RSS

Daily Archives: 23 Νοεμβρίου 2013

Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα

Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα

Του Χρήστου Επαμ. Κυργιάκη

 

 

 

Εδώ θα μείνει για πάντα
Το ζεστό το πέρασμά σου
Φωτιά που ανάβει η ματιά σου
Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα

 

Βόλτα στον πεζόδρομο της πόλης, ο καιρός μουντός, ο κόσμος λίγος για Κυριακή πριν τα Χριστούγεννα, και τα πρόσωπα σκυθρωπά. Σκυθρωπά με το βλέμμα χαμένο.

Τρεις πλανόδιοι μουσικοί από το Περού στήνουν τη μικροφωνική τους για να δώσουν τη δική τους μουσική παράσταση. Ο κόσμος τους κοιτάει περίεργα μουρμουρίζοντας και γκρινιάζοντας για την απόπειρα των τριών μουσικών.

«Άλλη όρεξη δεν είχαμε σήμερα. Να ακούσουμε εσάς περιμέναμε.»

Καθίσαμε δίπλα στο «Εν Οδώ» με σκοπό να πιούμε έναν καφέ μα τελικά συμφωνήσαμε, με τα μάτια, πως ήταν καλύτερα, ένεκα του κρύου καιρού, να πιούμε ένα τσιπουράκι.

Οι μουσικοί είχαν ήδη ξεκινήσει και το τραγούδι από το Περού διαδεχόταν το άλλο από την Κολομβία και αυτό με τη σειρά του διαδεχόταν το επόμενο από την Κούβα. Σιγά-σιγά άρχισε να μαζεύεται κόσμος, τόσο στον πεζόδρομο όσο και στις γύρω καφετέριες και μεζεδοπωλεία.

Η ατμόσφαιρα ζεστάθηκε. Μαζί ζεστάθηκαν λίγο και οι καρδιές των ανθρώπων. Κάπου-κάπου από τους ανθρώπους στα τραπέζια ακουγόταν και κανένα «Άντε, εις υγείαν» και «Να καούν οι τρόικες».

Η ώρα περνούσε, οι τρεις μουσικοί εισέπρατταν συνεχώς το χειροκρότημα του κόσμου που τώρα είχε κλείσει και το δρόμο ήπιας κυκλοφορίας και κάποιοι νεαροί άρχισαν να λικνίζονται σιγά-σιγά στους ρυθμούς της λατινικής μουσικής. Η γκρίνια είχε σταματήσει. Ακόμη και αυτοί που πριν δυσανασχετούσαν τώρα τους έβλεπες να απολαμβάνουν τους ήχους των πλανόδιων μουσικών και κάπου-κάπου άφηναν και το κορμί τους να ακολουθεί δειλά το ρυθμό.

Ο ένας από τους μουσικούς, ο Κάρλος, στο διάλλειμα που έκαναν, μας είπε πως εμείς οι Έλληνες έχουμε ταπεραμέντο που μοιάζει περισσότερο με τους λαούς της Λατινικής Αμερικής, παρά με τους λαούς της Ευρώπης.

«Σιγά μην είμαστε και Ινδιάνοι», σχολίασε ο ίδιος κύριος που γκρίνιαζε και στην αρχή με το που τους είδε.

Οι μουσικοί ξανάπιασαν τα όργανά τους και άρχισαν το δεύτερο μέρος της παράστασής τους προσφέροντας λίγες στιγμές χαράς και ξενοιασιάς τόσο στους διερχόμενους όσο και σε όσους είχαν σταθεί για να ακούσουν όλα τα τραγούδια. Τα μαγαζιά τριγύρω είχαν γεμίσει και δεν υπήρχε κάθισμα άδειο ούτε για δείγμα.

Σε μια στιγμή, από κάποιο τραπέζι στο διπλανό μαγαζί, και ενώ είχε μόλις τελειώσει ένα τραγούδι, ακούστηκε μια «παραγγελιά».

«Παίξτε το Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα», ακούστηκε η φωνή του νεαρού και μια βουή συγκατάβασης απλώθηκε σε όλο τον πεζόδρομο. Ακόμη και ο «γκρινιάρης» κύριος, ζητούσε τον «Τσε Γκεβάρα».

Οι τρεις Περουβιανοί μουσικοί, ανταποκρίθηκαν αμέσως, λες και περίμεναν πώς και πώς να τους το ζητήσουν ή καλύτερα λες και όλη την ώρα έπαιζαν μόνο και μόνο για να έρθει η στιγμή να παίξουν το «Τσε Γκεβάρα».

Ο πεζόδρομος ταρακουνήθηκε από το τραγούδισμα της υπαίθριας χορωδίας που δημιουργήθηκε από τους παρευρισκόμενους και όλη η περιοχή γύρω από τον πεζόδρομο αντηχούσε όταν έφτανε η στιγμή να τραγουδήσουν το «Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα».

Το τέλος του τραγουδιού σήμανε και το τέλος της σύντομης αυτής υπαίθριας «συναυλίας» το οποίο συνοδεύτηκε και από ένα δυο αντιμνημονιακά συνθήματα που βγήκαν αυθόρμητα από τα στόματα ορισμένων. Οι περισσότεροι βέβαια, έφευγαν από τον πεζόδρομο, σιγοψιθυρίζοντας τις τρεις γνωστές λέξεις: «Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα».

Αν μπορέσουμε να εξηγήσουμε τι ήταν εκείνο που έκανε όλο αυτόν τον κόσμο να τραγουδήσει αυθόρμητα το παραπάνω τραγούδι ίσως βρούμε και την άκρη του νήματος που οδηγεί στη μαζική αντίδραση στα όσα γίνονται.  

  

Εσύ που ανάβεις τ’αστέρια
Της μνήμης φτιάχνεις τον χάρτη
Και περνάς μέσα απ’την στάχτη
Την ελπίδα σ’άλλα χέρια

 

 

 

 

Το πανηγύρι στο χωριό

Το πανηγύρι στο χωριό

Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη

 

Ο Αύγουστος είναι ο κατεξοχήν μήνας των πανηγυριών για όλη την Ελλάδα.

Έτσι και στο (στις) Κουμάδες (Σταυρός η νεότερη ονομασία) στις 23 Αυγούστου ,η μέρα Απόδοσης της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, πραγματοποιείται το πανηγύρι του χωριού που διαρκεί δύο μέρες, παραμονή 22 και ανήμερα 23 Αυγούστου.

Θυμάμαι, πριν από χρόνια όταν ήμασταν ακόμα μαθητές , πως το πανηγύρι ήταν από τα πιο σημαντικά γεγονότα όλης της χρονιάς. Το περιμέναμε όλοι μικροί και μεγάλοι με ανυπομονησία. Αποτελούσε σημείο αναφοράς για τους ξενιτεμένους, για συγγενείς και φίλους που έβρισκαν την ευκαιρία να συναντηθούν, να μιλήσουν και να μάθουν τα νέα. Βλέπετε δεν υπήρχαν τηλέφωνα ,ούτε καν σταθερά.

Στο δικό μου το χωριό το πανηγύρι συνέπιπτε συνήθως χρονικά με το τελευταίο πότισμα των βαμβακιών.

«Ένα τελευταίο νερό στο πανηγύρι και μετά μαζεύουμε σωλήνες και μοτέρια» ήταν η συνηθισμένη φράση που ακουγόταν τις μέρες πριν το πανηγύρι. Πολλές φορές τύχαινε τις μέρες του πανηγυριού να ποτίζουμε κιόλας.

Κάθε σπίτι είχε τους δικούς του μουσαφίρηδες που χωρίζονταν στους «μεσημεριανούς» και στους «βραδινούς».

Οι πρώτοι έρχονταν το μεσημέρι και μετά το υποχρεωτικό φαγοπότι γύριζαν στα σπίτια τους που βρίσκονταν συνήθως σε γειτονικά χωριά. Αν όμως κάποιος ερχόταν από μακριά έμενε για μια-δυο μέρες στο σπίτι και μετά έφευγε.

Οι δεύτεροι έρχονταν το βράδυ και αφού τρώγαμε στο σπίτι μετά βγαίναμε στην πλατεία του χωριού.

Θυμάμαι που το βράδυ του πανηγυριού πάντα κοβόταν το ρεύμα, λόγω υπερφόρτωσης του δικτύου, για λίγη ώρα. Όλοι το ήξεραν και είχαν έτοιμα τα κεριά και τις λαμπάδες.

Κι όταν αργότερα το κλαρίνο της ορχήστρας άρχισε να παίζει, ήταν το σύνθημα για να μαζευτούν όλοι στην πλατεία και να πιάσουν τραπέζι ώστε να βλέπουν καλύτερα αυτούς που χορεύουν.

Και καθώς άναβε το γλέντι και οι ήχοι των δημοτικών τραγουδιών μιλούσαν στις καρδιές μας, έπεφτε και κάποιο δάκρυ ,άλλες φορές από χαρά καθώς οι γονείς καμάρωναν τα παιδιά τους που χόρευαν και άλλες από στιγμιαία στεναχώρια για την απουσία κάποιου αγαπημένου προσώπου.

Τότε ήταν που μπορεί να τύχαινε, κάποιο παληκάρι , να «κατέθετε» στα πόδια των μουσικών όλο το βδομαδιάτικο μόνο και μόνο για να ακούσει να παίζουν την «Καραγκούνα στα χοντρά» κι εκείνος να χορεύει. Ήταν η δική του ώρα που την είχε κερδίσει με τον ιδρώτα όλης της εβδομάδας, ήταν η ώρα που αυτός ήταν το αφεντικό και όχι ο εργάτης, η ώρα που ξόρκιζε κάθε αδικία και ανισότητα.

Ήταν τότε που ο χορευτής δεν χαρακτηριζόταν ως ανόητος που «πέταξε» τόσα λεφτά στα όργανα αλλά ως μερακλής και κουβαρντάς, τίτλος τιμής για την εποχή εκείνη.

Δεν ξέρω ποια εποχή ήταν καλύτερη, άλλωστε είναι κάτι το υποκειμενικό, σίγουρα όμως σ’εκείνη την εποχή οι άνθρωποι ήταν πιο αυθόρμητοι άρα και πιο αυθεντικοί.

Ο «εξορθολογισμός» της εποχής μας δεν υπήρχε γι’αυτό και μερακλήδες και κουβαρντάδες ήταν συνήθως οι φτωχοί και όχι οι πλούσιοι.

Κάπως έτσι δεν είναι και σήμερα;

Απόψε που ο μήνας έχει 22 ,ίσως τούτη την ώρα κάποιος νέος να σέρνει το χορό στο πανηγύρι του χωριού, γεμάτος μεράκι αλλά και οργή γιατί ενώ θέλει να πετάξει κάποιοι του κόβουν χωρίς λόγο τα φτερά του.

 

 

Να ξαναβρούμε τη χαμένη μας ελπίδα

Να ξαναβρούμε τη χαμένη μας ελπίδα

Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη

 

Μια βόλτα στους δρόμους της μεγαλούπολης είναι αρκετή να σε γεμίσει νοσταλγία για τα παιδικά σου χρόνια και να σου δημιουργήσει ερωτήματα από τα οποία λείπουν όμως οι απαντήσεις.

Βουβοί άνθρωποι, ανέκφραστα πρόσωπα, βουβές σκέψεις, ανεκπλήρωτα όνειρα και πολλά «γιατί».

Τα πολλά λαμπιόνια απουσιάζουν, τα στολισμένα δέντρα είναι λιγοστά και μόνο οι καστανάδες στις γωνίες του πεζόδρομου θυμίζουν κάτι από γιορτινές μέρες. Κι αυτοί όμως σε αναδουλειές βρίσκονται.

Θυμάμαι στο χωριό μου, στο Σταυρό Καρδίτσας, πριν από χρόνια, υπήρχε φτώχια, υπήρχε ανέχεια, τα φέρναμε δύσκολα βόλτα αλλά ερχόμασταν από χρόνια που ήταν πιο δύσκολα. Είχαμε πιάσει τον πάτο και αρχίζαμε να ανεβαίνουμε. Ο κόσμος είχε να περιμένει κάτι καλύτερο, υπήρχε ελπίδα και ήταν «κόκκινη».

Στο δικό μου σπίτι ο Αη Βασίλης δεν έμπαινε ποτέ. Ήταν στενή η καμινάδα, έλεγε ο παππούς μου κι εγώ έμενα πάντα με την απορία: γιατί δεν χτυπάει την πόρτα να του ανοίξουμε; Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια για να μάθω την απάντηση.

Μπορεί Αη Βασίλη να μην είχαμε, είχαμε όμως τις ονομαστικές γιορτές των συγγενών και των συγχωριανών που ήταν υπέρ αρκετές για να καλύψουν την απουσία κάθε άλλης διασκέδασης.

Γλέντι, φαγοπότι, χαρά και χορός ήταν αυτά που συναντούσες σε κάθε σπίτι που γιόρταζε. Στις μέρες μας χρειάζεται μία ολόκληρη σελίδα στις τοπικές εφημερίδες για να χωρέσουμε όλοι εμείς που ανακοινώνουμε δια του τύπου ότι δεν θα γιορτάσουμε την ονομαστική μας γιορτή.

Και φυσικά, η μητέρα όλων των γιορτών, η πιο χαρούμενη από κάθε άλλη γιορτινή μέρα, ήταν η μέρα της γουρ(ου)νοχαράς.

Ήταν η μέρα που γινόταν η «θυσία» του γουρουνιού που κάθε σπίτι εξέτρεφε κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα με σκοπό να καλύψει τις ανάγκες της οικογένειας σε κρέας, λουκάνικα και λίπος ( λίπα ονομαζόταν στα μέρη μου), το οποίο χρησίμευε στη μαγειρική (το ελαιόλαδο ήταν πολυτέλεια) αλλά και στη συντήρηση κομματιών κρέατος για μεγάλο χρονικό διάστημα, αφού τα ψυγεία ήταν σπάνιο είδος.

Εξαιρετικός μεζές ήταν χωρίς αμφιβολία οι λεγόμενες «τσιγαρίδες», το μπέϊκον (ας πούμε) της εποχής.

Τη μέρα της γουρ(ου)νοχαράς επικρατούσε στο σπίτι σωστό πανηγύρι. Άντρες, γυναίκες και παιδιά (όλοι φίλοι και συγγενείς) είχαν κάποια συγκεκριμένη εργασία να κάνουν.

Κάποιοι έκαναν το τεμάχισμα, άλλοι ετοίμαζαν τη γέμιση για τα λουκάνικα, οι γυναίκες είχαν βράσει τα πράσα που θα έμπαιναν στα λουκάνικα και συγχρόνως ετοίμαζαν τους απαραίτητους μεζέδες για τους άντρες που έπιναν τα τσιπουράκια τους για να αντέξουν και στο κρύο (πολλές φορές όλα αυτά γίνονταν με το χιόνι να έχει ύψος 30 με 40 πόντους) και εμείς οι μικρότεροι κάναμε όλα τα υπόλοιπα, νερό στον έναν, τσίπουρο στον άλλον, το μαχαίρι στον τρίτο και δεν συμμαζεύεται.

Κι όταν τελείωναν οι δουλειές και καθόμασταν όλοι γύρω από το τραπέζι ή την τάβλα (καρέκλες δεν υπήρχαν για όλους αλλά αυτό δεν ενοχλούσε κανέναν) αργά η γρήγορα κάποιος ξεκινούσε το τραγούδι και μετά ερχόταν και ο χορός μέχρι το βράδυ, μέχρι να βγει όλος ο νταλκάς, μέχρι να αδειάσει η ψυχή από τα «αχ» και να αρχίσει πάλι να χαμογελάει.

Και όταν ερχόταν η ώρα να πάει ο καθένας στο σπίτι του, μια ευχή έβγαινε από τα χείλη όλων: «Και του χρόνου ακόμη καλύτερα, αρκεί να είμαστε γεροί.»

Υπήρχε η σιγουριά ότι του χρόνου όλα θα είναι καλύτερα.

Στις μέρες μας τα πράγματα έχουν αλλάξει δραματικά.

Βρισκόμαστε οι περισσότεροι σε ελεύθερη πτώση και όταν πέφτεις, δυστυχώς, δεν μπορείς να απολαύσεις την πτώση σου. Το μόνο που σκέφτεσαι είναι κατά την πρόσκρουσή σου με το έδαφος, να έχεις τις λιγότερες απώλειες. Μας λείπει η ελπίδα, μας λείπει η προσμονή για κάτι καλύτερο που θα μας έδινε κουράγιο για να αντέξουμε. Τώρα όλοι, εκτός των γνωστών βολεμένων, νιώθουν μετέωροι.

Κοιτάζεις «δεξιά» σου και βλέπεις υποταγή, κοιτάζεις μπροστά σου και αντί για «μπροστάρηδες» βλέπεις συμβιβασμένους να πορεύονται το δρόμο που οδηγεί σε κάποιο βουλευτικό έδρανο, σε κάποιο διοικητικό θώκο η σε κάποιο άλλο υψηλό πόστο.

Κοιτάζεις «αριστερά» σου και βλέπεις κάποιους να σφυρίζουν αδιάφορα, κάποιους άλλους να κρατάνε τις «αποστάσεις» και κάποιους άλλους να έχουν κάνει μεταβολή και να μοιάζουν μ’αυτούς που βρίσκονται «δεξιά» σου. Βλέπεις και κάποιους που ψάχνουν, αναζητούν, φωνάζουν, κάνουν φασαρία είναι αλήθεια αλλά είναι ακόμη λίγοι.

Κοιτάζεις πίσω σου και βλέπεις χιλιάδες σαν και σένα να ψάχνουν ότι ψάχνεις κι εσύ.

Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω για λίγο σε μια μέρα γουρ(ου)νοχαράς, να κλέψω λίγη από την αισιοδοξία, λίγο από το κέφι και ολόκληρη την ελπίδα εκείνης της μέρας για να πω στον διπλανό μου, έστω και ψιθυριστά, ότι του χρόνου τα πράγματα θα είναι σίγουρα καλύτερα, αρκεί να είμαστε γεροί.

Στο χέρι μας είναι να αποτινάξουμε όποιον και ότι δεν μας αφήνει να χαρούμε, αρκεί να ξαναβρούμε το «μαζί» και να αφήσουμε στην άκρη το «μόνος μου».

 

 

 

Η πλατεία, ο πλάτανος κι ο μπάρμπα Γιάννης

Η πλατεία, ο πλάτανος κι ο μπάρμπα Γιάννης

                                                                  Από τον Χρήστο Επαμ. υργιάκη

 

 

 

Το τελευταίο χρονικό διάστημα επιβεβαιώνεται με τον καλύτερο τρόπο για μία ακόμη φορά πως αν δεν θέλεις να πεις την αλήθεια σε κάποιον υπάρχουν δύο τρόποι. Ο ένας να μην του πεις τίποτα και ο άλλος να του πεις χιλιάδες πράγματα εκτός από την αλήθεια.

Ακούμε και διαβάζουμε κάθε μέρα νέους όρους, βαρύγδουπες φράσεις και εκφράσεις που μας δημιουργούν ακόμη μεγαλύτερη ανησυχία, σύγχυση και αγωνία.

Αν οι πλατείες παράγουν πολιτική, όταν αυτές έχουν και δυο πλατάνια στο κέντρο τότε παράγουν σοφία και πολιτισμό.

«Ελεγχόμενη χρεοκοπία, αναδιάρθρωση του χρέους, επιμήκυνση του χρέους,

κούρεμα του χρέους, αναδιάταξη του χρέους. Άι σιχτίρι εσείς και το χρέος σας», αντέδρασε ο μπάρμπα Γιάννης ακούγοντας τις ειδήσεις στην τηλεόραση, στο καφενείο της πλατείας του χωριού.

« Γιατί μπάρμπα Γιάννη; Δεν συμφωνείς με την επιμήκυνση του χρέους;», πετάχτηκε ο «έξυπνος» της διπλανής παρέας για να πουλήσει πνεύμα στο γέροντα.

« Αν όλα αυτά ήταν καλά και σωστά κατά πώς νομίζεις εσύ, θα τα έλεγαν με άλλα λόγια για να μπορώ να τα καταλάβω κι εγώ. Αλλά βλέπεις, μάλλον δεν θέλουν να τα καταλάβω. Τι θα πει ελεγχόμενη χρεοκοπία εσύ ξέρεις;» ήταν η αυθόρμητη απάντηση του μπάρμπα Γιάννη.

«Εντάξει μπάρμπα. Θες να μας πεις ότι εσύ ξέρεις καλύτερα από τους υπουργούς και τους πρωθυπουργούς; Τότε να πάρεις εσύ τη θέση τους και να τα κάνεις καλύτερα», συνέχισε ο άλλος.

«Αφού τα ξέρουν καλύτερα κατά πώς λες, γιατί μας έφτασαν ως εδώ; Να σου πω και το άλλο; Δεν μπορώ να πάρω τη θέση τους γιατί εγώ είμαι σχεδόν αγράμματος και το πετσί μου δεν έχει το πάχος που χρειάζεται για τέτοια αξιώματα. Δε μου λες παλικάρι μου, πόσων χρονών είσαι;» ρώτησε ο μπάρμπα Γιάννης.

«Τριάντα εφτά», απάντησε ο άλλος.

«Ε, λοιπόν, από τότε που γεννήθηκες βαρέθηκα να ακούω λόγια και υποσχέσεις», συνέχισε πάλι ο μπάρμπα Γιάννης.

«Μπάρμπα Γιάννη, μάλλον θες να μας πεις ότι είσαι αριστερός» συμπλήρωσε ένα τρίτος συνομιλητής που καθόταν σε ένα τραπέζι πίσω από αυτό του μπάρμπα Γιάννη.

Γυρνώντας αργά προς τα πίσω για να δει αυτόν που μίλησε, ο γέροντας απάντησε λέγοντας:

«Το θέμα δεν είναι αν λέω πως είμαι αριστερός, αλλά αν είμαι πραγματικά. Η αριστερά δεν είναι ταμπέλα που την κρεμάς στο λαιμό και καθάρισες, ούτε κέντημα στο πουκάμισο που σε κάνει να ξεχωρίζεις. Αλλά βλέπεις η αριστερά στις μέρες μας είναι σαν το σκυλί που όταν κυνηγάει ξεχνάει τα τσιμπούρια του αλλά όταν τεμπελιάζει και δεν έχει τι άλλο να κάνει, όλο τα τσιμπούρια του δαγκώνει.»

Κανένας από τους προηγούμενους συνομιλητές του, δεν πήρε το λόγο καθώς στην τηλεόραση ο παρουσιαστής των ειδήσεων ανακοίνωνε με πανηγυρικό τρόπο άλλη μία «επιτυχία» της ελληνικής κυβέρνησης (η προηγούμενη ήταν το πρώτο μνημόνιο που θα έλυνε τα προβλήματα αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να δημιουργήσει και άλλα) με την οποία «θωρακίζεται η χώρα και το τραπεζικό σύστημα».

Για τους πολίτες, ως συνήθως, δεν προβλέπεται καμία θωράκιση.

Ο μπάρμπα Γιάννης δεν άντεξε να κάτσει κι άλλο και πριν μας πει «καληνύχτα» σχολίασε:

«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί πανηγυρίζουν; Επειδή θα συνεχίσουμε να χρωστάμε για άλλα τριάντα με σαράντα χρόνια; Θα μου πεις, εμείς έτσι κι αλλιώς δεν θα ζούμε. Τα παιδιά μας θα τρέχουν να ξεχρεώσουν. Όπως τότε, μετά τον πόλεμο, με το σχέδιο Μάρσαλ. Ήρθαν οι Αμερικάνοι δήθεν για να μας βοηθήσουν και από τότε μας έκατσαν στο σβέρκο και μας ξεζουμίζουν».

« Άντε καληνύχτα σε όλους μας και καλά ξεμπερδέματα», είπε ο μπάρμπα Γιάννης και έφυγε σκυφτός μέσα στη νύχτα.

Την άλλη μέρα το πρωί θέλησα να βρω το σεβάσμιο εκείνο γέροντα με την τόση ηρεμία στη φωνή και τη σοφία στη σκέψη. Έμαθα πως μεταφέρθηκε από τους δικούς του στο νοσοκομείο γιατί ένιωσε ένα «σκίρτημα» στην καρδιά.

Κουράγιο μπάρμπα Γιάννη, γιατί εμείς οι κάπως μικρότεροι έχουμε πολλά να μάθουμε ακόμη από σένα.

Αρκεί να βρεθεί η κατάλληλη πλατεία με ένα – δύο πλατάνια στο κέντρο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ως πότε θα κρυβόμαστε πίσω από τη σκιά μας;

Ως πότε θα κρυβόμαστε πίσω από τη σκιά μας;

Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη

 

Δεν είναι μόνο που μας έχουν διαλύσει οικονομικά, δεν φτάνει που μας θεωρούν αριθμούς, το κυριότερο είναι πως πιστέψαμε ότι είναι ανίκητοι.

Δεν φτάνει που μας έφτασαν στο σημείο να ντρεπόμαστε να κοιτάξουμε τα παιδιά μας, πρέπει να αισθανόμαστε και συνυπεύθυνοι για την κατάσταση που βιώνουμε για να βγαίνουν λάδι οι πραγματικοί υπαίτιοι;

Από το «μαζί τα φάγαμε» του Πάγκαλου περάσαμε στο «όλοι φταίμε» του Πρετεντέρη. Εδώ που τα λέμε, το «όλοι φταίμε» κρύβει μια μεγάλη αλήθεια.

Φταίμε, γιατί εδώ και τρία χρόνια και άλλα 35 πιο πριν, πιστεύουμε τους ίδιους που ευθύνονται για όσα έχουν συμβεί, επειδή είναι πιο βολικό να μην αντιδράσει κάποιος από το να αντιδράσει όπως χρειάζεται.

Μπορεί τυπικά να έχουμε Δημοκρατία, όπου ο καθένας, πάλι τυπικά, έχει το δικαίωμα να εκφράζεται ελεύθερα. Όμως η ποιότητα της Δημοκρατίας δεν κρίνεται από αυτό αλλά από το κατά πόσο, η γνώμη κάποιου μπορεί να φτάσει στο ίδιο πλήθος ανθρώπων που φτάνει και η γνώμη κάποιου άλλου.

Διότι, ας μην κρυβόμαστε πίσω από τη σκιά μας. Δεν φτάνει στο ίδιο πλήθος ακροατών, το «χρειάζονται θυσίες» του τηλεπαραθυράτου αναλυτή με το «δεν αντέχω άλλο», του άνεργου που υποφέρει.

Η όποια Δημοκρατία, παρουσιάζει έλλειμμα λόγω της τεράστιας μεταδοτικής δύναμης που διαθέτει, κυρίως, η τηλεόραση. Ας δούμε λίγο τους ιδιοκτήτες των περισσότερων καναλιών; Το μόνο κοινό που έχουν είναι η ιδιότητα του κρατικοδίαιτου επιχειρηματία.

Μαθαίνουμε ότι θέλουν να μάθουμε, δηλαδή, ότι τους συμφέρει. Ανεβάζουν και κατεβάζουν κυβερνήσεις όταν κρίνουν πως πρέπει να το κάνουν. Οι όποιες εξαιρέσεις, ενδεχομένως, υπάρχουν, απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

Το επιχείρημα «άλλαξε κανάλι» ή «κλείσε την τηλεόραση» είναι και αστείο και αυταρχικό. Όταν όλα τα κανάλια δείχνουν «το ίδιο έργο» οι επιλογές είναι μηδαμινές. Και τέλος πάντων, δεν θέλω να κλείσω την τηλεόραση. Οι συχνότητες στις οποίες εκπέμπουν είναι δημόσιο αγαθό και όχι ιδιοκτησία τους. Όπως δεν έχει, όμως, το δικαίωμα η ΕΥΔΑΠ να ρίχνει δηλητήριο στο νερό έτσι δεν έχει το δικαίωμα και κανένα κανάλι να δηλητηριάζει τη σκέψη μας και να μην λαμβάνει υπόψη του το δημόσιο καλό.

Μα, θα πει κάποιος, υπάρχουν τόσοι θεσμοί και τόσες επιτροπές ελέγχου και διαφάνειας των τηλεοπτικών προγραμμάτων.

Τρίχες! Είδατε καμία να επεμβαίνει όταν κάποιο κανάλι τρομοκρατεί τον κόσμο λέγοντας πως δεν θα υπάρχουν χρήματα για μισθούς και συντάξεις αν δεν πάρουμε την, δεν ξέρω κι εγώ ποια, δόση για την οποία όμως χρειάζεται να παρθούν εκατοντάδες μέτρα εκ μέρους της εκάστοτε κυβέρνησης, όταν ξέρουν πως τα λεφτά τις δόσης πάνε στους δανειστές και στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών;

Δεν υπάρχει αντίλογος; Δεν υπάρχουν διαφορετικές φωνές;

Το επιχείρημα είναι ότι πρόκειται για μειοψηφίες. Μα αν οι μειοψηφίες, εξ ορισμού, έχουν άδικο και δεν μπορούν τίποτε να προσφέρουν στην επίλυση ενός προβλήματος τότε να καταργήσουμε και τις εκλογές αφού οι απόψεις μιας μειοψηφίας δεν πρόκειται ποτέ να πλειοψηφήσουν. Μα όσα κόμματα πλειοψήφησαν και κυβέρνησαν, πιο παλιά μειοψηφίες ήταν. Και τέλος πάντων, από πού προκύπτει ότι οι πλειοψηφίες έχουν (πάντα) δίκιο.

Είναι πιο βολικό σε όλους μας να μην απεργούμε με το επιχείρημα ότι οι περισσότεροι συνδικαλιστές είναι συμβιβασμένοι, λες και απεργούμε για τους συνδικαλιστές και όχι για τους εαυτούς μας, από το να απεργούμε και να χάνουμε τα μεροκάματα και την ησυχία μας.

Αν ευθύνονται για ένα πράγμα οι συνδικαλιστές, που δεν είναι μόνο ένα, είναι ότι με τις τακτικές και τις πρακτικές τους διέλυσαν την απαραίτητη αλληλεγγύη μεταξύ μας και μας οδήγησαν στο ατομικό βόλεμα και στη λογική της ανάθεσης.

Από τη στιγμή που ο συνδικαλισμός μετατράπηκε με πολύ ύπουλο τρόπο σε συνδιοίκηση άρχισε η αυτοαναίρεσή του. Η πυξίδα που τον προσανατόλιζε τρελάθηκε και έδειχνε άλλες φορές σε βουλευτικές έδρες, άλλες σε διοικητικές θέσεις και άλλες σε δρόμους συνδιαλλαγής και συνδιαχείρισης με την εξουσία.

Το μόνο που απομένει είναι να ξεπεράσουμε τις ανεπαρκείς συνδικαλιστικές ηγεσίες χτίζοντας μεταξύ μας αλληλεγγύη και ενότητα στη βάση των κοινών μας προβλημάτων και του κοινού αντιπάλου.

Γνωρίζουμε πως ο πραγματικός αντίπαλος έχει δύναμη, αλλά όχι μεγαλύτερη από τη δική μας. Δεν είναι λύση να βρίσκουμε το εύκολο «αντίπαλο δέος» μας στους μετανάστες ή στους συναδέλφους άλλων επαγγελματικών τομέων ή σε κοινωνικές ομάδες που θεωρούνται, από τους αστεράτους δημοσιογράφους, ως ευνοημένες.

Όταν άρχισε να συζητιέται η θέσπιση εισοδηματικών κριτηρίων στη χορήγηση διαφόρων επιδομάτων, είχα υποστηρίξει πως ανοίγει ο δρόμος για την κατάργησή τους, όπως και έγινε. Η λογική τού να τα κόψουν σε κάποιους μήπως και τα γλιτώσω εγώ, αποδείχτηκε για μία ακόμη αφορά λανθασμένη. Τα έκοψαν από όλους και ησυχάσαμε.

Όταν έκοψαν για πρώτη φορά το εφάπαξ, κάποιοι απαίτησαν να αρχίσουν οι περικοπές από τους επόμενους, ποντάροντας ότι θα τη γλυτώσουν οι ίδιοι και θα την πληρώσουν οι επόμενοι. Τα εφάπαξ μειώθηκαν, θα μειωθούν κι άλλο και άρχισε η συζήτηση για την πλήρη κατάργησή τους ή τη μετατροπή τους σε χαρτζιλίκι.

Που είναι τα δώρα; Οέο;

Ποιο είναι το δικό μου συμπέρασμα;

Αφού τους αφήνουμε, καλά μας κάνουν! Κι άλλα τόσα θα ζητήσουν. Κορόιδα είναι; Αφού τους τα προσφέρουμε και μάλιστα με τον πιο ευγενικό τρόπο είναι δυνατόν να αρνηθούν την «προσφορά» μας;

Όσο το κριάρι δεν αντιδρά, τόσο πιο πολύ το βαράει ο τσοπάνης. Ρωτήστε όμως κανέναν τσοπάνη που του έτυχε να αντιδράσει το κριάρι! Ακόμα τρέχει γιατί, όπως ξέρουμε, το κριάρι έχει κέρατα και μάλιστα πολύ δυνατά.

 

Μετά τη βαρυχειμωνιά έρχεται πάντα η Άνοιξη

Μετά τη βαρυχειμωνιά έρχεται πάντα η Άνοιξη

Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη

 

Βάδιζε δίπλα μου σε όλη τη διάρκεια της πορείας που έγινε στις 15 του περασμένου Δεκέμβρη.

Ήταν σκυφτός, κουμπωμένος μέχρι πάνω, και το κεφάλι του μόλις που έβγαινε έξω από το μπουφάν. Τα μάτια του μου φάνηκαν υγρά, υπέθεσα πως ήταν από τη βροχή που μόλις είχε σταματήσει.

Πιάσαμε κουβέντα – στις πορείες οι ψυχές των ανθρώπων ανοίγουν πιο εύκολα – και πολύ γρήγορα άρχισε να μου λέει τα δικά του.

Ήταν δάσκαλος, από την Κοζάνη. Ετών 39 και έμενε ακόμη με τους γονείς του.

«Πού να βρεις λεφτά για ενοίκιο;» μου είπε με οργισμένο παράπονο.

«Και να ήταν μόνο αυτό; Ούτε για καφέ δεν μπορώ να πάω. Όταν κοστίζει 4 ευρώ, γίνεται απαγορευτικό. Πίνω τον καφέ στο σπίτι και καταπίνω τα σκουπίδια της τηλεόρασης.»

Μου είπε κι άλλα, εκφράζοντας οργή και διαμαρτυρία, διατυπώνοντας συνεχώς το ερώτημα γιατί δεν ξεσηκώνεται ο κόσμος.

Το όνειρό του από μικρό παιδί ήταν να γίνει δάσκαλος, να υπηρετήσει το δημόσιο σχολείο, να μάθει γράμματα στα παιδιά του κόσμου. Όμως το όνειρο έγινε εφιάλτης, η αγάπη του για τη διδασκαλία κατάντησε ελάττωμα και η αξιοπρέπειά του δέχτηκε πλήγμα ανεπανόρθωτο.

Κρίθηκε άξιος, όχι σε λίγες εξετάσεις, διορίστηκε με ΑΣΕΠ αλλά αυτό μάλλον δεν ήταν αρκετό.

¨ Για ένα κομμάτι ψωμί, δε φτάνει μόνο η δουλειά […] μα πάνω απ’όλα είναι η ψυχή σου δικέ μου, έχει τους νόμους της αυτή η ιστορία…¨

Κάθε χρόνο και σε άλλη πόλη, κάθε χρόνο και σε άλλο σχολείο. Και τώρα ετοιμάζουν και την αξιολόγηση.

« Ε όχι ρε φίλε. Έχω αξιολογηθεί εκατό φορές. Να αξιολογήσει πρώτα  ο υπουργός τον εαυτό του. Έχει διαλύσει τις ζωές μας. Αν είχε λίγο φιλότιμο θα είχε φύγει ήδη. Μας το παίζει Ευρωπαία και το υπουργείο της έχει τη μικρότερη απορροφητικότητα από το ΕΣΠΑ. Αϊ σιχτήρι πια. Εθνική κατάθλιψη θα πάθουμε. Οι 2 στους 3 νέους στην Κοζάνη είναι άνεργοι. Το ίδιο συμβαίνει σε όλη την επαρχία. Να κατέβουμε όλοι στη Βουλή, να τους δείξουμε πως τα βγάζουμε πέρα. Έρχονται  γιορτές και δεν έχω να πάρω ένα δώρο στα ανίψια μου.»

Αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια πριν χωρίσουμε. Χάθηκε μέσα στο πλήθος και δεν τον ξαναείδα.

Λίγο πιο κάτω τα ΜΑΤ, κατόπιν προφανούς εντολής, έκοψαν τη μεγάλη πορεία στα δύο με αποτέλεσμα να μην μπορέσουν να φτάσουν όλοι μέχρι τη Βουλή, το ναό της δημοκρατίας που τον κατάντησαν «ναό της δημοκρατίας τους».

Τέτοια δημοκρατία και τόση δημοκρατία, να τη χαίρονται, τους τη χαρίζουμε, είναι αποκρουστική όπως και όσοι, υποτίθεται, την «υπηρετούν» ή την «υπηρέτησαν» μετά τη μεταπολίτευση.

Το προσωπικό τους συμφέρον υπηρέτησαν και υπηρετούν, και τις επιταγές των αφεντικών τους εξαργύρωσαν και εξακολουθούν να εξαργυρώνουν.

Όμως ο κόμπος έφτασε στο χτένι για όλους μας είτε ζούμε στην Κοζάνη είτε στην Καρδίτσα είτε στην Αθήνα.

Γυρνώντας δίπλα το βλέμμα μου είδα ένα ζευγάρι νέων ανθρώπων με το μωρό τους στο καρότσι, να συμμετέχουν στην πορεία.

Και ήταν αυτή η εικόνα μια πραγματική, ζεστή ηλιαχτίδα στη βαρυχειμωνιά που βιώνουμε, σημάδι ότι πλησιάζει η άνοιξη.

 

 
 
απέραντο γαλάζιο

"το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή..."

blog it

QUAERE VERUM:ΑΝΑΖΗΤΗΣΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ

aioroumenesskepseis

The greatest WordPress.com site in all the land!

dpa2007

Just another WordPress.com site

Blogs Of The Day

Just another WordPress.com weblog

Kyrgiakischristos's Blog

πεζογραφία-σχολιασμός επικαιρότητας-σάτιρα και πολλά άλλα

Βιο...λογισμοί

Βιολογία | Εκπαίδευση | Υγεία

fysikhlykeiou

Ασκήσεις-Προβλήματα-Διαγωνίσματα-Μεθοδολογία φυσικής λυκείου και πανελληνίων εξετάσεων και ...πολλά άλλα

WordPress.com

WordPress.com is the best place for your personal blog or business site.

Αρέσει σε %d bloggers: