπε πάλι ο μυστικοσύμβουλος.

«Οι χωρικοί ετοιμάζουν εξέγερση. Ήδη στα περισσότερα χωριά μαζεύουν ότι μπορεί να χρησιμεύσει για όπλο. Τσεκούρια, θκούλια, τσαπιά, αξίνες και ότι άλλο βρουν.»

«Και γιατί ετοιμάζουν εξέγερση; Οι εκλογές δεν τους φτάνουν;», απόρησε ο πρωθυπουργός.

«Λένε πως δεν αντέχουν άλλο», συνέχισε ο υπουργός.

«Γιατί; Μήπως πεινάνε; Θα μπορούσαν να μην έχουν ούτε ψωμί να φάνε.»

«Δεν είναι μόνο η πείνα και η φτώχια, λένε. Δεν έχουν φάρμακα, δεν έχουν ρούχα για τα παιδιά τους, δεν έχουν ξύλα να ζεσταθούν, τα σχολεία κλείνουν το ένα μετά το άλλο και τα παιδιά τους μένουν αγράμματα. Προτιμούν να πεθάνουν ελπίζοντας, παρά να βλέπουν τα παιδιά τους να πεθαίνουν από τις αρρώστιες και το κρύο. Δεν μπορούν να ζουν άλλο σαν δούλοι. Καλύτερα να πεθάνουν μια φορά παρά να πεθαίνουν κάθε μέρα. Αυτά λένε και ετοιμάζονται να έρθουν κατά δω. Καταλαβαίνετε τι θα συμβεί σε μια τέτοια περίπτωση».

«Να στείλουμε το ιππικό να τους κόψει το δρόμο, πριν πλησιάσουν», είπε σχεδόν τρομαγμένος ο πιο ομιλητικός από τους μυστικοσυμβούλους του πρωθυπουργού.

«Ψυχραιμία. Μην πανικοβάλλεστε. Αφού το θέλουν τόσο πολύ, αντί να πεθάνουν για αξιοπρέπεια θα τους βάλλουμε να πεθάνουν για την ¨πατρίδα¨. Ετοιμάστε τις άμαξες για κάθε ενδεχόμενο και στείλε αγγελιοφόρο στο Μεγάλο Δούκα» διέταξε ψύχραιμα ο πρωθυπουργός.

«Τι εννοείτε κύριε πρωθυπουργέ; Πώς θα γίνει αυτό;», ρώτησε ο υπουργός.

Ο πρωθυπουργός δεν απάντησε. Σηκώθηκε από την αναπαυτική του θέση και κατευθύνθηκε προς το προσωπικό του γραφείο.

Ήδη μέσα στην αίθουσα συνεδριάσεων είχαν εισβάλει και άλλοι υπουργοί για να μεταφέρουν τις δικές τους ανησυχίες για τις πληροφορίες που έφτασαν και στα δικά τους αυτιά σχετικά με την εξέγερση των χωρικών.

Κάποιος φώναξε δυνατά και με θυμό. «Ήταν αναμενόμενο. Το έλεγα πως δεν έπρεπε να τους πιέσουμε τόσο πολύ τους χωρικούς. Έπρεπε να σταματήσουμε πριν φτάσει ο κόμπος στο χτένι».

«Να στείλουμε το ιππικό», φώναξε κάποιος άλλος για να συνεχίσει λέγοντας:

«Αν φτάσουν μέχρι εδώ, πάνε τα σπίτια μας, θα τα ρημάξουν. Οι οικογένειές μας θα κινδυνεύσουν και οι περιουσίες μας θα καταστραφούν»

Όλη η νύχτα κύλησε μέσα στην ανησυχία και την αβεβαιότητα για το τι θα τους ξημέρωνε η επόμενη μέρα. Οι μαντατοφόροι πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα καβάλα στα άλογά τους που είχαν ιδρώσει από τους καλπασμούς.

Τα μαντάτα ήταν πάντα τα ίδια: «Οι χωρικοί πλησιάζουν και καθώς περνούν από τα χωριά πληθαίνουν όλο και περισσότερο.»

Επιτέλους ξημέρωσε. Πρώτη φορά οι υπουργοί περίμεναν με τόση αγωνία την ανατολή του ήλιου. Βγήκαν στην αυλή περιμένοντας τον πρωθυπουργό.

Την γαλήνη της ανατολής τη διέκοψε η φωνή του ντελάλη.

«Ακούστε όλοι με προσοχή! Οι γείτονες μας κήρυξαν τον πόλεμο. Όλοι οι κάτοικοι της χώρας να συγκεντρωθούν έξω από τα χωριά τους για να συγκροτηθεί ο στρατός. Όλοι ενωμένοι δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα.

Η Μεγάλη Βασίλισσα της Ευρώπης και ο Μεγάλος Δούκας της Αμερικής είναι με το μέρος μας. Όλοι μαζί θα υπερασπιστούμε μέχρι θανάτου την ¨πατρίδα¨μας.»

Παγωμάρα έπεσε παντού. Σε λίγο κατέβηκε ο πρωθυπουργός από το προσωπικό του γραφείο και διέταξε τη σύγκληση έκτακτου στρατιωτικού συμβουλίου.

«Είμαστε σε πόλεμο», είπε. «Όλοι μαζί θα απαντήσουμε στον εχθρό. Η νίκη θα είναι δική μας. Μεταφέρετε το μήνυμα σε όλα τα χωριά.»

Οι μαντατοφόροι ξανάπιασαν δουλειά πηγαίνοντας τώρα να μεταφέρουν το μήνυμα του πρωθυπουργού στους εξεγερμένους χωρικούς.

Το τι απέγινε ίσως να μπορούμε να το φανταστούμε.

Ίσως να μπορούμε να γράψουμε κι εμείς οι ίδιοι τη συνέχεια…

 
 
απέραντο γαλάζιο

"το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή..."

blog it

QUAERE VERUM:ΑΝΑΖΗΤΗΣΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ

aioroumenesskepseis

The greatest WordPress.com site in all the land!

dpa2007

Just another WordPress.com site

Blogs Of The Day

Just another WordPress.com weblog

Kyrgiakischristos's Blog

πεζογραφία-σχολιασμός επικαιρότητας-σάτιρα και πολλά άλλα

Βιο...λογισμοί

Βιολογία | Εκπαίδευση | Υγεία

fysikhlykeiou

Ασκήσεις-Προβλήματα-Διαγωνίσματα-Μεθοδολογία φυσικής λυκείου και πανελληνίων εξετάσεων και ...πολλά άλλα

WordPress.com

WordPress.com is the best place for your personal blog or business site.

Αρέσει σε %d bloggers: